Θέλεις το κρύο, θέλεις που είπα να κόψω το σερί μολδαβικής κουζίνας, αποφάσισα να φάω κι εγώ μία πίτσα. Βρέθηκα λοιπόν σε μία από τις πλέον αγαπημένες μου γειτονιές του Κισινάου, σε ωραιότατο ιταλικό εστιατόριο υπό την ονομασία Little Napoli. Επειδή μάλιστα δύσκολα βρίσκεις εκεί τραπέζι χωρίς κράτηση, είχα κάμει τα κουμάντα μου από την προηγούμενη μέρα για να'μαστε σίγουροι.
Το εστιατόριο στεγάζεται σε ένα υπέροχο παλιό σπίτι με ωραιότατες φλοράλ ταπετσαρίες στους τοίχους, μαντεμένια σώματα καλοριφέρ, ξύλινα πατώματα που τρίζουν σε κάθε σου βήμα.
Αν προσθέσεις τη ρετρό διακόσμηση και την απαλή μουσική, νομίζω περιμένεις να δεις την Αμελί να κάθεται στο διπλανό τραπέζι.
Ο κατάλογος που μου έφερε μία ευγενέστατη νεαρά, διαπίστωσα ότι διαθέτει αποκλειστικά πίτσες και κρασιά -μήτε σαλάτες, μήτε άλλα ορεκτικά, μήτε ζυμαρικά- επομένως διαμόρφωσα αναλόγως την παραγγελία μου: μία Parmigiana di Melanzane με σάλτσα ντομάτας, μοτσαρέλα και ψητές φέτες μελιτζάνας και μία κλασική ναπολιτάνικη Margherita με φύλλα βασιλικού. Οι οποίες κατέφθασαν μοσχοβολιστές και αχνιστές, μερικά λεπτά αργότερα!
Δεν ξέρω αν επηρεάστηκα από τη vintage αισθητική του μέρους και από την ιδιαιτέρως ευχάριστη ατμόσφαιρά του, αλλά νομίζω ότι ήσαν από τις καλύτερες πίτσες που έχω φάει στη ζωή μου. Φρέσκα υλικά, νοστιμότατη σάλτσα και μία θεσπέσια ζύμη που ήταν λεπτή και αφράτη στη μέση, τραγανή και καλοψημένη στις άκρες.
Χορτασμένος και φχαριστημένος, έβαλα το παλτό μου και κατευθύνθηκα προς την πόρτα, όπου διασταυρώθηκα με έναν τύπο με ποδιά και λευκό καπέλο που προφανώς ήταν ο σεφ. Μου χαμογέλασε, του χαμογέλασα. Και επειδή είμαι γαλαντόμος σε κάτι τέτοια, δεν κρατήθηκα και του είπα ότι οι πίτσες του είναι εκπληκτικές. Για να το παίξω μάλιστα κάπως χαριτωμένος, τον ρώτησα να μου πει το μυστικό για αυτή την υπέροχη ζύμη. Με κοίταξε συνομωτικά και μου ψιθύρισε "Αν σας το αποκαλύψω, θα πρέπει να σας προσλάβω στην κουζίνα!"
Ε να μην σου τα πολυλογώ, έχω πλέον βάρδια Τρίτες και Πέμπτες.
Αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί, ο Άγιος Νικόλαος Λασιθίου δεν διαθέτει σπουδαία αξιοθέατα, μήτε ιδιαιτέρως όμορφα κτήρια. Ένας μικρός οικισμός είναι -μην βλέπεις που μεγαλοπιάνεται τα καλοκαίρια λόγω της γειτνίασής του με τα πολυτελή resorts της Ελούντας, τα ακριβά γιοτς που προσεγγίζουν τις ακτές του και τους κάμποσους τουρίστες που απολαμβάνουν τις θαυμάσιες παραλίες και το φρέσκο ψαράκι τους στις ταβέρνες.
