Υπήρξε ένα από τα πρώτα υπερηρωικά κόμικς που διάβασα όταν ήμουν μικρός -γύρω στα εννιά μου. Και είχα την τύχη να ξεκινήσω από το πρώτο τεύχος. Που σύστηνε τους Fantastic Four και τους παρουσίαζε στην πρώτη μάχη τους με τον Mole Man! Σε σενάριο του ευφυέστατου Stan Lee. Και βεβαίως με τα ανυπέρβλητα σκίτσα του Jack Kirby -ενός από τους σημαντικότερους δημιουργούς κόμικς που κανονικά τα έργα του θα έπρεπε να εκτίθενται στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Οι εικόνες του Kirby ξεχείλιζαν από κίνηση και λυρισμό. Η φαντασία του έδινε στις χάρτινες μορφές, διαστάσεις σχεδόν μυθολογικές. Με έντονα χρώματα, υπερφυσικές αναλογίες και εκείνη τη χαρακτηριστική τεχνική με τις μαύρες κουκκίδες ("Kirby Krackle") που απεικόνιζε την ενέργεια και τις κοσμικές δυνάμεις.
Για πολλά χρόνια συνέλεγα τεύχη (αμερικάνικα και ανατυπώσεις στα ελληνικά από τη Μαμούθ) και παρότι πολλές από τις κατοπινές ιστορίες ήταν μάλλον χλιαρές, οι τέσσερις ήρωες παραμένουν ακόμα και σήμερα αναφορά στην παιδικότητά μου. Την οποία -θα τολμήσω να πω ότι- ουδέποτε απαρνήθηκα και ουδέποτε απώλεσα. Ναι, είμαι απόλυτα συμφιλιωμένος με την geek πλευρά μου!
Παρότι οι προηγούμενες κινηματογραφικές μεταφορές των Fantastic Four υπήρξαν οδυνηρά κακές, δεν μπόρεσα να αντισταθώ σε ετούτη τη νέα εκδοχή που άρχισε να προβάλλεται πριν μερικές ημέρες στις αίθουσες.
Η κριτική ήταν μάλλον αποτρεπτική, αλλά -μεταξύ μας- για να εκτιμήσεις τέτοιες ταινίες, πρέπει να έχεις την πετριά. Πρέπει ρε παιδί μου να το ζεις. Να σου αρέσει να βλέπεις ήρωες με υπερφυσικές δυνάμεις να μάχονται εξωγήινα πλάσματα. Τι να κάμουμε, δεν κρίνονται αυτά τα φιλμς με τα συνήθη στάνταρντς. Δεν τα τοποθετείς δίπλα στον Μπουνιουέλ, τον Ταρκόφσκι και τον Κουροσάβα. Ξεύρεις τι πας να δεις.
Ε λοιπόν, θέλεις η έξυπνη ρετρό-φουτουριστική αισθητική του Matt Shakman; Θέλεις ο συμπαθέστατος Pedro Pascal και η κούκλα Vanessa Kirby; Θέλεις η επική μάχη με τον Galaktus; Εμένα μια φορά, με κέρδισε. Εντάξει, τα έχουμε ξαναπεί: είμαι εύκολο κοινό για τέτοιες ταινίες. Αν κάτσω να το δω λίγο πιο σοβαρά, θα σου πω ότι το στόρι ήθελε περισσότερη δουλίτσα, η αλληλεπίδραση του Τζόνι με τον Μπεν δεν λειτούργησε ιδιαιτέρως, η κορύφωση δεν ήταν ικανή για να σου δημιουργήσει συναισθηματική ένταση και έφευγες με μία αίσθηση ανολοκλήρωτου.
Αλλά τελοσπάντων, μιλάμε για τη μεταφορά στην οθόνη των Fantastic Four. Εμένα μου αρκούσε που τους έβλεπα εν δράσει και αναπολούσα τον εαυτό μου να διαβάζει τις περιπέτειές τους. Ξεύρεις, όπως συχνά λέγεται, η επιτυχία του εν λόγω κόμικ (και των λοιπών ηρώων που έπλασε στη συνέχεια ο Stan Lee) ήταν ότι παρά τις δυνάμεις τους, παρέμεναν καθημερινοί άνθρωποι με αδυναμίες και προβλήματα. Υπερήρωες μεν και ασταμάτητοι στη δράση, ευάλωτοι όμως στις σχέσεις τους με τους άλλους και συχνά αμήχανοι στη διαχείριση της ζωής τους.
Έχουν περάσει κάμποσες δεκαετίες από τότε που διάβαζα συστηματικά εκείνα τα κόμικς. Αν όμως έχω καταλάβει κάτι στο μεσοδιάστημα είναι ότι έτσι παραμένουν και σήμερα οι υπερήρωες. Αδιαπραγμάτευτα ηθικοί και βαθιά ευαίσθητοι. Και μπορεί να σώσουν το σύμπαν σου ολάκερο, χωρίς όμως να φωνασκούν και χωρίς να περιμένουν κανενός είδους αντάλλαγμα. Excelsior!
