Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

Οι κέδροι του Λιβάνου

Μία αραιή αλλά αδιάκοπη κινητικότητα από τ'άγρια ξημερώματα μέχρις αργά το βράδυ -αυτοκίνητα που πηγαινοέρχονται και θηριώδη φορτηγά που σέρνουν το βαρύ τους εκτόπισμα πάνω στην κουρασμένη άσφαλτο. Είναι η Αμερική της διακίνησης, της εμπορικής συναλλαγής, του καθημερινού βιοπορισμού. 

Για τους περισσότερους, το μέρος αυτό είναι μία διασταύρωση, ένα πέρασμα στη διαδρομή τους, μία αδιάφορη και φευγαλέα εικόνα στα πηγαινέλα τους. Στην αντίληψη των διερχόμενων, τούτοι οι δρόμοι είναι αδιάφορα στιγμιότυπα. Η Main Street που κατηφορίζει από Βορρά προς το Νότο συναντά τη High Street που ενώνει την Ανατολή μας με τη Δύση μας. 

Όμως αν είσαι κάτοικος, βλέπεις τα πράγματα αλλιώς. Το μέρος είναι για σένα ακίνητο. Στοιχειωμένο από την μυωπική κατάρα των μικρών επαρχιακών πόλεων που διαθέτουν απέραντους ορίζοντες, αλλά στερούνται της ικανότητας να τους ατενίσουν.

Σαν ήρθαν να εγκατασταθούν οι πρώτοι έποικοι, οι εκτάσεις αυτές ήταν κατάφυτες με κόκκινους κέδρους, το ξύλο των οποίων είναι ανθεκτικό και ευωδιάζει. Εξού και το χρησιμοποίησαν για να χτίσουνε τα σπίτια τους -όπως ο Σολομών ζήτησε από τον Χιράμ τον Α' της Τυρού να του στείλει κέδρους για να επενδύσει το εσωτερικό του Ναού. 

Αυτή η βιβλική αναφορά θεωρήθηκε από τους εποίκους απολύτως ταιριαστή και κατάλληλη για τον νέο τους οικισμό. Κι έτσι, του έδωσαν το όνομα Lebanon. 

Κι ας είμαστε εν τω μέσω του Τενεσί, κι ας μπορεί από εδώ να καλυφθεί μονάχα με τη φαντασία η απόσταση ως τις ηλιόλουστες ανατολικές ακτές της Μεσογείου που επιμένει να σκεπάζει με την πολύτιμη σκιά της η οροσειρά του Λιβάνου.   

Έχουν περάσει διακόσια τόσα χρόνια από την πρώτη εγκατάσταση των εποίκων. Δεν ζούμε πια σε ξύλινα σπίτια, μήτε χρησιμοποιούμε άμαξες και κάρα στις μετακινήσεις μας. Μα η αλλαγή που διαπιστώνεις είναι απλώς φαινομενική. Στο είπα, το μέρος μοιάζει να'ναι ακίνητο. 

Η καθημερινότητά του μετριέται με το βενζινάδικο, τα μικρά τοπικά μαγαζιά και το Walmart στην έξοδο της πόλης, απέναντι από το φαστφουντάδικο με τα νάγκετς και τις τηγανητές γλυκοπατάτες. 

Οι ίδιοι άνθρωποι πηγαινοέρχονται, οι ίδιες σημαίες ανεμίζουν, η ίδια σερβιτόρα παίρνει τις παραγγελίες στο diner, κατατάσσοντας αξιολογικά τους πελάτες με βάσει το φιλοδώρημα που της αφήνουν. 

Στα λιγοστά bars, οι γνωστοί θαμώνες πίνουν τη μπύρα τους και παίζουν μπιλιάρδο με υπόκρουση κάντρι μουσικής. Τα σαββατοκύριακα διοργανώνονται ενίοτε μικρά φεστιβάλς και τοπικά ροντέο -αυτές είναι όλες όλες οι διασκεδάσεις μας. Αυτές και τα σχολικά ή κολεγιακά πρωταθλήματα αμερικανικού ποδοσφαίρου που τυγχάνουν μεγάλης εκτίμησης και ενδιαφέροντος.

Και βεβαίως πηγαίνουμε στην εκκλησία -των Μεθοδιστών, των Βαπτιστών, των Λουθηρανών, των Πρεσβυτεριανών, των Καθολικών, ανάλογα που ανήκει ο καθένας. Όλες τους είναι γεμάτες την Κυριακή. 

Από ανθρώπους που ακούνε με προσοχή το κήρυγμα του πάστορα και απολαμβάνουν την καθησυχαστική ασφάλεια μιας κοινά βιωμένης εμπειρίας. Ως μέλη της κοινότητας, ως σύντροφοι που προστατεύουν ο ένας τον άλλο. Έναντι των δαιμόνων που καραδοκούν εκεί έξω και των δαιμόνων που κατοικούνε τις μοναξιές τους. 

Ο συντηρητισμός δεν είναι πολιτική ιδεολογία, αλλά τρόπος ζωής. Η θρησκευτική πίστη, η εκτίμηση της εργασίας, η αξία της αυτονομίας, της πρακτικότητας και του αποτελέσματος, η καχυποψία προς το κράτος, αποτελούν θεμελιώδεις παραδοχές -αιτία και αποτέλεσμα της πολιτικής επανατοποθέτησης που συνέβη στο αμερικανικό Νότο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, από τη μονοκρατορία των Δημοκρατικών στην κυριαρχία των Ρεπουμπλικάνων.

Ναι, υπάρχουν κι εδώ οι ίδιες αγωνίες -για το μέλλον των παιδιών, την ερήμωση της επαρχίας, τη φθορά των παλιών δεσμών ανάμεσα στους ανθρώπους της κοινότητας που με τον καιρό και τη συνθήκη, βλέπουν να καταρρέει η συνοχή στην οποία βασίζονταν. Αισθάνεσαι την ανάσα των δαιμόνων πιο απειλητική δίπλα σου.

Ίσως άκουσες για έναν ακόμα γείτονα που έχασε τη δουλειά του στα πενήντα πέντε και έβαλε υποθήκη το σπίτι. Ίσως ακόμα θλίβεσαι για εκείνο το εργοστάσιο της Dell έξω από την πόλη, που έκλεισε πριν καιρό και οδήγησε στην απώλεια εκατοντάδων θέσεων εργασίας. Ίσως ανησυχείς που η καλλιέργεια της γης δεν είναι πια μήτε ελκυστική, μήτε ιδιαιτέρως προσοδοφόρα. Ίσως φοβάσαι ότι ο μπερδεμένος κόσμος που παρακολουθείς από τις οθόνες σου να αλλάζει τόσο γρήγορα, μήτε σε περιμένει μήτε σε περιλαμβάνει. 