Κεντρικό σημείο αναφοράς του είναι η μικρή λιμνοθάλασσα Βουλισμένη, στα νερά της οποίας υποτίθεται ότι λούζονταν η Αθηνά και η Άρτεμη και στον πυθμένα της οποίας θα βρεις πολεμικό υλικό που καταβύθισαν οι Γερμανοί λίγο πριν εγκαταλείψουν την Κρήτη στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα, αποτελεί καταφύγιο για τις μικρές βάρκες που δεμένες στους κάβους, κουνιούνται γουργουρίζοντας στα ήσυχα νερά.
Είναι πιο κουβαρντάς ο χρόνος σε τέτοια μικρά μέρη, κυλάει αλλιώτικα -την απολαμβάνεις την αίσθησή τους, την εκτιμάς την ηρεμία τους. Υπάρχει όμως κι ένα στοιχείο που έκαμε ανέκαθεν τον Άγιο Νικόλαο Λασιθίου λιγάκι πιο οικείο σε εμένα, λιγάκι πιο δικό μου: το γεγονός ότι είμαστε συνονόματοι.
Ίσως να το βρίσκεις κάπως αφελές. Ίσως να πρόκειται για μια δική μου ιδιορρυθμία που δεν συμμερίζονται άλλοι άνθρωποι -δεν ξέρω ας πούμε αν αισθάνεται παρόμοια οικειότητα ο Λεωνίδας στο Λεωνίδιο, η Ιωάννα στα Γιάννενα, η Κατερίνα στην Κατερίνη, ο Αλέξανδρος στην Αλεξάνδρεια, ο Κώστας στην Πόλη ή ο Μπομπ στα Μαστοροχώρια. Ε, πώς να το κάμουμε, έχει το γούστο του να περπατάς σε ένα μέρος που ακούει -έστω περίπου- στο ίδιο όνομα που γράφει και η δική σου η ταυτότητα.
Θα μου πεις, μα έχει τόση σημασία ένα όνομα; Μία λέξη είναι που σε προαναγγέλλει στον κόσμο, ένας τρόπος να σε αποκαλούμε για να αποφύγουμε το "ψιτ" (αν είσαι αγοραίος τύπος), το "αδελφέ" (αν είσαι της οικειότητας), το "σύντροφε" (αν είσαι κουκουές) ή το "bro" (αν είσαι τίποτις GenZ μη-χειρότερα). Ε, πώς να το κάμουμε; Μία σημασία την έχει το όνομα! Ακόμα και το δικό μου που είναι αρκετά πολυφορεμένο και θα το έλεγες απλό.
Κάποιες φορές αναρωτιέμαι αν θα ήμουν διαφορετικός άνθρωπος αν με είχαν ονομάσει αλλιώς: αν είχα ας πούμε ένα πολυσύλλαβο, αρχαιοπρεπές και πιο επιβλητικό όνομα: αν ήμουν ένας Αριστείδης, ένας Επαμεινώνδας, ένας Βελλερεφόντης. Όταν ήμουν μικρός, ομολογώ πως δεν είχα σε μεγάλη υπόληψη το όνομά μου. Όσο περνούν όμως τα χρόνια, τόσο δένεται πάνω μου και τόσο περισσότερο το αντιλαμβάνομαι ως συστατικό μου στοιχείο -νομίζω δεν μπορώ πλέον να με φανταστώ αλλιώς. Το'χω άλλωστε συμπληρώσει σε τόσες αιτήσεις, το'χω χρησιμοποιήσει σε τόσες συναλλαγές και το'χω κοτσάρει σε τόσα βλακώδη subscriptions στο ίντερνετ που αυτό είναι και δεν αλλάζει, όσο κι αν επιμένεις.