Πάρκαρα το αυτοκίνητο δίπλα στο δρόμο και έσβησα τη μηχανή. Άνοιξα το παράθυρο για μία καλύτερη εκτίμηση της κατάστασης. Ένα παγωμένο ρεύμα αέρα μπήκε μέσα στο αμάξι, κατεβάζοντας κάθετα τη θερμοκρασία.
Δεν είναι το κρύο όμως που με ανησυχούσε -φορούσα τελοσπάντων τα ισοθερμικά μου και κάμποσες στρώσεις ρούχων. Ήταν αυτή η αναθεματισμένη βροχή. Μία βροχή στρωτή, επίμονη και ακατάπαυστη.
Ομπρέλα; Αστειεύεσαι βέβαια. Δεν έχει νόημα εδώ η ομπρέλα. Μόνο η αδιάβροχη στολή σου μπορεί να σε κρατήσει -κι αυτή ως ενός σημείου. Αν εκτεθείς για ώρα, το νερό βρίσκει τρόπους να διεισδύσει και να μουλιάσει το μέσα σου.
Έπρεπε λοιπόν να λάβω μία απόφαση: να το επιχειρήσω ή όχι; Να ξεκινήσω την πορεία στηριζόμενος στην καλή μου τύχη και ελπίζοντας ότι σύντομα η βροχή θα κοπάσει; Δεν είναι κρίμα να έχω φθάσει ως εδώ και να μην τον αντικρίσω;
Αποφάσισα να το κάμω. Κουμπώθηκα, ανέβασα το φερμουάρ του μπουφάν μου, φόρεσα τα γάντια, την full-face κουκούλα, τον σκούφο και βγήκα από το αυτοκίνητο.
Το gps έδειχνε ότι η διαδρομή είναι μικρή -μόλις δύο χιλιόμετρα. "Το'χω!" διαβεβαίωσα τον εαυτό μου και άρχισα να ακολουθώ τον ανώμαλο χωματόδρομο προς την κατεύθυνση του βουνού.
Η βροχή έδειχνε προς στιγμή να χαλαρώνει, αλλά ο άνεμος φρόντιζε να σου τη στέλνει από παντού. Από πάνω, από δεξά κι αριστερά σου. Είχα ήδη μουσκέψει στα πρώτα διακόσια μέτρα.
Οι κορφές του Έρεφαγιεκουλ υψώνονταν μπροστά μου. Κι αν περνιέται για απλό βουνό, εσύ μην ξεγελιέσαι: είναι ένα επικίνδυνο ηφαίστειο, το μεγαλύτερο της Ισλανδίας σε ύψος (φθάνει τα 2.110 μέτρα) και σε όγκο. Σχηματίστηκε στην Πλειστόκαινη περίοδο, αλλά εκρήξεις του έχουν καταγραφεί και στους τελευταίους αιώνες. Χειρότερη όλων, εκείνη του 1362 που νέκρωσε όλο το νοτιοανατολικό μέρος της νήσου για σαράντα περίπου χρόνια.
Τότε είναι που έλαβε αυτή την ονομασία το Έρεφαγιεκουλ. Βλέπεις, "έρεφι" (Öræfi) στα ισλανδικά σημαίνει έρημος, χώρα ακατοίκητη και βασανισμένη. Αλλά η λέξη χρησιμοποιείται και για να αποδώσει την εσωτερική απομόνωση. Την υπαρξιακή μοναξιά που βιώνεις, όταν αποκομμένος από τον κόσμο, βρίσκεσαι στον κενό χώρο του εαυτού σου.
Το λιβάδι τριγύρω μου σιωπηλό. Θαμνώδης βλάστηση και λειχήνες.
Καφετιά λούπινα, με καρπό κελυφωτό, ακτινωτά πράσινα φύλλα και καφέ λοβούς.
Οι ανθοί τους έχουν χρώμα μενεξεδί και ροζ.
Είναι από τα ελάχιστα είδη βλάστησης που αντέχουν αυτές τις συνθήκες. Και λειτουργούν κάπως προστατευτικά, εμποδίζοντας τη διάβρωση.
Ήμουν ήδη στα μέσα της διαδρομής, όταν η βροχή άρχισε να δυναμώνει. Ο φακός της μηχανής είχε γεμίσει νερό και σταμάτησα για λίγο να βγάζω φωτογραφίες. Έτσι όπως ήμουν εκτεθειμένος σε αυτή την απέραντη απλωσιά, δίχως τη δυνατότητα κάποιας καταφυγής, ένιωσα ελάχιστος κι αδύναμος.
Χωρίς προστατευτικά, χωρίς ευκολίες, χωρίς νοήματα, μεγάλα σχήματα και ασφαλείς αφηγήσεις. Χωρίς βεβαιότητες. Ελάχιστος. Κι αδύναμος.