Κι ύστερα υπάρχει αυτή η καταιγίδα η δικιά σου, που μαίνεται εντός σου. Τις περισσότερες φορές καταπνίγεται μέσα στην πλήξη της ρουτίνας. Των απέραντων διαδρόμων του σουπερμάρκετ, των εθιστικών σήριαλς στην καλωδιακή, των έτοιμων γευμάτων που ζεσταίνεις στο φούρνο μικροκυμάτων, του ατελείωτου σερφαρίσματος στο διαδίκτυο. Μα κάποιες φορές ασυγκράτητα σε κυριεύει -οι εσωτερικοί άνεμοι σφυρίζουν στ'αυτιά σου, τα καταρρακτώδη νερά θολώνουν τη ματιά σου και οι αστραπές κεραυνοβολούνε την ψυχή σου.

Δεν διαφέρει, θα πεις, το Lebanon από κάθε άλλο μέρος σε αυτόν τον κόσμο. Ίδιοι είναι οι φόβοι, ίδιες οι επιθυμίες. Το καδράρισμά τους αλλάζει. Αν κοιτάξεις έναν προς έναν τους ανθρώπους, αν μπορέσεις να τους καταλάβεις, σχεδόν πάντα μπορείς να τους συγχωρήσεις. Όποιοι κι αν είναι, όπου κι αν βρίσκονται.

Έτσι και εδώ. Σαν αφεθείς στο ευγενικό καλημέρισμα, στην ανάγκη για επαφή, στο σεβασμό με τον οποίο οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν το όποιο δικαίωμά σου, σχεδόν πάντα μπορείς να γαληνέψεις.

Κι αν ξανοιχτείς με τ'αμάξι το απόγευμα, αν βρεις το κουράγιο να διαπεράσεις τα σύνορα της πόλης και να περιπλανηθείς στους καταπράσινους λόφους τριγύρω της, τότες θα γίνεις ακόμα πιο επιεικής. Η ρητίνη των κέδρων ποτίζει τον αέρα με ένα ξυλώδες άρωμα. Και καθώς ο ήλιος πέφτει πίσω από τα χωράφια με τα καλαμπόκια, καληνυχτίζοντας τα φύλλα τους σαν στοργικός γονέας, μπροστά σου αποκαλύπτεται η σαγήνη. Της τρυφερότητας του Νότου. Γνώριμή σου είναι και δαύτη, την ξέρεις με έναν τρόπο. Στα ίδια, τα δικά σου συναισθήματα μιλάει. Ακόμα και σε αυτές τις απέραντες απλωσιές του Τενεσί. Που όσο κι αν πασχίζεις, ποτέ δεν καταφέρνεις να γεμίσεις.

“Atticus, he was real nice."

"Most people are, Scout, when you finally see them.” 

Harper Lee, To Kill a Mockingbird

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

Η θάλασσα θα φέρει τη βασίλισσα

Το Crail είναι ένα ήσυχο ψαροχώρι της Σκωτίας π' αγναντεύει τη Βόρεια Θάλασσα -για μένα, είναι ένα από εκείνα τα μέρη που με γαληνεύουν. Βρίσκεται βορειοανατολικά του Εδιμβούργου, μερικά χιλιόμετρα απόσταση από το Σεντ Άντριους. Χίλιοι εξακόσιοι άνθρωποι μένουν εδώ, στα όμορφα σπιτάκια που βρίσκονται γαντζωμένα στους καταπράσινους λόφους ή αραδιασμένα στα στενά δρομάκια γύρω από το γραφικό λιμανάκι.

Το χωριό δεν έχει πολλά πράματα να κάμεις. Καναδυό πάμπς, μερικά καταστήματα για τα βασικά, ελάχιστη κίνηση. Όλα υποτάσσονται στους σφοδρούς ανέμους που τρίζουν τα παράθυρα και στριφογυρίζουν τις πινακίδες. Και στη θάλασσα π΄ αλλάζει συνεχώς το τοπίο, καθώς φουσκώνει κι αποσύρεται ασταμάτητα κατά τη διάρκεια της μέρας -το πρωί με την πλημμυρίδα ξανοίγονται οι ψαράδες στ'ανοιχτά, το μεσημέρι με την άμπωτη, βλέπεις τις βάρκες σαστισμένες και ανήμπορες να στέκουν απάνου στις λάσπες.

Αυτή την εποχή, στα τέλη του φθινοπώρου, έχει πέσει εδώ πολύ η θερμοκρασία, βρέχει καθημερινώς και νυχτώνει νωρίς. Το αποδέχεσαι το κρύο, την αναπνέεις την υγρασία, το συνηθίζεις το σκοτάδι. Νομίζω ότι η ευτυχία του κάθε μέρους είναι η προσαρμογή σου σε αυτό. Δεν είναι πάντα εύκολη άσκηση, αλλά οφείλεις να την επιχειρήσεις.

Στον περίπατό μου, κοιτάζω τους θαλάσσιους ορίζοντες. Άλλοτε φέρνουν νηνεμίες, άλλοτε αντάρες, καμιά φορά και πιο ανέλπιστες εξελίξεις: στις 10 Ιουνίου του 1538, από τους ορίζοντες αυτούς ξεπρόβαλε ένας μικρός γαλλικός στόλος που μετέφερε ευγενείς, προικιά και μία βασίλισσα που για πρώτη φορά κατέφθανε στο βασίλειό της, τη Μαρία του Γκιζ. 

Η Μαρία είχε γεννηθεί στη Λορένη και στις φλέβες της έτρεχε αίμα αριστοκρατικό. Ούσα πολύφερνος νύφη, φρόντισε να την εκαπαρώσει από νωρίς ο Λουδοβίκος της Ορλεάνης -ένας δούκας, πολύ συμπαθητικός-, που την επαντρεύτηκε το 1534 και απόκτησε μαζί της δύο παιδιά.

Όμως ο Λουδοβίκος δεν της εφτούρησε και λίγο πριν γεννηθεί το δεύτερο παιδί της, η Μαρία έμεινε χήρα στα εικοσιένα της. Την ίδια όμως περίοδο, είχε χηρέψει και ο βασιλιάς της Σκωτίας, Ιάκωβος ο Πέμπτος. Ο οποίος την είχε δει μια φορά πριν χρόνια και του είχε γυαλίσει. Και επειδής, έπαιζε το σενάριο "Σκωτία-Γαλλία, συμμαχία" κατά της Αγγλίας, της απέστειλε ωραιότατη επιστολή για να τη ζητήσει σε γάμο. 

Έντρομος ο βασιλιάς της Αγγλίας, Ερρίκος ο Όγδοος, έσπευσε να της αντιπροτείνει γάμο μαζί του. Αλλά επειδής ο Ερρίκος ως γνωστόν ξεπάστρευε συζύγους για την πλάκα του, η Μαρία -που για πολλά μπορείς να την εκατηγορήσεις, αλλά βλήμα δεν ήτανε- αρνήθηκε την πρόταση του (με την περίφημη φράση "έχω μικρό λαιμό", καθώς όταν είχε δώσει ο Ερρίκος εντολή να αποκεφαλίσουν τη δεύτερη γυναίκα του, Άννα Μπολέυν, φέρεται να είχε πει στο δήμιο ότι το έργο του θα ήταν εύκολο γιατί η Άννα είχε πολύ μικρό λαιμό) και αποδέχθηκε την πρόταση του Ιακώβου. 