Αν ρωτάγαμε έναν κοινωνιολόγο, μάλλον θα ανάτρεχε στη θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας και θα μας έλεγε ότι τα ονόματα συνδέουν τον άνθρωπο με οικογένειες, κοινότητες και γενιές, ενισχύοντας την αίσθηση της συμμετοχής σε ευρύτερα κοινωνικά σύνολα. Αν ρωτάγαμε έναν ανθρωπολόγο, το πιο πιθανό είναι να μας επισήμαινε ότι τα ονόματα λειτουργούν ως αφηγηματικά πλαίσια, μεταφέροντας μύθους, ιστορίες και πολιτισμικές παραδόσεις που διαμορφώνουν τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας και το περιβάλλον μας. Αν ρωτάγαμε έναν γλωσσολόγο, θα επισήμαινε πως οι ήχοι δεν είναι καθόλου αθώοι, αλλά προκαλούν ασυνείδητες εντυπώσεις για χαρακτηριστικά όπως η ευγένεια, η ισχύς ή το κοινωνικό στάτους. Αν ρωτάγαμε έναν marketer, θα μας έλεγε ότι το όνομα αποτελεί στοιχείο της προσωπικής μας επωνυμίας και θα μας σύστηνε να σιάξουμε κι ένα λογότυπο, να υιοθετήσουμε και ένα jingle και να πορευθούμε ως influencer μπας και βγάλουμε κάνα φράγκο κάνοντας unboxing αρωματικά κεράκια και κρέμες προσώπου. Αν ρωτάγαμε τέλος έναν ψυχολόγο, υποθέτω θα μας έλεγε ότι οι προσδοκίες που συνοδεύουν ένα όνομα μπορούν να επηρεάσουν την αυτοαντίληψη ή ακόμα και τη συμπεριφορά μας -καλά, μεταξύ μας, και άλλα πράγματα θα μας έλεγε ο ψυχολόγος που πάμε και τον ρωτάμε μπούρδες για τα ονόματα, αλλά τέλοσπάντων.
Ποιο είναι το συμπέρασμα; Πρώτον, ότι δεν είναι φρόνιμο να συνομιλείς με πολλούς ειδικούς ταυτόχρονα, περιορίσου σε έναν και ό,τι σου συστήσει πάρτο! Και δεύτερον, το όνομα ξεκινά πράγματι ως ταυτοτικό στοιχείο, αλλά εξελίσσεται σε βιωματικό χαρακτηριστικό που το φοράμε και μας φοράει, συνδέοντάς μας με τον κόσμο γύρω μας. Ακόμα και η ημέρα της εορτής σου, έχει το γούστο της, καθώς σου λένε όλοι χρόνια πολλά και κερνάς γλυκά και νιώθεις σπουδαίος που σε θυμούνται διάφοροι άνθρωποι.
Πράγματι, μπορεί ο Άγιος Νικόλαος εκεί στην Κρήτη να μην είναι ούτε το πιο όμορφο, ούτε το πιο συναρπαστικό μέρος αυτού του κόσμου. Μα συμπάθα-με, εγώ τον εκτιμώ ιδιαιτέρως. Όχι για τ'όνομά του, ούτε μόνο γιατί τον έχω συνδυάσει με λιακάδες και ξενοιασιές. Αλλά κυρίως, γιατί σε αυτή την μικρή του, εσωτερική υδάτινη αγκαλιά, δεν πασχίζει να χωρέσει τάνκερ ή υπερωκεάνια. Αρκείται στις ήσυχες βάρκες του. Που κι αν ξανοίγονται οι έρμες σε πελάγη, που κι αν υφίστανται και δύστροπους καιρούς, βάρκες παραμένουν -κάποτες πιο δειλές, κάποτες πιο θαρρετές, μα πάντοτε δισύλλαβες.
Μία αραιή αλλά αδιάκοπη κινητικότητα από τ'άγρια ξημερώματα μέχρις αργά το βράδυ -αυτοκίνητα που πηγαινοέρχονται και θηριώδη φορτηγά που σέρνουν το βαρύ τους εκτόπισμα πάνω στην κουρασμένη άσφαλτο. Είναι η Αμερική της διακίνησης, της εμπορικής συναλλαγής, του καθημερινού βιοπορισμού.
Για τους περισσότερους, το μέρος αυτό είναι μία διασταύρωση, ένα πέρασμα στη διαδρομή τους, μία αδιάφορη και φευγαλέα εικόνα στα πηγαινέλα τους. Στην αντίληψη των διερχόμενων, τούτοι οι δρόμοι είναι αδιάφορα στιγμιότυπα. Η Main Street που κατηφορίζει από Βορρά προς το Νότο συναντά τη High Street που ενώνει την Ανατολή μας με τη Δύση μας.