Κοίταξα ενστικτωδώς προς τα πίσω. Το αυτοκίνητο ήταν μία κουκκίδα στον ορίζοντα. Μήπως να επέστρεφα; Μπα, έχω ήδη απομακρυνθεί πολύ για να επιστρέψω. Άφησα την απόσταση να αποφασίσει για μένα. Συνέχισα με ακόμα ταχύτερο ρυθμό.
Ο χωματόδρομος έστριβε, ανηφόριζε και γινόταν ακόμα πιο τραχύς. Έπρεπε να σιγουρεύω περισσότερο τα πατήματά μου στις μαύρες κοτρώνες που γλιστρούσαν στο διάβα μου.
Στον ορίζοντα άρχισε πλέον να φαίνεται πιο καθαρά εκείνος, για τον οποίον είχα έρθει. Ο παγετώνας Svínafellsjökull.
Ένας τεράστιος όγκος αρχέγονου πάγου που σκεπάζει το μεγαλύτερο μέρος του βουνού.
Οι λευκές του κορφές συναντούν το πράσινο και το χρυσαφί της τούντρας και δημιουργούν τόπια εξωπραγματικής ομορφιάς. Διακρίνονταν πια οι ρωγμές και οι πύργοι του, οι κάθετες πλαγιές του.
Φθάνω. Το αισθάνομαι στο τράνταγμα του εδάφους, στον άνεμο που θεριεύει, στο υπόκωφο τρίξιμο που ακούεται από τα σπλάχνα του παγετώνα. Κάθε φορά που προσεγγίζεις ένα τέτοιο μεγαθήριο, αφήνεσαι στο έλεός του. Σε σπρώχνει προς τα πίσω, σε απωθεί με τις πανίσχυρες δυνάμεις του. Σαν ένας υπαρκτός θεός. Που δεν σου επιτρέπει να τον πλησιάσεις.
Σκαρφαλώνοντας τον τελευταίο λόφο, αντίκρισα τη λίμνη. Και ξωπίσω της, τη γλώσσα του Svínafellsjökull που χύνεται μέσα της και καθρεπτίζεται στα νερά της. Ο αέρας λυσσομανούσε, αλλά τουλάχιστον κόπασε η βροχή.
Στάθηκα στην όχθη να χορτάσω το θέαμα.
Προσπάθησα να συλλάβω την κίνηση. Ο Svínafellsjökull αλλάζει συνεχώς θέση. Κυλάει αργά -με έναν ρυθμό που δεν συλλαμβάνει τ'ανθρώπινο μάτι- σαν ένα ποτάμι που δεν βιάζεται, σαν μία ύπαρξη που μετράει το χρόνο ουχί σε ημέρες και σε χρόνια, αλλά σε αιώνες και σε χιλιετηρίδες.
Κι αν δεν τη βλέπεις την κίνησή του, την ακούς. Με έναν ήχο εσωτερικό. Του παγετώνα που γουργουρίζει το ψύχος του και του εδάφους που του υποτάσσεται.
Λευκό και γαλάζιο. Αυτό είναι το χρώμα του πανάρχαιου νερού που κλειδώθηκε στον παγετώνα από τις εποχές που οι άνθρωποι κατοικούσαν σε σπηλιές. Τόσα και τόσα σημαντικά έχουν συμβεί έκτοτε, όλα τους ασήμαντα.
Τα σύννεφα πύκνωσαν και πάλι -πόσο γρήγορα αλλάζουν εδώθε οι καιροί. Πρέπει να γυρίσω. Δεν θέλω να γυρίσω. Ο Svínafellsjökull έστεκε μεγαλοπρεπής, αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία μου. Μ' όλους του κόσμου τους εγωισμούς ακυρωμένους, αισθάνθηκα πιο ταπεινός. Νομίζω και πιο σώφρων.
Σιγανά, έκαμα βήματα προς τα πίσω. Δίχως να στρέψω την πλάτη μου σε εκείνον. Για να συγκρατήσω την αίσθησή του στη μνήμη μου όσο μπορώ περσσότερο.
Τα ξεσπάσματα της βροχής στη διαδρομή της επιστροφής, δεν με ένοιαζαν πλέον. Εκείνα τα δυο χιλιόμετρα, έμοιαζαν πιο εύκολη υπόθεση. Χαιρετίστηκα με τις κορφές, τις πέτρες και τα χρώματα.
Τα τελευταία μέτρα, τα έτρεξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει, καθώς η βροχή είχε γίνει πλέον καταιγίδα. Έβγαλα τις πάνω στρώσεις των αδιάβροχων, τις πέταξα γρήγορα στο πίσω κάθισμα, έβαλα το αυτοκίνητο μπροστά για να ανάψει το καλοριφέρ. Έκανα όπισθεν, βγήκα στην άσφαλτο και πήρα κατεύθυνση προς τ'ανατολικά. Ο δρόμος ήταν έρημος, οι ριπές τ' ανέμου κλυδώνιζαν τ'αμάξι.