Πράγματι, ετελέσθηκε ο γάμος στο παρεκκλήσι του κάστρου του Σατωντέν με παπά και με κουμπάρο και με κάθε επισημότητα, αλλά άνευ γαμπρού! Βλέπεις, ο Ιάκωβος παντρεύτηκε δια αντιπροσώπου. Έστειλε έναν δούκα για να σταθεί στη θέση του, να ρίξει τις υπογραφές και να κάνει τις χαιρετούρες -όχι για να μην λες ότι δεν τραβάγανε και οι Δούκες τα ζόρια τους, εκείνας τας εποχάς!

Εντέλει, στις 10 Ιουνίου, εδώ στο Crail, ο Ιάκωβος με τους αυλικούς του υποδέχθηκε το στόλο που θα του έφερνε τη σύζυγό του. Και πράγματι, αποβιβάστηκε εκείνη, καλοζωισμένη, αψηλή, με τα παρλεβού φρανσέ της και την αριστοκρατική φινέτσα της. 

Μία τελετουργική πομπή τούς οδήγησε στο γειτονικό Σεντ Άντριους, στο Αβαείο του οποίου τελέσθηκε δεύτερος γάμος -αυτή τη φορά και με το γαμπρό παρόντα. 

Αυτή η ιστορία είναι μεν συμπαθητική, αλλά δεν θα της έδινε κανείς και μεγάλη σημασία αν δεν ήξερε τα παρακάτω. Βλέπεις, η Μαρία του Γκιζ έμελλε να γεννήσει μία θρυλική κόρη, τη Μαρία Στιούαρτ, την τελευταία βασίλισσα της Σκωτίας, που αποκεφαλίστηκε από την Ελισάβετ. Αλλά της οποίας ο γιος, Ιάκωβος ο ΣΤ' θα ένωνε τα βασίλεια της Σκωτίας και της Αγγλίας.

Τα σύννεφα πυκνώνουν και πάλι πάνω από το Crail. Ήδη ένιωσα τις πρώτες σταγόνες. Κοιτάζω προς τη θάλασσα. Μήτε στόλοι, μήτε βασίλισσες διακρίνονται στον ορίζοντα. Κι όμως. Η ιστορία συνεχίζει να γράφεται με αναπάντεχους τρόπους. Κάποιες φορές, ακόμα και σε ήσυχα ψαροχώρια π'αγναντεύουνε πελάγη. Κάποιες φορές, ακόμα και ανάμεσα στις φάσεις της παλλίροιας που μοιάζουν επαναλαμβανόμενα ίδιες, αλλά ουδέποτε είναι. Πρέπει να'χει κανείς το νου του να βλέπει αλάργα, την επίγνωση να μην επαναπαύεται στις ησυχίες και κάποια προνοητικότητα να μετράει ενδεχόμενα. Μήτε που φαντάζεσαι τι μπορεί να ξεβγάλει η θάλασσα!

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Όποιος πιάνει το τιμόνι

Πριν μερικές ημέρες, βρίσκομαι σταματημένος με το αυτοκίνητο στο φανάρι κάπου στο κέντρο του Austin, περιμένοντας να ανάψει πράσινο για να φύγω. Επειδή σε αυτές τις τεράστιες αμερικανικές λεωφόρους, μπορεί να χρειαστείς σκάρτα ένα δίλεπτο-τρίλεπτο ώσπου να’ρθει και η δική σου σειρά να περάσεις, όπως καταλαβαίνεις, έπρεπε να ροκανίσω κάπως την ώρα αναμονής: ήπια λίγο νερό από το μπουκαλάκι μου, καθάρισα με ένα πανάκι τα γυαλιά ηλίου μου, άλλαξα σταθμό στο ραδιόφωνο για να λυτρωθώ από κάτι ακατάληπτα χιπ-χοπ στα οποία είχα ξεπέσει και δηλαδή αν με άφηνες λίγη ώρα ακόμα, παίζει να έλυνα και κανένα σουντόκου ή να άνοιγα φύλλο για τυρόπιτα. Ξανακοίταξα το φανάρι, παρέμενε ασυγκίνητα κόκκινο. Άρχισα να χαζεύω έξω: τα δέντρα, τους ανθρώπους που σουλατσάρανε στα απέραντα πεζοδρόμια, τα διπλανά αυτοκίνητα. Ώσπου το βλέμμα μου καρφώθηκε στο εξ αριστερών μου όχημα. Επρόκειτο για ένα ταξί, το οποίο ήταν υποδειγματικά σταματημένο στη λωρίδα του, αναμένοντας επίσης το πράσινο φανάρι και έχοντας βγάλει και φλας για να στρίψει. Όλα καλά και φυσιολογικά ως εδώ, μόνο που υπήρχε μια τοσοδούλα, ελαφρώς ανατριχιαστική λεπτομέρεια: δεν επέβαινε κανείς σε αυτό! Ούτε καν ο οδηγός. Μην είχε πεταχθεί να πάρει τσιγάρα και καφέ; Μην το΄χε ανενδοίαστα αφήσει εν τω μέσω του δρόμου παρκαρισμένο; Μην έπεσα πάνω στον “αόρατο ταξιτζή”, με τον Πάτρικ Σουέιζι και τον Ρόμπερτ ΝτεΝίρο σε ένα κινηματογραφικό αχταρμά που λίγοι θα θέλαμε να δούμε; Ενόσω με κατάτρωγαν οι προβληματισμοί, ανάβει επιτέλους το πράσινο. Και πριν προλάβω να ξεκινήσω, παρατηρώ το εν λόγω ταξί να στρίβει με μπρίο αριστερά και να συνεχίζει αμέριμνο την πορεία του. 

Ε λοιπόν, οφείλω να σε πληροφορήσω ότι εδώ στο Austin του Τέξας (όπως και σε μερικές ακόμα πόλεις των ΗΠΑ), κυκλοφορούν μήνες τώρα κάμποσα ταξί χωρίς οδηγό. Εντελώς μα εντελώς μόνα τους, αυτόνομα, “driverless” που λένε και στο χωριό μου. Βολοδέρνουνε στις λεωφόρους της πόλης αναζητώντας πελάτη, κινούνται τσαχπίνικα στα στενά, σταματάνε με περισσή ευγένεια στις διαβάσεις για να περάσουν οι πεζοί, ένα χάρμα αυτοματισμού και ρομποτικής. Και θα είμαι ειλικρινής: η αρχική μου έκπληξη μετατράπηκε συντόμως σε συγκίνηση για την τεχνολογική αυτή πρωτοπορία και με ελπίδα για το λαμπρό, μεταμοντέρνο μέλλον των μετακινήσεων -για έναν αναδυόμενο κόσμο (α) που δεν θα χρειάζεται να αποστηθίζεις τα σήματα και να περνάς τις εξετάσεις οδήγησης γιατί απλούστατα δεν θα πιάνεις εσύ ποτέ τιμόνι (που ως γνωστόν, προσοχή γιατί λερώνει), (β) που δεν θα χρειάζεται να ανησυχείς για ασυνείδητους ούγκανους και μεθυσμένους καμικάζι γιατί το λογισμικό θα είναι υποδειγματικά συνεπές προς τους κανόνες οδικής συμπεριφοράς, (γ) που δεν θα σιχτηρίζεις ώσπου να βρεις να παρκάρεις στην Κυψέλη διότι θα σε αφήνει ωραιότατα το όχημα έξω από τον προορισμό σου και ώχου που δεν σε νοιάζει αν θα πάει ίσαμε το Καματερό για να παρκάρει και (δ) που δεν θα καπνίζει στα μούτρα σου, θα επιλέγει τη βέλτιστη διαδρομή και θα σε μεταφέρει με ασφάλεια γιατί δεν θα κάνει επικίνδυνες προσπεράσεις και δεν θα γκαζώνει στο πορτοκαλοκόκκινο. Είμαστε τελοσπάντων και μίας ηλικίας, έχουμε μεγαλώσει με το ιδεώδες του Κιτ από τον Ιππότη της Ασφάλτου.