Όμως αν είσαι κάτοικος, βλέπεις τα πράγματα αλλιώς. Το μέρος είναι για σένα ακίνητο. Στοιχειωμένο από την μυωπική κατάρα των μικρών επαρχιακών πόλεων που διαθέτουν απέραντους ορίζοντες, αλλά στερούνται της ικανότητας να τους ατενίσουν.
Σαν ήρθαν να εγκατασταθούν οι πρώτοι έποικοι, οι εκτάσεις αυτές ήταν κατάφυτες με κόκκινους κέδρους, το ξύλο των οποίων είναι ανθεκτικό και ευωδιάζει. Εξού και το χρησιμοποίησαν για να χτίσουνε τα σπίτια τους -όπως ο Σολομών ζήτησε από τον Χιράμ τον Α' της Τυρού να του στείλει κέδρους για να επενδύσει το εσωτερικό του Ναού.
Αυτή η βιβλική αναφορά θεωρήθηκε από τους εποίκους απολύτως ταιριαστή και κατάλληλη για τον νέο τους οικισμό. Κι έτσι, του έδωσαν το όνομα Lebanon.
Κι ας είμαστε εν τω μέσω του Τενεσί, κι ας μπορεί από εδώ να καλυφθεί μονάχα με τη φαντασία η απόσταση ως τις ηλιόλουστες ανατολικές ακτές της Μεσογείου που επιμένει να σκεπάζει με την πολύτιμη σκιά της η οροσειρά του Λιβάνου.
Έχουν περάσει διακόσια τόσα χρόνια από την πρώτη εγκατάσταση των εποίκων. Δεν ζούμε πια σε ξύλινα σπίτια, μήτε χρησιμοποιούμε άμαξες και κάρα στις μετακινήσεις μας. Μα η αλλαγή που διαπιστώνεις είναι απλώς φαινομενική. Στο είπα, το μέρος μοιάζει να'ναι ακίνητο.
Η καθημερινότητά του μετριέται με το βενζινάδικο, τα μικρά τοπικά μαγαζιά και το Walmart στην έξοδο της πόλης, απέναντι από το φαστφουντάδικο με τα νάγκετς και τις τηγανητές γλυκοπατάτες.
Οι ίδιοι άνθρωποι πηγαινοέρχονται, οι ίδιες σημαίες ανεμίζουν, η ίδια σερβιτόρα παίρνει τις παραγγελίες στο diner, κατατάσσοντας αξιολογικά τους πελάτες με βάσει το φιλοδώρημα που της αφήνουν.
Στα λιγοστά bars, οι γνωστοί θαμώνες πίνουν τη μπύρα τους και παίζουν μπιλιάρδο με υπόκρουση κάντρι μουσικής. Τα σαββατοκύριακα διοργανώνονται ενίοτε μικρά φεστιβάλς και τοπικά ροντέο -αυτές είναι όλες όλες οι διασκεδάσεις μας. Αυτές και τα σχολικά ή κολεγιακά πρωταθλήματα αμερικανικού ποδοσφαίρου που τυγχάνουν μεγάλης εκτίμησης και ενδιαφέροντος.
Και βεβαίως πηγαίνουμε στην εκκλησία -των Μεθοδιστών, των Βαπτιστών, των Λουθηρανών, των Πρεσβυτεριανών, των Καθολικών, ανάλογα που ανήκει ο καθένας. Όλες τους είναι γεμάτες την Κυριακή.
Από ανθρώπους που ακούνε με προσοχή το κήρυγμα του πάστορα και απολαμβάνουν την καθησυχαστική ασφάλεια μιας κοινά βιωμένης εμπειρίας. Ως μέλη της κοινότητας, ως σύντροφοι που προστατεύουν ο ένας τον άλλο. Έναντι των δαιμόνων που καραδοκούν εκεί έξω και των δαιμόνων που κατοικούνε τις μοναξιές τους.