Αλλά τίποτα δεν με σκίαζε. Ίσως γιατί με είχα βρει σε εκείνη την άδεια διαδρομή. Ίσως γιατί με είχα αντικρίσει σε εκείνη την παγωμένη λίμνη. Ίσως γιατί με είχα ακούσει σε εκείνη την αρχέγονη βοή.
Κανονικά, αν πας σε μοναστήρι, περιμένεις να σε κεράσουν ένα λουκουμάκι ή κανένα γλυκό του κουταλιού: ένα κυδώνι, ένα βύσσινο, ένα τριαντάφυλλο, κανένα συκαλάκι. Όχι, την πάστα αμυγδάλου και το cannolo δεν τα περιμένεις. Εκτός κι αν είσαι στη Σικελία.
Και συγκεκριμένα στο Παλέρμο. Στο κέντρο του οποίου, βρίσκεται το ωραιότατο μοναστικό συγκρότημα της Santa Caterina -μεγάλη η χάρη της. Το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1310 και για αιώνες στέγαζε δομινικανές μοναχές που ζούσαν σε αυστηρή απομόνωση και επιδίδονταν στην προσευχή και τη μελέτη. Αλλά επειδής κάπως έπρεπε να καλυφθούν και τα προς το ζην, οι μοναχές ξεκίνησαν να εμπορεύονται τα γλυκά που έφτιαχναν στην κουζίνα της Santa Caterina: biscotti, marzipan και βεβαίως cannoli. Ένα κεράκι πήγαινες να ανάψεις και βρισκόσουν στον Παρλιάρο.
Στα τέλη του 20ου αιώνα και λόγω έλλειψης νέων μοναχών, το μοναστήρι έκλεισε και μετατράπηκε σε μουσείο. Εντούτοις, η κουζίνα του συνέχισε να λειτουργεί ως ιδιωτική επιχείρηση υπό την ονομασία "I Segreti del Chiostro", τιμώντας τη μακρά παράδοση ζαχαροπλαστικής της Santa Caterina. Ναι, με τις αυθεντικές συνταγές των μοναχών και τα φρέσκα υλικά τους.
Παρότι το "I Segreti del Chiostro" είναι πλέον αρκετά διάσημο και συγκεντρώνει κάμποση πελατεία, σου δίνει την αίσθηση ενός κρυμμένου παραδείσου. Για να το εντοπίσεις, πρέπει να εισέλθεις από μία περίεργη πόρτα παραπλεύρως της εκκλησίας και να ανέβεις κάτι σκάλες.
Όπου σε περιμένει μία έκπληξη, διότι βρίσκεσαι σε μία εξαίσια εσωτερική αυλή με πολύχρωμα πλακάκια που την πλαισιώνουν στοές με κολόνες και μεγάλες ζαρντινιέρες. Σαν σκηνικό για ρομαντική κομεντί.
Κάπου στα δεξιά, βρίσκεται η μεγάλη, παλιά κουζίνα με τα γλυκά.
Όπου πέραν από τα διάσημα cannoli, θα βρεις cassata siciliana (γλυκό σε στρογγυλό σχήμα, με παντεσπάνι, ρικότα και γλασαρισμένα φρούτα), biscotti alle Mandorle (μαλακά μπισκότα αμυγδάλου, στα οποία είμαι απόλυτα εθισμένος και μπορώ να διατρέφομαι για εβδομάδες αποκλειστικά με δαύτα), torrone (μαστιχωτός κορμός με μέλι, αμύγδαλα και φιστίκια) και διάφορα άλλα καλούδια.
Αλλά θα μου επιτρέψεις να επικεντρωθώ στα cannoli, διότι τελοσπάντων τους έχω και μια αδυναμία! Τα οποία γεμίζονται εννοείται εκείνη τη στιγμή, μπροστά σου. Αφού αμφιταλαντεύτηκα μεταξύ του κλασικού cannolo, του cannolo φιστικιού και του cannolo με σοκολάτα, με κέρδισε το φιστίκι.
Με μεγάλη χαρά και προσμονή, είδα την πολύ επιδέξια κυρία, να παραγεμίζει τη ζύμη με τη ρικότα, να πασπαλίζει με ζάχαρη και να τσαλαβουτάει το cannolo μου στα φιστίκια. Και σε πληροφορώ ότι μιλάμε για μεγέθη extra large, απολύτως χορταστικά και μπαμπάτσικα. Σε σημείο που σχεδόν μετάνιωσα που παρήγγειλα δύο. Εντάξει, λέμε τώρα.
Βγήκα στην αυλή, κρατώντας τα canolli μου ωσάν να βαστούσα το Άγιο Δισκοπότηρο.