Παρότι λοιπόν σε πρώτη φάση, μου φάνηκε κάπως σκιαχτικό να διασταυρώνεσαι στο δρόμο με τέτοια άδεια οχήματα χωρίς οδηγούς, όλα μία ιδέα είναι καημένε και όλα συνηθίζονται. Και τελοσπάντων, μας έρχεσαι έχοντας την χαοτική εμπειρία των ελληνικών δρόμων και της άναρχης οδήγησης, δεν σε παίρνει να μας το παίζεις βαρύ πεπόνι.

Για να μην στα πολυλογώ, φθάνω εντέλει στον προορισμό μου, ένα ωραιότατο πάρκο δίπλα στον ποταμό Κολοράντο όπου πεζοπορούν αρκετοί άνθρωποι σε υπέροχες διαδρομές πνιγμένες στη βλάστηση. Όπως παντού στην Αμερική, έχει προβλεφθεί κι εδώ μία μεγάλη έκταση με θέσεις στάθμευσης όπου μπορείς να αφήσεις το αμάξι σου. Εκείνο το απόγευμα, ο καιρός ήταν υπέροχος και η θερμοκρασία ιδιαιτέρως ευχάριστη, οπότε φαίνεται ότι δυστυχώς πολλοί άλλοι είχαν την ίδια ιδέα με εμένα και είχαν έρθει στο πάρκο. Επί δώδεκα συναπτά λεπτά στριφογύριζα το υπαίθριο  πάρκινγκ, αλλά θέση ούτε για δείγμα. Απεγνωσμένος, ακολουθούσα μουλωχτά διάφορους πεζούς μπας και κατευθύνονταν στο αμάξι τους για να ξεπαρκάρουν, αλλά μάταια: ένας πήγαινε να πάρει κάτι από το πορτ μπαγκάζ του, μία άλλη φαίνεται ότι είχε ξεχάσει το κινητό της και είχε απλώς γυρίσει για να το πάρει. Ψημένος στα δύσκολα από την ελληνική εμπειρία, στάθηκα πονηρά με το αμάξι σε μία γωνία για να εποπτεύω δεξιά κι αριστερά και καραδοκούσα για να σταμπάρω τον πρώτο που τυχόν θα έφευγε. Κάποια στιγμή, παρατήρησα ότι στην άλλη άκρη, ένας μπαμπάς με δύο κοριτσάκια κατευθύνονταν στο όχημά τους και είδα το χαρακτηριστικό αναβόσβημα των φώτων που συνοδεύει την απενεργοποίηση του συναγερμού. Εύρηκα! Χαμογέλασα με αυτοπεποίθηση! Γεμάτος ενθουσιασμό πατάω το γκάζι μην τυχόν και μου προλάβει άλλος τη θέση. Αλλά για κακή μου τύχη, μία διερχόμενη γιαγιά ξεπροβάλει μπροστά μου και εννοείται σταματάω για να περάσει. Ακολουθεί ξωπίσω της το εγγονάκι της με ένα κόκκινο ποδηλατάκι, τσούκου τσούκου, να πατάει τα πεντάλ σε σλόου μόσιον. Και νάσου και μία παρέα από φιτ κοπελίτσες με στρωματάκια yoga που περπατάγανε αργά χωρίς να δίνουν την παραμικρή σημασία σε εμένα τον δύστυχο που περίμενα. Ήταν βασανιστικά τα δευτερόλεπτα, αλλά και τι να κάνεις; Εντέλει αδειάζει το πεδίο, ξαναγκαζώνω προς τη θέση που ήταν πλέον άδεια. Η δικαίωση της επιμονής, η επιβράβευση της ελπίδας -ναι, θα τον εκάμω τον περίπατο ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση, δίπλα στον ποταμό Κολοράντο! Μερικά όμως μέτρα πριν φθάσω, ξεπροβάλει από την άλλη μεριά ένα αυτοκίνητο. Κοιτάζω με αγωνία προς την πλευρά του οδηγού για να κάμω ένα νεύμα, να ζητήσω μία διευκόλυνση, να παρακαλέσω εν πάσει περιπτώσει για μία προτεραιότητα. Και για κακή μου τύχη, το όχημα είναι άδειο, μόνο του, αυτόνομο, “driverless” που λένε και στο χωριό μου. Προλαβαίνει να φθάσει δυοτρία δευτερόλεπτα πριν από εμένα στη θέση, βγάζει φλας, στρίβει καμαρωτό και μπουκάρει. Αφήνοντάς με να ζήσω μία μεταμοντέρνα, τεχνοφοβική συντριβή. Ξαφνικά βλέπω τη ζωή μου ως εφιαλτικό επεισόδιο του Black Mirror, με την σκούπα ρομπότ μου να στρέφεται εναντίον μου, το ChatGPT να παίρνει τη δουλειά μου, το driveless όχημά μου να πηγαίνει διακοπές χωρίς να με πάρει μαζί του. Εκεί, σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ στο Austin του Τέξας, που δεν είχε πλέον θέση για εμένα, ένιωσα παρείσακτος, απαρχειομένος, άκυρος, ματαιωμένος.