Ο συντηρητισμός δεν είναι πολιτική ιδεολογία, αλλά τρόπος ζωής. Η θρησκευτική πίστη, η εκτίμηση της εργασίας, η αξία της αυτονομίας, της πρακτικότητας και του αποτελέσματος, η καχυποψία προς το κράτος, αποτελούν θεμελιώδεις παραδοχές -αιτία και αποτέλεσμα της πολιτικής επανατοποθέτησης που συνέβη στο αμερικανικό Νότο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, από τη μονοκρατορία των Δημοκρατικών στην κυριαρχία των Ρεπουμπλικάνων.
Ναι, υπάρχουν κι εδώ οι ίδιες αγωνίες -για το μέλλον των παιδιών, την ερήμωση της επαρχίας, τη φθορά των παλιών δεσμών ανάμεσα στους ανθρώπους της κοινότητας που με τον καιρό και τη συνθήκη, βλέπουν να καταρρέει η συνοχή στην οποία βασίζονταν. Αισθάνεσαι την ανάσα των δαιμόνων πιο απειλητική δίπλα σου.
Ίσως άκουσες για έναν ακόμα γείτονα που έχασε τη δουλειά του στα πενήντα πέντε και έβαλε υποθήκη το σπίτι. Ίσως ακόμα θλίβεσαι για εκείνο το εργοστάσιο της Dell έξω από την πόλη, που έκλεισε πριν καιρό και οδήγησε στην απώλεια εκατοντάδων θέσεων εργασίας. Ίσως ανησυχείς που η καλλιέργεια της γης δεν είναι πια μήτε ελκυστική, μήτε ιδιαιτέρως προσοδοφόρα. Ίσως φοβάσαι ότι ο μπερδεμένος κόσμος που παρακολουθείς από τις οθόνες σου να αλλάζει τόσο γρήγορα, μήτε σε περιμένει μήτε σε περιλαμβάνει.
Κι ύστερα υπάρχει αυτή η καταιγίδα η δικιά σου, που μαίνεται εντός σου. Τις περισσότερες φορές καταπνίγεται μέσα στην πλήξη της ρουτίνας. Των απέραντων διαδρόμων του σουπερμάρκετ, των εθιστικών σήριαλς στην καλωδιακή, των έτοιμων γευμάτων που ζεσταίνεις στο φούρνο μικροκυμάτων, του ατελείωτου σερφαρίσματος στο διαδίκτυο. Μα κάποιες φορές ασυγκράτητα σε κυριεύει -οι εσωτερικοί άνεμοι σφυρίζουν στ'αυτιά σου, τα καταρρακτώδη νερά θολώνουν τη ματιά σου και οι αστραπές κεραυνοβολούνε την ψυχή σου.
Δεν διαφέρει, θα πεις, το Lebanon από κάθε άλλο μέρος σε αυτόν τον κόσμο. Ίδιοι είναι οι φόβοι, ίδιες οι επιθυμίες. Το καδράρισμά τους αλλάζει. Αν κοιτάξεις έναν προς έναν τους ανθρώπους, αν μπορέσεις να τους καταλάβεις, σχεδόν πάντα μπορείς να τους συγχωρήσεις. Όποιοι κι αν είναι, όπου κι αν βρίσκονται.
Έτσι και εδώ. Σαν αφεθείς στο ευγενικό καλημέρισμα, στην ανάγκη για επαφή, στο σεβασμό με τον οποίο οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν το όποιο δικαίωμά σου, σχεδόν πάντα μπορείς να γαληνέψεις.
Κι αν ξανοιχτείς με τ'αμάξι το απόγευμα, αν βρεις το κουράγιο να διαπεράσεις τα σύνορα της πόλης και να περιπλανηθείς στους καταπράσινους λόφους τριγύρω της, τότες θα γίνεις ακόμα πιο επιεικής. Η ρητίνη των κέδρων ποτίζει τον αέρα με ένα ξυλώδες άρωμα. Και καθώς ο ήλιος πέφτει πίσω από τα χωράφια με τα καλαμπόκια, καληνυχτίζοντας τα φύλλα τους σαν στοργικός γονέας, μπροστά σου αποκαλύπτεται η σαγήνη. Της τρυφερότητας του Νότου. Γνώριμή σου είναι και δαύτη, την ξέρεις με έναν τρόπο. Στα ίδια, τα δικά σου συναισθήματα μιλάει. Ακόμα και σε αυτές τις απέραντες απλωσιές του Τενεσί. Που όσο κι αν πασχίζεις, ποτέ δεν καταφέρνεις να γεμίσεις.