Κάθισα δίπλα στο σιντριβάνι, κάτω από τον ζεστό σιτσιλιάνικο ήλιο και δοκίμασα την πρώτη μπουκιά. Εντάξει, της κολάσεως -θου Κύριε, είμεθα και σε μοναστήρι! Τραγανή, λεπτή ζύμη που σπάει στο δάγκωμα, ολόφρεσκη ρικότα που βελάζει το γάλα μέσα της, υπέροχα φιστίκια που προσθέτουν απολαυστικούς τόνους γεύσης. Μπορώ να σου το περιγράφω για ώρες, ωσάν τον Γιώργο Κωνσταντίνου με το προφιτερόλ. Ποίημα, σου λέω! Σαν εκείνο του Σάαδη: "αγάπη μου, αγάπη μου"!
Αχ, αυτές οι μικρές απολαύσεις -ένα γλυκό που λιώνει στο στόμα, μία ειδυλλιακή αυλή στο κέντρο ενός μοναστηριού, μερικές στιγμές ησυχίας που διακόπτουν τη συνήθη ροή του χρόνου. Ίσως τελικά η ζωή αξίζει να μετριέται με αυτές.
Σε προειδοποιώ εξαρχής ότι αυτή είναι μία δύσκολη βόλτα. Από εκείνες που σε αναγκάζουν να βαδίσεις μέσα σου, να διασχίσεις σκέψεις, να διασταυρωθείς με συναισθήματα και να σκάψεις στα τρίσβαθα του εαυτού σου. Για να εντοπίσεις το νόημα. Ή να αναρωτηθείς αν υπάρχει νόημα.
Περπατάμε σε μία πόλη που δεν υπάρχει. Θα μου πεις, μα πώς γίνεται αυτό; Τριγύρω υπάρχουν κτήρια, δρόμοι, καταστήματα, πινακίδες, φανάρια, αυτοκίνητα, ποδήλατα και μπόλικος κόσμος.
Άνθρωποι κανονικοί και απολύτως υπαρκτοί. Που πηγαίνουν στις δουλειές τους, ψωνίζουν, τρώνε, μιλάνε και αναπνέουν. Άνθρωποι που πασχίζουν, ερωτεύονται, προβληματίζονται, χαίρονται και υποφέρουν. Πώς μπορεί να μην υπάρχει αυτή η πόλη; Αποκλείεται! Υπάρχει και την βλέπεις μπροστά σου!
Κι όμως. Αυτή η πόλη εξαφανίστηκε ολοσχερώς πριν ακριβώς ογδόντα χρόνια. Μέσα σε μερικά δέκατα του δευτερολέπτου. Σε λιγότερο από ένα ανοιγόκλειμα των ματιών. Σε λιγότερο από μία αναπνοή.
Ο Paul Tibbets ήταν τριάντα ετών. Πιλότος με αρκετές ώρες πτήσης στην πλάτη του, που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης για την ακρίβεια και την ψυχραιμία του σε δύσκολες αποστολές στη Βόρεια Αφρική και την Ευρώπη. Ήταν ένας άνθρωπος ταγμένος στο καθήκον. Με αδυναμία στη μητέρα του, την κυρία Enola Gay, μία απλή νοικοκυρά, το όνομα της οποίας έμελε να μείνει στην ιστορία και να αποτελέσει ακόμα και τίτλο τραγουδιού.
Διότι, βλέπεις, ο Paul επέλεξε να δώσει στο μαχητικό αεροσκάφος του, εκείνο το όνομα για να την τιμήσει. Υπό άλλες συνθήκες, θα έβρισκες ίσως τρυφερή και συγκινητική αυτή την πράξη αγάπης από έναν γιο προς τη μητέρα του.
Δευτέρα, 6 Αυγούστου 1945. Το ζεστό, καλοκαιρινό ξημέρωμα βρήκε την πόλη στους συνήθεις της ρυθμούς. Οι άνθρωποι ξεκίνησαν τις δουλειές τους, πολλά παιδιά που είχαν επιστρατευθεί σε εργασίες υπηρεσίας προς την πατρίδα, βρίσκονταν ήδη στα πόστα τους, βοηθώντας στη διάνοιξη πυροσβεστικών ζωνών. Ήταν ένα ήσυχο, ασυνέφιαστο πρωινό με καθαρούς ορίζοντες.
Τρία αμερικανικά αεροσκάφη εμφανίζονται πάνω από την πόλη. Το μεσαίο είναι το Enola Gay. O Paul Tibbets γνωρίζει ότι μεταφέρει κάτι σημαντικό. Γνωρίζει ότι η αποστολή του είναι κορυφαίας σημασίας. Ίσως και να υποψιάζεται ότι γράφει ιστορία. Μην αναζητάς προσωπικές ευθύνες και συνειδησιακές ευαισθησίες. Έχουμε πόλεμο, άνθρωποι σκοτώνονται καθημερινά -και στο κάτω κάτω της γραφής, ο Tibbets εκτελεί εντολές ανωτέρων. Έτσι δεν είναι; Ναι, έτσι είναι.
8:15 π.μ. Το Enola Gay απελευθερώνει μία πυρηνική βόμβα ουρανίου-235, μήκους τριών μέτρων και βάρους περίπου τεσσάρων τόνων. Η βόμβα έφερε την κωδική ονομασία "Little Boy" -ένα αεροπλάνο με το όνομα μιας μαμάς και μία βόμβα με το όνομα ενός παιδιού.