Επιστροφή στην Αθήνα. Εχθές το απόγευμα, περνάω με το αμάξι από το γαλακτοπωλείο Δημητρίου και σκέφτομαι να σταματήσω να πάρω κανένα γιαούρτι. Κανονικά, στο σημείο που βρίσκεται το εν λόγω κατάστημα, Σικίνου και Λέλας Καραγιάννη γωνία, σιμά στη Φωκίωνος Νέγρη, δεν τολμάς να διανοηθείς καν την εξεύρεση πάρκινγκ, γιατί είναι πιο πιθανό να σου πέσει το τζόκερ ή να σου δώσουν τιμητικά το Όσκαρ Κινουμένων Σχεδίων. Αλλά επειδή μου αρέσει το άτιμο το γιαουρτάκι, λέω ας κάνω δύο γύρους μπας και συμβεί τίποτις ανέλπιστο. Με το που παίρνω την πρώτη στροφή, ρίγη συγκίνησης: μία ωραιότατη θέση, ελάχιστα στριμωγμένη ανάμεσα σε έναν κάδο σκουπιδιών και ένα βανάκι. Βγάζω τα αλάρμ, κάνω μερικά μέτρα μπροστά για να μπω με την όπισθεν και πριν το πολυκαταλάβω, τρυπώνει στη θέση ένας αναίσχυντος νεαρός με ένα smart που ερχόταν από πίσω. Τον κοιτάζω από τον καθρέπτη, του κουρνάρω εξοργισμένος, δεν μου δίνει την παραμικρή σημασία και συνεχίζει τα μπροσπίσω για να ισιώσει το όχημα, μιλώντας μάλιστα στο κινητό του. Σαν να μην μου έφτανε ο εκνευρισμός μου, πλακώνουν άλλα πεντέξι οχήματα από πίσω και μου κορνάρουν δαιμονισμένα για να ξεκινήσω. Αποχωρώ ηττημένος για δεύτερη φορά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και δη χωρίς το γιαουρτάκι μου. Μόνο που τώρα αιτία δεν ήταν ένα κενό τιμόνι, ένας ρομποτικός αυτόματος πιλότος χωρίς πρόσωπο και ταυτότητα, αλλά ένας πολύ συγκεκριμένος αλητάμπουρας -διότι μην χάσουμε βρε αδελφέ, την ανθρώπινη επαφή με όλες τις τεχνολογίες που μας έχουνε ζώσει! Βεβαίως και να μην τη χάσουμε: έχω ρίξει έκτοτε κάτι καντήλια στον αναιδέστατο τύπο, εντελώς ανθρωποκεντρικά. Και έχω ειλικρινώς πεθυμήσει εκείνα τα εντελώς μόνα τους οχήματα, τα αυτόνομα, τα “driverless” που λένε και στο χωριό μου. Διότι τελοσπάντων έχουνε και το ελαφρυντικό του λογισμικού τους. 

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

Το Δουργούτι


Η Αθήνα είναι όπως τη συνηθίσεις. Αν μένεις στη μία της πλευρά -ας πούμε σε ένα Μαρούσι, ένα Χαλάνδρι, μία Λυκόβρυση βρε αδελφέ- αγνοείς την άλλη: το Περιστέρι, το Χαϊδάρι, το Αιγάλεω. Υπάρχουν γειτονιές που ακόμα κι αν τις έχεις διασχίσει για να φθάσεις στον όποιον προορισμό σου, παραμένουν ανοίκειες και ακατάληπτες. Έτσι είναι οι μεγαλουπόλεις, θα πεις. Αλήθεια, έτσι είναι.


Μέσα σε αυτόν τον αχταρμά από καθημερινότητες, υπάρχουν λοιπόν και κάποιες γειτονιές που μοιάζουν θαμμένες κάτω από το χαλί. Κι ας βρίσκονται σε κεντρικά σημεία, αόρατες μοιάζουν να είναι στους περσσότερους -μοναχά υπάρχουν γι'αυτούς που τις έχουν κατοικήσει. 


Μια τέτοια είναι το Δουργούτι. Στον Νέο Κόσμο, μια ανάσα από τη Συγγρού. 


Όσο πίσω κι αν το αναζητήσεις, σακατεμένο ήταν το δύστυχο. Ως τη δεκαετία του 60, μόνο παράγκες έβρισκες εδώ και λασπουριά. Το νεορεαλισμό κείνης της εποχής έχει καταγράψει ο Κούνδουρος στην ταινία "Μαγική Πόλις". Με Φούντα, Βέγγο και Κατράκη. Και μουσική του Χατζιδάκι. Στην ταινία εκείνη ακουγόταν το υπέροχο τραγούδι "Μια Πόλη Μαγική" -στους τίτλους, με τη θεσπέσια φωνή της Ζωής Μάγγου. Να το ιδείς, αν δεν το έχεις δει. Παραμένει διδακτικό.


Το 1965, ο Παπανδρέου -ο Γέρος ντε- έδωσε το περίφημο σύνθημα "κάτω η παράγκα" και εθεμελίωσε νέο οικισμό με την υπόσχεση να παραδώσει στους κατοίκους χίλια τόσα νεόδμητα διαμερίσματα. Με παροχή νερού και δίκτυο αποχέτευσης, παρακαλώ. Και με μεγάλους κοινόχρηστους χώρους. Και με αίθρια ανάμεσα στα μπλοκς των πολυκατοικιών να μπαίνει ο ήλιος και να χαϊδεύει παρτέρια με πρασινάδες. 


Για κάποια χρόνια, έδειχνε το πράμα να αλλάζει. Βελτιώθηκε σημαντικά το επίπεδο διαβίωσης -έβλεπες παιδιά να παίζουν στις παιδικές χαρές και τα πάρκα, ηλικιωμένους να κάθονται στα παγκάκια και τα περβάζια, έβλεπες γλάστρες με βασιλικό και μύριζες σπιτικό φαγί από τ'ανοιχτά παράθυρα. Οι άνθρωποι δοκίμασαν λίγο τ'όνειρο. Στήσανε ζωές πιο μπόσικες, κλειδώσανε το χθες τους στη ντουλάπα.


Κι ύστερα άρχισε τ'όνειρο να χάσκει διαψεύσεις. Οι πολυκατοικίες πάλιωσαν, τα παρτέρια χορτάριασαν, τα ντουβάρια ξεφτίσανε, η ανθρωπογεωγραφία της γειτονιάς άλλαξε. Έπεσε από πάνω και η κρίση ωσάν οδοστρωτήρας. Και επανέκαμψε δριμύτερη η ξυπολησιά και η φτώχεια να κατοικήσουν πάλι ετούτη τη γειτονιά -μετανάστες, μικροσυνταξιούχοι, απόκληροι. Τα κτήρια και οι δρόμοι θυμόντουσαν καλά την υπόθεση: ξαναπαιζόταν ίδιο έργο με άλλη διανομή. 


Το Δουργούτι σου διηγείται μία παραβολή για ετούτη τη χώρα. Που ξεκίνησε μέσα από τις λάσπες και τη φτώχεια. Που διαμορφώθηκε μέσα από τη μετανάστευση. Που πίστεψε σε ένα αύριο αλλιώτικο. Που θέλησε να υπερβεί την παράγκα της. Και ν' αποκτήσει φως και νερό και τηλέφωνο. Και που διάολε, τ'απόκτησε, μην είμαστε κι αχάριστοι.