“Atticus, he was real nice."
"Most people are, Scout, when you finally see them.”
Το Crail είναι ένα ήσυχο ψαροχώρι της Σκωτίας π' αγναντεύει τη Βόρεια Θάλασσα -για μένα, είναι ένα από εκείνα τα μέρη που με γαληνεύουν. Βρίσκεται βορειοανατολικά του Εδιμβούργου, μερικά χιλιόμετρα απόσταση από το Σεντ Άντριους. Χίλιοι εξακόσιοι άνθρωποι μένουν εδώ, στα όμορφα σπιτάκια που βρίσκονται γαντζωμένα στους καταπράσινους λόφους ή αραδιασμένα στα στενά δρομάκια γύρω από το γραφικό λιμανάκι.
Το χωριό δεν έχει πολλά πράματα να κάμεις. Καναδυό πάμπς, μερικά καταστήματα για τα βασικά, ελάχιστη κίνηση. Όλα υποτάσσονται στους σφοδρούς ανέμους που τρίζουν τα παράθυρα και στριφογυρίζουν τις πινακίδες. Και στη θάλασσα π΄ αλλάζει συνεχώς το τοπίο, καθώς φουσκώνει κι αποσύρεται ασταμάτητα κατά τη διάρκεια της μέρας -το πρωί με την πλημμυρίδα ξανοίγονται οι ψαράδες στ'ανοιχτά, το μεσημέρι με την άμπωτη, βλέπεις τις βάρκες σαστισμένες και ανήμπορες να στέκουν απάνου στις λάσπες.
Αυτή την εποχή, στα τέλη του φθινοπώρου, έχει πέσει εδώ πολύ η θερμοκρασία, βρέχει καθημερινώς και νυχτώνει νωρίς. Το αποδέχεσαι το κρύο, την αναπνέεις την υγρασία, το συνηθίζεις το σκοτάδι. Νομίζω ότι η ευτυχία του κάθε μέρους είναι η προσαρμογή σου σε αυτό. Δεν είναι πάντα εύκολη άσκηση, αλλά οφείλεις να την επιχειρήσεις.
Στον περίπατό μου, κοιτάζω τους θαλάσσιους ορίζοντες. Άλλοτε φέρνουν νηνεμίες, άλλοτε αντάρες, καμιά φορά και πιο ανέλπιστες εξελίξεις: στις 10 Ιουνίου του 1538, από τους ορίζοντες αυτούς ξεπρόβαλε ένας μικρός γαλλικός στόλος που μετέφερε ευγενείς, προικιά και μία βασίλισσα που για πρώτη φορά κατέφθανε στο βασίλειό της, τη Μαρία του Γκιζ.
Η Μαρία είχε γεννηθεί στη Λορένη και στις φλέβες της έτρεχε αίμα αριστοκρατικό. Ούσα πολύφερνος νύφη, φρόντισε να την εκαπαρώσει από νωρίς ο Λουδοβίκος της Ορλεάνης -ένας δούκας, πολύ συμπαθητικός-, που την επαντρεύτηκε το 1534 και απόκτησε μαζί της δύο παιδιά.
Όμως ο Λουδοβίκος δεν της εφτούρησε και λίγο πριν γεννηθεί το δεύτερο παιδί της, η Μαρία έμεινε χήρα στα εικοσιένα της. Την ίδια όμως περίοδο, είχε χηρέψει και ο βασιλιάς της Σκωτίας, Ιάκωβος ο Πέμπτος. Ο οποίος την είχε δει μια φορά πριν χρόνια και του είχε γυαλίσει. Και επειδής, έπαιζε το σενάριο "Σκωτία-Γαλλία, συμμαχία" κατά της Αγγλίας, της απέστειλε ωραιότατη επιστολή για να τη ζητήσει σε γάμο.