Εξακόσια μέτρα πάνω από την πόλη, γίνεται η έκρηξη. Αντιστοιχεί σε 15.000 τόνους TNT.
Η θερμοκρασία στο επίκεντρο αγγίζει τους 4.000°C.
Οι άνθρωποι που βρίσκονταν εγγύτερα εξαϋλώνονται, αφήνοντας μόνο σκιάσεις των σωμάτων τους σε τοίχους και πεζοδρόμια. Σαν να σβήστηκαν από αυτόν τον κόσμο. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Η πόλη μετατρέπεται σε ένα πύρινο τοπίο καταστροφής. Τα ξύλινα σπίτια αφανίζονται, οι δρόμοι παύουν να υπάρχουν. Εβδομήντα με ογδόντα χιλιάδες άνθρωποι σκοτώνονται ακαριαία.
Η λάμψη της έκρηξης ήταν τόσο εκτυφλωτική, που μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότι ήταν ορατή σε απόσταση έως και 80 χιλιομέτρων από το επίκεντρο. Κάτοικοι στη Χιγιασίματσουγιάμα -περίπου 20 χιλιόμετρα μακριά- ανέφεραν πως είδαν μια «τεράστια λευκή λάμψη στον ουρανό», ενώ άλλοι από την Ιουάκου, σε απόσταση 60–70 χλμ., περιέγραψαν ότι ο ουρανός φωτίστηκε «σαν να είχε ανατείλει δεύτερος ήλιος». Ακόμα και οι αμερικανοί πιλότοι των τριών αεροσκαφών, που πλέον πετούσαν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, ένιωσαν το ωστικό κύμα και είδαν τον πύρινο στύλο να ανεβαίνει.
Αν υπάρχει κόλαση, αυτή είναι η ακριβέστερη αποτύπωσή της.
Μέσα στους επόμενους μήνες, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι θα χάσουν τη ζωή τους από εγκαύματα, τραύματα ή τη ραδιενεργό μόλυνση, εκτοξεύοντας τον αριθμό των νεκρών στους 140.000. Αλλά και από εκείνους που κατάφεραν να επιζήσουν, πολλοί θα υποφέρουν για χρόνια από λευχαιμίες και καρκίνους.
Πέραν όλων των άλλων, οι επιζώντες απέκτησαν τα επόμενα χρόνια μία ονομασία: τους έλεγαν "hibakusha" (που σημαίνει στα ιαπωνικά "άτομο που επλήγη από έκρηξη"). Ποιοι χαρακτηρίζονταν hibakusha; Όσοι βρίσκονταν στο σημείο που έπεσε η βόμβα και επέζησαν, όσοι εισήλθαν στην πόλη τις επόμενες ημέρες μετά την έκρηξη και εκτέθηκαν στη ραδιενέργεια, τα άτομα που εκτέθηκαν στη ραδιενεργό βροχή που ακολούθησε και τα βρέφη που γεννήθηκαν από μητέρες που είχαν εκτεθεί στην ακτινοβολία.
Οι hibakusha ήταν καταδικασμένοι να κουβαλούν ένα τεράστιο ψυχικό τραύμα, βλέποντας τις οικογένειες τους να καίγονται ή να εξαφανίζονται μπροστά τους. Ξεύρεις, όταν έχεις αντικρίσει την κόλαση, δεν μπορείς έτσι απλά να συνεχίσεις να προσμένεις παραδείσους. Την φέρεις μέσα σου ως αναπόδραστο βίωμα, ως προσωπική σου συνθήκη. Έχεις να αντιμετωπίσεις το φυσικό της αποτύπωμα στο αίμα σου, στο δέρμα σου, στα σωθικά σου. Αλλά και το ψυχικό της αποτύπωμα στους εφιάλτες σου.
Και σαν να μην έφταναν όλα ετούτα, σε περίμενε κοινωνικός στιγματισμός και διακρίσεις. Με εργοδότες που δεν σε προσλάμβαναν διότι φοβόντουσαν ότι δεν είσαι υγιής ή παραγωγικός, με υποψήφιους συντρόφους που σε απέρριπταν για προβλήματα γονιμότητας, για έναν περίγυρο που σε αντιμετώπιζε σαν απόκληρο. Σαν μια σκιά που θα έπρεπε κανονικά να σβηστεί σε κάποιον τοίχο ή σε κάποιο πεζοδρόμιο.
Ναι, πολύ καλά το κατάλαβες, βρισκόμαστε στην Χιροσίμα. Και είναι 6η Αυγούστου.