Ναι, η χώρα κοίταξε πράγματι με πόθο την ευμάρεια και λαχτάρησε να λαδώσει τ'αντεράκι της με κάτι παραπάνω από τις πατάτες μπλουμ και τη φασολάδα. Είναι τόσο κακό αυτό; Μπορείς να της το προσάψεις ως ελάττωμα; 


Μπορεί ενίοτε στη διαδρομή να πλανεύτηκε από τα μεγάλα τα λόγια, τις επαναστατικές υποσχέσεις ή τις καθησυχαστικές ευκολίες. Πράγματι, σε κάμποσες πλάνες αφέθηκε! Αλλά ξέρεις, καμιά φορά, τείνω κι εγώ να γίνομαι πολύ σκληρός μαζί της. Με το πόσο επιπόλαιη και απερίσκεπτη αποδεικνύεται στις επιλογές της. Τη μέμφομαι για τις λογής λογής κατάντιες της. Κατάντιες μας.


Και τείνω να ξεχνώ, κάτι που να, μου υπενθυμίζει το Δουργούτι όταν το περπατώ: το από που ξεκίνησε! Πώς ήταν πριν εξήντα και εβδομήντα και ογδόντα χρόνια. Δεν είναι ξένες προς ετούτη την πατρίδα, μήτε η φτώχεια, μήτε η εξαθλίωση. Όπως δεν είναι ξένες προς ετούτη την πατρίδα, η τρυφερότητα και το νιάξιμο. Που στις δύσκολες στιγμές, λειτουργούν παρηγορητικά. Ακόμα κι εδώ. Σε αυτήν την ταλαιπωρημένη γειτονιά. Μέσα στο θλιμμένο της τοπίο.


Αχ, δεν βαριέσαι, καημένε! Στο είπα εξαρχής ότι υπάρχουν γειτονιές αόρατες. Δεν γίνονται αντιληπτές με τις αισθήσεις σου. Είναι πιθανό να τις προσπερνάς χωρίς να αποδίδεις καμία σημασία. Αλλά ένα περίεργο πράγμα: έχεις τη δυνατότητα αν το θελήσεις, να τις περπατήσεις μέσα σου. Γιατί κι αυτές, κομμάτι σου είναι. Κι εσύ, ως γέννημά τους πορεύεσαι. Κάποιες φορές, εξίσου αόρατος. 

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

My sweet Vivian darling

Κατά τη συνήθη τακτική μου, έφθασα στο αεροδρόμιο για την πτήση μου αρκετά ενωρίτερα. Εντάξει, υπερβολικά ενωρίτερα. Προς υπεράσπισή μου, (α) είχα να παραδώσω βαλίτσα, (β) φοβόμουν το ενδεχόμενο μεγάλης αναμονής στον έλεγχο διαβατηρίων και τελοσπάντων (γ) σκέφτηκα ότι πολλά μπορεί να πάνε στραβά στο αχανές αεροδρόμιο της Ατλάντα -δεδομένου ότι είναι άλλωστε το μεγαλύτερο του κόσμου σε επιβατική κίνηση. 

Παραδόξως όλα κύλησαν εξαιρετικά γρήγορα και αφού τελείωσα με τους ελέγχους και έριξα μία σύντομη ματιά στα μαγαζιά για να επιβεβαιώσω ότι οι Τομπλερόνε είναι στη θέση τους και οι κολώνιες παραμένουν ακριβές, κατευθύνθηκα στην πύλη αναχώρησης με σκοπό να περάσω τις δύο ώρες που απέμεναν, παρέα με τα διαβάσματά μου και κανένα podcast. 

Μερικά λεπτά αργότερα και ενώ είχα ήδη χαθεί στο βιβλίο μου (το “Algospeak” του Adam Aleksic, μία ενδιαφέρουσα μελέτη για την επίδραση που ασκούν τα social media στη γλώσσα), μία καλοβαλμένη κυρία γύρω στα 70, ήρθε και κάθησε απέναντι μου. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν στιγμιαία και ανταλλάξαμε ένα ευγενικό χαμόγελο, από εκείνα τα καθησυχαστικά χαμόγελα της αστικής ευγένειας που πολύ εκτιμώ. Στη φευγαλέα εκείνη επαφή, μου φάνηκε ευχάριστα συμπαθητική. Θα έλεγα και κάπως αριστοκρατική. Λεπτοκαμωμένη, με περιποιημένα ξανθά μαλλιά, λαμπερό πρόσωπο, λευκό δέρμα, κομψό και φροντισμένο ντύσιμο. Αν έπρεπε να μαντέψω εισοδηματικό επίπεδο, φαντάζομαι θα την κατέτασσα στο middle upper class -ναι, έχω κι αυτό το κακό συνήθειο να κατατάσσω ακόμα και συγκυριακές γνωριμίες, βάσει διαφόρων ταξινομήσεων που έχω στο κεφάλι μου.

Καθώς περνούσε η ώρα, ο κόσμος άρχισε να πυκνώνει. Τριγύρω μου ήρθαν και έκατσαν καναδυό  οικογένειες Αμερικανών και μία παρέα με μαύρες κοπέλες που χαχάνιζαν δυνατά καθώς χάζευαν βιντεάκια στο κινητό τους. Παρά τη 11ωρη πτήση που μας περίμενε, η διάθεση ήταν αλέγκρα, καθώς ήταν προφανές ότι οι περισσότεροι έρχονταν στην Ελλάδα για διακοπές. Ναι, ο συνδυασμός της Ακρόπολης, της Σαντορίνης, της παραλίας και του πιτόγυρου δημιουργεί μία μεθυστική αίσθηση προσμονής στους ξένους επισκέπτες μας.

Λίγα λεπτά πριν την επιβίβαση, το βλέμμα μου έπεσε και πάλι στην κυρία με την οποία είχα χαιρετιστεί πριν. Διάβαζε με προσήλωση έναν οδηγό της Αθήνας και σημείωνε με το στύλο της. Είχε μία έκφραση ευχαρίστησης. Σκέφτηκα πόσο χαρούμενος είμαι κι εγώ κάθε φορά που ετοιμάζομαι να ανακαλύψω έναν νέο προορισμό και μοιράστηκα για λίγο τη χαρά της. Τυπική και συνεπής, με το που έγινε η αναγγελία επιβίβασης, έχωσε μεμιάς τον οδηγό στην τσάντα της, τοποθέτησε τα γυαλιά της στη θήκη τους και στάθηκε διακριτικά στην ουρά, βαστώντας το διαβατήριο της για να μπει στο αεροσκάφος. 

Όσο ψύχραιμα κι αν αντιμετωπίζεις τις υπερατλαντικές πτήσεις, η αλήθεια είναι ότι παραμένουν αδυσώπητα κουραστικές. Ξεκινάς με τις καλύτερες προθέσεις, έχοντας οπλιστεί με υπομονή και έχοντας φορτώσει κάμποσα βιβλία και ταινίες στο ταμπλετ σου για να αντέξεις, αλλά κάπου στη μέση του ταξιδιού, σε πιάνει η απελπισία και νιώθεις ότι έχεις βρεθεί σε κάποια τρύπα του χωροχρόνου στην οποία τα λεπτά κυλούν με βασανιστική βραδύτητα.