Έντρομος ο βασιλιάς της Αγγλίας, Ερρίκος ο Όγδοος, έσπευσε να της αντιπροτείνει γάμο μαζί του. Αλλά επειδής ο Ερρίκος ως γνωστόν ξεπάστρευε συζύγους για την πλάκα του, η Μαρία -που για πολλά μπορείς να την εκατηγορήσεις, αλλά βλήμα δεν ήτανε- αρνήθηκε την πρόταση του (με την περίφημη φράση "έχω μικρό λαιμό", καθώς όταν είχε δώσει ο Ερρίκος εντολή να αποκεφαλίσουν τη δεύτερη γυναίκα του, Άννα Μπολέυν, φέρεται να είχε πει στο δήμιο ότι το έργο του θα ήταν εύκολο γιατί η Άννα είχε πολύ μικρό λαιμό) και αποδέχθηκε την πρόταση του Ιακώβου.
Πράγματι, ετελέσθηκε ο γάμος στο παρεκκλήσι του κάστρου του Σατωντέν με παπά και με κουμπάρο και με κάθε επισημότητα, αλλά άνευ γαμπρού! Βλέπεις, ο Ιάκωβος παντρεύτηκε δια αντιπροσώπου. Έστειλε έναν δούκα για να σταθεί στη θέση του, να ρίξει τις υπογραφές και να κάνει τις χαιρετούρες -όχι για να μην λες ότι δεν τραβάγανε και οι Δούκες τα ζόρια τους, εκείνας τας εποχάς!
Εντέλει, στις 10 Ιουνίου, εδώ στο Crail, ο Ιάκωβος με τους αυλικούς του υποδέχθηκε το στόλο που θα του έφερνε τη σύζυγό του. Και πράγματι, αποβιβάστηκε εκείνη, καλοζωισμένη, αψηλή, με τα παρλεβού φρανσέ της και την αριστοκρατική φινέτσα της.
Μία τελετουργική πομπή τούς οδήγησε στο γειτονικό Σεντ Άντριους, στο Αβαείο του οποίου τελέσθηκε δεύτερος γάμος -αυτή τη φορά και με το γαμπρό παρόντα.
Αυτή η ιστορία είναι μεν συμπαθητική, αλλά δεν θα της έδινε κανείς και μεγάλη σημασία αν δεν ήξερε τα παρακάτω. Βλέπεις, η Μαρία του Γκιζ έμελλε να γεννήσει μία θρυλική κόρη, τη Μαρία Στιούαρτ, την τελευταία βασίλισσα της Σκωτίας, που αποκεφαλίστηκε από την Ελισάβετ. Αλλά της οποίας ο γιος, Ιάκωβος ο ΣΤ' θα ένωνε τα βασίλεια της Σκωτίας και της Αγγλίας.
Τα σύννεφα πυκνώνουν και πάλι πάνω από το Crail. Ήδη ένιωσα τις πρώτες σταγόνες. Κοιτάζω προς τη θάλασσα. Μήτε στόλοι, μήτε βασίλισσες διακρίνονται στον ορίζοντα. Κι όμως. Η ιστορία συνεχίζει να γράφεται με αναπάντεχους τρόπους. Κάποιες φορές, ακόμα και σε ήσυχα ψαροχώρια π'αγναντεύουνε πελάγη. Κάποιες φορές, ακόμα και ανάμεσα στις φάσεις της παλλίροιας που μοιάζουν επαναλαμβανόμενα ίδιες, αλλά ουδέποτε είναι. Πρέπει να'χει κανείς το νου του να βλέπει αλάργα, την επίγνωση να μην επαναπαύεται στις ησυχίες και κάποια προνοητικότητα να μετράει ενδεχόμενα. Μήτε που φαντάζεσαι τι μπορεί να ξεβγάλει η θάλασσα!