Μία μακρά σειρά από σιωπηλούς ανθρώπους έχει σχηματιστεί σε πολλά σημεία μνήμης. Πολλοί είναι εκείνοι που θέλουν να αφήσουν ένα λουλούδι, να εκφράσουν το σεβασμό τους στους νεκρούς. Ανάμεσά τους πολλοί ηλικιωμένοι, άλλοτε μόνοι τους και άλλοτε υποβασταζόμενοι από τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Άνθρωποι που είδαν τη λάμψη, άκουσαν τον ήχο, περπάτησαν πάνω στα αποκαΐδια. Άνθρωποι που έζησαν και πάλεψαν με ένα από τα πιο τραυματικά κεφάλαια της παγκόσμιας ιστορίας. Hibakusha που ογδόντα χρόνια μετά, στέκουν ζωντανοί πάνω στο νεκροταφείο τους.
Κάθε 6η Αυγούστου, η Χιροσίμα δεν πενθεί. Θυμάται. Με ήρεμες εκδηλώσεις στους δρόμους και τις πλατείες, με ήσυχες συγκεντρώσεις κόσμου δίπλα στο ποτάμι.
Αυτό είναι το Q-Dome, το εμβληματικότερο σύμβολο της πόλης και ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα μνημεία ειρήνης στον κόσμο.
Πρόκειται για το διατηρημένο ερείπιο ενός κτιρίου που επέζησε της ατομικής έκρηξης. Παρότι όσοι βρίσκονταν εντός του πέθαναν ακαριαία, ο σκελετός του και ο μεταλλικός του θόλος δεν κατέρρευσαν.
Το κτίριο είχε χτιστεί το 1915 και ονομαζόταν Hiroshima Prefectural Industrial Promotion Hall. Σχεδιασμένο από τον Τσέχο αρχιτέκτονα Jan Letzel, χρησιμοποείτο για εμπορικές εκθέσεις και στέγαζε δημόσιες υπηρεσίες.
Το κουφάρι του παραμένει σήμερα ένα πανανθρώπινο σύμβολο.
Ακριβώς κάτω από το σημείο που εξερράγη η βόμβα, υπήρχε μία ζωντανή γειτονιά με σπίτια, σχολεία και καταστήματα που βεβαίως επίσης αφανίστηκε.
Στη θέση της έχει φτιαχτεί το Peace Memorial Park. Και σε μιαν άκρη του, υπάρχει το Μουσείο της Μνήμης.
Το φως εντός του είναι χαμηλό, οι τοίχοι είναι γκρίζοι. Πρωταγωνιστές είναι οι νεκροί.
Το μουσείο σου διηγείται την κάθοδο τους στον Άδη.
Το καμένο ρούχο ενός μαθητή, το μισολιωμένο τρίκυκλο ενός τρίχρονου παιδιού, οι ανθρώπινες τρίχες πάνω στο μέταλλο, τα κουμπιά από το πουκάμισο που έλιωσαν από τη θερμότητα, τα ρολόγια που σταμάτησαν στις 8:15.
Ναι, έχω βρεθεί και σε άλλους τέτοιους χώρους μνήμης. Σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε φυτείες σκλάβων, σε νεκροταφεία. Μέρη σαν αυτό κραυγάζουν μέσα στο κεφάλι σου. Δοκιμάζουν τους αρμούς της συνείδησής σου.
Και επιβεβαιώνουν πόσο εύθραυστα είναι όλα.
Στέκομαι δίπλα στο ποτάμι, ανάμεσα στο πλήθος, και αφήνω το βλέμμα μου να κυλήσει μαζί με τα φαναράκια που σιγά σιγά διασχίζουν το νερό. Είναι καμωμένα από τα παιδιά της πόλης. Άλλα έχουν μέσα τους μια λέξη, άλλα κάποιο σύμβολο. Αφήνονται στο ρεύμα, όπως αφήνεται η μνήμη να γαληνέψει με το χρόνο.
Η Ιαπωνία είναι μία χώρα που έχει μάθει βιωματικά να αντιμετωπίζει τις πληγές της με μέτρο και πειθαρχία. Δίχως εκρήξεις συναισθηματισμών, δίχως εκδηλώσεις οργής ή θυμού ή αντεκδίκησης. Σιγανά και εσωτερικά. Ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί.
Τα φαναράκια, οι υποκλίσεις, τα σημειώματα και οι σιωπές μάλλον θα ξενίσουν κάποιον που έρχεται από τα δικά μας τα μέρη. Φαντάζομαι θα βρει κάπως άψυχες και άνευρες, τούτες τις τελετουργίες. Δίχως μια κραυγή κάποιας χαροκαμένης μάνας, δίχως συνθήματα και φωνές, δίχως απαιτήσεις για αποζημίωση ή αποκατάσταση. Τίποτε από όλα αυτά.