Παρότι η Ατλάντα βρίσκεται αρκετά νότια στις ΗΠΑ, τα αεροπλάνα προς την Αθήνα ακολουθούν μία διαδρομή που εκ πρώτης σου φαίνεται παράδοξη. Πηγαίνουν βόρεια, πετούν πάνω από τις ανατολικές επαρχίες του Καναδά, εξέρχονται στον Ατλαντικό λίγο πιο νότια από τη Γροιλανδία και αφού περάσουν την Ισλανδία και τις βρετανικές νήσους, πιάνουν την ηπειρωτική Ευρώπη με κατεύθυνση νοτιοανατολικά προς τα Βαλκάνια. Λόγω της καμπυλότητας της γης, η διαδρομή αυτή είναι συντομότερη.

Είχαν περάσει ήδη οι πρώτες διόμιση ώρες και έχοντας αφήσει ξωπίσω μας την Νέα Υόρκη και τη Μασαχουσέτη, πιάσαμε το Μέιν και κατευθυνόμασταν προς τον Καναδά. Ο ουρανός ντύθηκε στα μαβί και άρχισε να σκοτεινιάζει, καθώς έπεφτε το δείλι. Οι αεροσυνοδοί μάς σέρβιραν το βραδινό γεύμα με σκοπό να κλείσουν ακολούθως τα φώτα ώστε να κοιμηθούν όσοι το επιθυμούσαν. Ω ναι, τους φθονώ εκείνους που καταφέρνουν να κερδίζουν έναν βαθύ ύπνο κατά τη διάρκεια τέτοιων πτήσεων -όσο κι αν το έχω προσπαθήσει τόσες φορές, ουδέποτε τα έχω καταφέρει. Και έχω αναγκαστικά συμφιλιωθεί με αυτή την αδυναμία μου. 

Είχα αρχίσει να παρακολουθώ στο τάμπλετ ένα ντοκιμαντέρ για την εκκένωση της Σαϊγκόν από τους Αμερικανούς στο τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ, όταν αντιλήφθηκα έντονη κινητικότητα στο διάδρομο. Άκουσα ότι κάποια κυρία ένιωσε έντονο πονοκέφαλο και μια αρκετά ανήσυχη αεροσυνοδός έσπευσε να της φέρει λίγο νερό και κανένα παυσίπονο. Υψώνοντας για λίγο το βλέμμα μου, συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για εκείνη την κυρία που μου είχε χαμογελάσει στο αεροδρόμιο. Την είδα να επιχειρεί να σηκωθεί μήπως συνέλθει, αλλά το πρώτο βήμα της ήταν εξαιρετικά αδύναμο, έχασε εντελώς την ισορροπία της και παραλίγο να σωριαστεί. Ευτυχώς η αεροσυνοδός που της έφερνε το νερό, επέδειξε γρήγορα αντανακλαστικά, έτρεξε και την κράτησε για να μην πέσει και της συνέστησε να καθίσει και πάλι στην καρέκλα της. Η κυρία υπάκουσε στωικά. Συνέχισα να παρακολουθώ το ντοκιμαντέρ μου, με τους Βιετκόνγκ να προελαύνουν στη Σαϊγκόν. 

Το αεροπλάνο πέταγε εδώ και ώρα πάνω από τις ανατολικές ακτές του Καναδά, όταν τα φώτα ξαφνικά άναψαν και από το μικρόφωνο η αεροσυνοδός μάς ενημέρωσε ότι προέκυψε ζήτημα υγείας με κάποια επιβάτη, ζητώντας από γιατρούς που τυχόν υπήρχαν ανάμεσά μας να προστρέξουν άμεσα σε βοήθεια. Επτά άνθρωποι, πέντε άντρες και δυο γυναίκες, σηκώθηκαν από τη θέση τους ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα -ορίστε και ένα καλό με τα θηριώδη αεροπλάνα που εκτελούν υπερατλαντικές πτήσεις: λόγω του πλήθους των επιβατών, είναι πολλές οι πιθανότητες να ταξιδεύει και κάποιος γιατρός. 

Μετά από σύντομη συνεννόηση μεταξύ τους, οι δυο εξ αυτών που κρίθηκε ότι είναι πιο σχετικοί εξέτασαν την κυρία με ό,τι μέσα διέθεταν και με τους υπόλοιπους να στέκουν λίγο πιο πίσω στο διάδρομο για συμπληρωματικές γνώμες. Ένα ιατρικό συμβούλιο εξελισσόταν μερικές χιλιάδες πόδια πάνω από το έδαφος και με όλους μας να περιμένουμε σιωπηλοί τη διάγνωση.

Η κυρία -που σημειωτέον ταξίδευε μόνη- είχε πάθει οξύ εγκεφαλικό. Οι γιατροί την τοποθέτησαν ανάσκελα με το κεφάλι και τους ώμους ελαφρώς ανασηκωμένα. Η αεροσυνοδός τη βοήθησε να χαλαρώσει τη ζώνη της και κατ’εντολή των γιατρών έφυγε τρέχοντας για να φέρει μια φιάλη οξυγόνο. Τα επόμενα λεπτά ήταν αγωνιώδη: ο ένας γιατρός που είχε πέσει πάνω της, της μιλούσε ακατάπαυστα θέτοντας ερωτήσεις («What’s your name again?”, “Is it Vivian?” “Can you please remind me our exact day, Vivian?”, “Where do you live, Vivian?” κ.λπ.) και ο άλλος της τοποθετούσε το οξυγόνο, ενώ η αεροσυνοδός της κράταγε το χέρι. Όσο πέρναγε η ώρα, τόσο πιο ανήσυχοι φαίνονταν όλοι τους. Οι δύο που ήταν πιο κοντά της, αντάλλαξαν μερικές ματιές και έγνεψαν στους υπόλοιπους που έστεκαν στο διάδρομο ότι τα πράγματα είναι δύσκολα. Άκουσα τον έναν να λέει στεναχωρημένος ότι η γυναίκα έχει-δεν έχει κάνα δίωρο ακόμα πριν να είναι εγκεφαλικά νεκρή. Η αεροσυνοδός έφυγε τρέχοντας προς το πιλοτήριο. 

Μερικές στιγμές αργότερα ακούστηκε μια αντρική φωνή στο μικροφωνο. Ήταν ο πιλότος. “Κυρίες και κύριοι, λόγω της σοβαρότητας του περιστατικού, θα πρέπει βάσει του πρωτοκόλλου να προσγειωθούμε άμεσα. Επειδή δεν υπάρχει περιθώριο χρόνου να επιστρέψουμε προς τις ΗΠΑ, αλλά ούτε και μπορούμε να περάσουμε τον Ατλαντικό γιατί ο χρόνος μας πιέζει αφάνταστα, θα επιχειρήσουμε αναγκαστική προσγείωση στην μόνη επιλογή που διαθέτουμε αυτή τη δύσκολη ώρα: στο τελευταίο αεροδρόμιο του Καναδά πριν τη Γροιλανδία, στο νησί St. John’s.» 