Ο τρόπος που η ιαπωνική κοινωνία διαχειρίστηκε το τραύμα της μπορεί ίσως να ερμηνευθεί καλύτερα με αναφορά στη βουδιστική και σιντοϊστική φιλοσοφία, στο ζεν που διδάσκει την αποδοχή, στο mujō που υπενθυμίζει ότι τίποτα δεν διαρκεί για πάντα και όλα είναι παροδικά. Ο θάνατος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας και τελοσπάντων μπορεί υπό μίαν έννοια να αποτελέσει λύτρωση από τα δεσμά της επιθυμίας και του πόνου. Μαθαίνεις να τον αντικρίζεις όχι με θρήνο αλλά με τρυφερή μελαγχολία. Με τη συνειδητή επίγνωση ότι η ζωή είναι σύντομη και τη βαθιά συγκίνηση που σου προσφέρει η αξία της.
Νομίζω πως δεν υπάρχει μίσος εδώ, αλλά αλήθεια. Άλλωστε δεν είναι η αλήθεια, ισχυρότερη και πιο σημαντική; Θαρρώ πως πολύ συχνά κοινωνίες σαν τη δική μας που κραυγάζουν τόσο ανοικονόμητα το μίσος τους, αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν τις αλήθειες τους. Όλα ανθρώπινα είναι, θα πεις. Και σ'αυτό, πάλι δίκιο θα'χεις.
Η συζήτηση για το αν ήταν σκόπιμη η ρίψη αυτής της βόμβας (και βεβαίως της δεύτερης που έπεσε μερικές ημέρες αργότερα στο Ναγκασάκι) θα απασχολεί για πάντα τους ιστορικούς, τους πολιτικούς επιστήμονες και τους φιλοσόφους. Από τη μία τερμάτισε τον ολέθριο πόλεμο που συνέχιζε να στοιχίζει σε ανθρώπινες ζωές, έδωσε ένα εκκωφαντικό πολιτικό μήνυμα προς τη Σοβιετική Ένωση για το ποιος διεκδικεί πλέον σθεναρά το ρόλο του ηγέτη στον μεταπολεμικό κόσμο και ίσως αποτέλεσε το λόγο για τον οποίο τα επόμενα ογδόντα χρόνια δεν είχαμε χρήση πυρηνικών όπλων εναντίον ανθρώπων. Από την άλλη, η εξόντωση δεκάδων χιλιάδων αμάχων μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα θα βαραίνει πάντα το ποινικό μητρώο της ανθρωπότητας.
Πέρασα αρκετές ώρες ανάμεσα στους ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί για τις εκδηλώσεις. Άλλοτε παρατηρώντας, άλλοτε φωτογραφίζοντας, άλλοτε απλώς παραμένοντας βουβός μέσα στις σκέψεις μου.
Όταν ο ήλιος άρχισε να χαμηλώνει προς τη δύση του, άρχισα να περπατώ και πάλι στις κεντρικές λεωφόρους της Χιροσίμα, προσπαθώντας να ξαναβρώ έναν βηματισμό.
Η πόλη αυτή ξαναχτίστηκε από το μηδέν. Αναγεννήθηκε μέσα από τα συντρίμμια. Κοιτάζω τα καταστήματα με τις έντονες επιγραφές από νέον, τις οθόνες με τα anime που σε βομβαρδίζουν με διαφημίσεις, τους ανθρώπους που κινούνται σιωπηλά μέσα σε ένα αστικό περιβάλλον καταιγιστικής οπτικής ρύπανσης και συντριπτικών ρυθμών καθημερινότητας -όπως παντού στην Ιαπωνία. Όλα είναι πεντακάθαρα, οι κανόνες τηρούνται ευλαβικά, το σύστημα δουλεύει στην εντέλεια -όπως παντού στην Ιαπωνία.
Όταν απομακρύνεσαι από τις εκδηλώσεις, σχεδόν ξεχνάς τις σκιές στους τοίχους και τα πεζοδρόμια. Δεν μπορείς να ζεις με τον τρόμο του παρελθόντος -πόσο μάλλον όταν σου έχουν κληρωθεί τόσο αποτρόπαιες εκδοχές του. Ούτε μπορείς να ζεις με τον τρόμο του μέλλοντος -πόσο μάλλον όταν γνωρίζεις πως προστίθενται συνέχεια νέοι τρόποι για τον αφανισμό σου. Από πανδημίες και ανεξέλεγκτες τεχνολογίες έως περιβαλλοντικές καταστροφές και πυρηνικούς ολέθρους.
Τι σου μένει αλήθεια; Πώς μπορείς εντέλει να συνεχίσεις να ζεις;
Δεν έχω εύκολη απάντηση. Θαρρώ πως ο καθείς σχηματίζει μία δικιά του. Με τις επιλογές του, με αυτά που κάμει και δεν κάμει. Με τους θορύβους και -ίσως πιότερο- με τις ησυχίες του.
Με το μικρό του φαναράκι που ρέει στο ποτάμι μέχρι να σβηστεί η φλόγα του στον απέραντο ωκεανό.
Ξεύρεις, αν διαβάσεις το "Enola" αντιστρόφως, μπορεί να κερδίσεις τουλάχιστον αυτό: το κάποτε αδύναμο και κάποτε γενναίο, μοναχικό σου φαναράκι. Και είθε με αυτό να πλεύσεις εν ειρήνη.