Προφανώς συναισθανόμενοι την κρισιμότητα των στιγμών, μουδιασμένοι και ανήσυχοι, ανασκουμπωθήκαμε άπαντες στις θέσεις μας και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την προσγείωση. Το St John’s είναι ένα αραιοκατοικημένο νησί κοντά στον αρκτικό κύκλο και διαθέτει αεροδρομιο με μικρό αεροδιάδρομο καθώς δεν εξυπηρετεί διεθνείς πτήσεις. Επομένως ναι, η προσγείωση θα ήταν μια πρόκληση για τον πιλότο. 

Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ο ουρανός είχε κάτι το μεταφυσικό: σκορπισμένα νησάκια στις ερεβώδεις παλέτες του μωβ. Σαν να έβλεπες σκηνές από το Λυκόφως των Θεών. Σαν να άκουγες συμφωνικό έργο του Βάγκνερ. 

Μια νέα ανακοίνωση μας επισήμανε να δέσουμε τις ζώνες μας και μας υπενθύμισε τα μέτρα ασφαλείας (μάσκες οξυγόνου, σωσίβια, οδηγίες για τυχόν εκκένωση του αεροσκάφους).

Οι γιατροί είχαν επιστρέψει στις θέσεις τους. Εκτός από έναν. Είχε αναλάβει να μείνει δίπλα στην Vivian, καθισμένος κάτω στο διάδρομο ανάμεσα στις θέσεις για να την παρακολουθεί. Και δίπλα του, επίσης κουλουριασμένη στο διάδρομο η αεροσυνοδός που τους κρατούσε και τους δυο. 

Ξέρεις, υπάρχουν στιγμες στη ζωή που υψώνονται μπροστά σου ως μνημεία ανθρωπισμού. Ως ηχηρές αποδείξεις ενός ψυχικού και συναισθηματικού μεγαλείου που αντιστέκεται στα αμέτρητα πάθη και τις μικρότητες μας. Στις εγωιστικές μας κορώνες, τις τοξικές μας επιθέσεις, τις φανατικές μας αμετροέπειες. Να, μια τέτοια σκηνή έβλεπα μπροστά μου. Τη Vivian στην κρίσιμη μάχη για τη ζωή, τον γιατρό και την αεροσυνοδό στην πιο ηχηρή απόδειξη ενός γνήσιου αλτρουισμού που υπερβαίνει το απλό επαγγελματικό καθήκον. Να, και τέτοιοι μπορούμε να είμαστε: πελώριοι, σημαντικοί, γενναίοι.

Το αεροπλάνο είχε φθάσει μερικές δεκάδες μέτρα από το έδαφος. Τα φωτάκια του αεροδιάδρομου εμφανίστηκαν από κάτω και ο πιλότος έκανε μια απότομη βουτιά. Κρατήσαμε όλοι την ανάσα μας. Γαντζώθηκα στα μπράτσα της καρέκλας. Οι πίσω ρόδες πάτησαν το έδαφος και το αεροσκάφος τραντάχτηκε. Ευθείς αμέσως ο πιλότος άρχισε να φρενάρει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τα γόνατα όλων μας έκαναν αντίσταση στις μπροστινές καρέκλες, ενώ κρατάγαμε την αναπνοή μας. Εντέλει μετά από μερικά αγωνιώδη δευτερόλεπτα, καταφέραμε να ακινητοποιηθούμε. Μερικοί από τους ελάχιστους Έλληνες που επέβαιναν στην πτήση, έκαναν το σταυρό τους. 

Ο γιατρός και η αεροσυνοδός σηκώθηκαν και πάλι όρθιοι, δίπλα στη Vivian. Έξω από το παράθυρο, είδα παρατεταγμένα τα ασθενοφόρα και τα πυροσβεστικά οχήματα που μας περίμεναν -προφανώς τα δεύτερα, για να επέμβουν σε περίπτωση που δεν τα καταφέρναμε στην προσγείωση. Μερικές στιγμές αργότερα, μία ομάδα Καναδών γιατρών και διασωστών μπήκε στο αεροπλάνο. Τοποθέτησαν τη Vivian σε φορείο. Η αεροσυνοδός εντόπισε και τους έδωσε μαζί την τσάντα της -σκέφτηκα ότι εκεί μέσα βρισκόταν η θήκη με τα γυαλιά της και εκείνος ο οδηγός για την Αθήνα. Με τα σημειωμένα αξιοθέατα.

Μείναμε εκεί, καθηλωμένοι, εντός του αεροσκάφους επ’αόριστον. Πρώτον, διότι είχαμε βρεθεί σε μία τρίτη χώρα και δεν μπορούσαμε να αποβιβαστούμε. Και δεύτερον, διότι λόγω της βίαιης προσγείωσης και της τεράστιας τριβής, είχαν υπερθερμανθεί τα φρένα και οι ρόδες. Παρότι η εξωτερική θερμοκρασία ήταν αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν, χρειάστηκε εν τω μέσω της νυκτός, να επιστρατευθεί ειδικό μηχάνημα για να ψύξει τους τροχούς. Μετά από τέσσερις ώρες αναμονής και κάμποσες καθησυχαστικές ανακοινώσεις, ο πιλότος μας έδωσε εντολή να δέσουμε και πάλι τις ζώνες μας και να ετοιμαστούμε για μία εξίσου απότομη απογείωση. Χωρίς τη Vivian.

Πράγματι, το αεροσκάφος πήρε απότομη φόρα και επιχείρησε μία σχεδόν κάθετη άνοδο προς τα ψηλά. Σύντομα βρισκόμασταν και πάλι στον αέρα, με τον σκοτεινό Ατλαντικό να απλώνεται ως αίσθηση και ως σκιά από κάτω μας. Ως μια τεράστια σιωπηλή απεραντοσύνη του πουθενά και του κανένα.

Οι ώρες ως την Αθήνα κύλησαν ακόμα πιο αργά από ό,τι θα περίμενα. Θέλεις η συσσωρευμένη ένταση; Θέλεις οι κάμποσες αναταράξεις και τα συνεχή κενά που μας τράνταζαν για το υπόλοιπο της βραδιάς; Ήταν μία δύσκολη πτήση ως το τέλος της.  

Έφθασα σπίτι νωρίς το πρωί. Σχεδόν τριάντα ώρες ξάγρυπνος. Άνοιξα τις μπαλκονόπορτες, έβαλα την τηλεόραση να παίζει. Δύο πολιτικοί μάλωναν για το πρόβλημα της ακρίβειας. Έφτιαξα έναν καφέ, αποφασισμένος να παλέψω τη νύστα για να προκάμω κάπως με το jet lag. Σωριάστηκα στον καναπέ κι άρχισα να αλλάζω τα κανάλια με το τηλεκοντρόλ. Δεν είχε τίποτα να δω. Ο νους μου πήγε στη Vivian. Να είναι αραγές ζωντανή; Τη σκέφτηκα να ξυπνάει σε έναν άγνωστο θάλαμο νοσοκομείου στο νησί St John’s του Καναδά. Κοντά στον αρκτικό κύκλο. Ευχήθηκα να είναι ζωντανή. Και την ευχαρίστησα θερμά. Που μου επιβεβαίωσε. 

Την πολύτιμη σημασία εκείνου του χαμόγελου που ανταλλάξαμε.