Πριν μερικές ημέρες, βρίσκομαι σταματημένος με το αυτοκίνητο στο φανάρι κάπου στο κέντρο του Austin, περιμένοντας να ανάψει πράσινο για να φύγω. Επειδή σε αυτές τις τεράστιες αμερικανικές λεωφόρους, μπορεί να χρειαστείς σκάρτα ένα δίλεπτο-τρίλεπτο ώσπου να’ρθει και η δική σου σειρά να περάσεις, όπως καταλαβαίνεις, έπρεπε να ροκανίσω κάπως την ώρα αναμονής: ήπια λίγο νερό από το μπουκαλάκι μου, καθάρισα με ένα πανάκι τα γυαλιά ηλίου μου, άλλαξα σταθμό στο ραδιόφωνο για να λυτρωθώ από κάτι ακατάληπτα χιπ-χοπ στα οποία είχα ξεπέσει και δηλαδή αν με άφηνες λίγη ώρα ακόμα, παίζει να έλυνα και κανένα σουντόκου ή να άνοιγα φύλλο για τυρόπιτα. Ξανακοίταξα το φανάρι, παρέμενε ασυγκίνητα κόκκινο. Άρχισα να χαζεύω έξω: τα δέντρα, τους ανθρώπους που σουλατσάρανε στα απέραντα πεζοδρόμια, τα διπλανά αυτοκίνητα. Ώσπου το βλέμμα μου καρφώθηκε στο εξ αριστερών μου όχημα. Επρόκειτο για ένα ταξί, το οποίο ήταν υποδειγματικά σταματημένο στη λωρίδα του, αναμένοντας επίσης το πράσινο φανάρι και έχοντας βγάλει και φλας για να στρίψει. Όλα καλά και φυσιολογικά ως εδώ, μόνο που υπήρχε μια τοσοδούλα, ελαφρώς ανατριχιαστική λεπτομέρεια: δεν επέβαινε κανείς σε αυτό! Ούτε καν ο οδηγός. Μην είχε πεταχθεί να πάρει τσιγάρα και καφέ; Μην το΄χε ανενδοίαστα αφήσει εν τω μέσω του δρόμου παρκαρισμένο; Μην έπεσα πάνω στον “αόρατο ταξιτζή”, με τον Πάτρικ Σουέιζι και τον Ρόμπερτ ΝτεΝίρο σε ένα κινηματογραφικό αχταρμά που λίγοι θα θέλαμε να δούμε; Ενόσω με κατάτρωγαν οι προβληματισμοί, ανάβει επιτέλους το πράσινο. Και πριν προλάβω να ξεκινήσω, παρατηρώ το εν λόγω ταξί να στρίβει με μπρίο αριστερά και να συνεχίζει αμέριμνο την πορεία του.
Ε λοιπόν, οφείλω να σε πληροφορήσω ότι εδώ στο Austin του Τέξας (όπως και σε μερικές ακόμα πόλεις των ΗΠΑ), κυκλοφορούν μήνες τώρα κάμποσα ταξί χωρίς οδηγό. Εντελώς μα εντελώς μόνα τους, αυτόνομα, “driverless” που λένε και στο χωριό μου. Βολοδέρνουνε στις λεωφόρους της πόλης αναζητώντας πελάτη, κινούνται τσαχπίνικα στα στενά, σταματάνε με περισσή ευγένεια στις διαβάσεις για να περάσουν οι πεζοί, ένα χάρμα αυτοματισμού και ρομποτικής. Και θα είμαι ειλικρινής: η αρχική μου έκπληξη μετατράπηκε συντόμως σε συγκίνηση για την τεχνολογική αυτή πρωτοπορία και με ελπίδα για το λαμπρό, μεταμοντέρνο μέλλον των μετακινήσεων -για έναν αναδυόμενο κόσμο (α) που δεν θα χρειάζεται να αποστηθίζεις τα σήματα και να περνάς τις εξετάσεις οδήγησης γιατί απλούστατα δεν θα πιάνεις εσύ ποτέ τιμόνι (που ως γνωστόν, προσοχή γιατί λερώνει), (β) που δεν θα χρειάζεται να ανησυχείς για ασυνείδητους ούγκανους και μεθυσμένους καμικάζι γιατί το λογισμικό θα είναι υποδειγματικά συνεπές προς τους κανόνες οδικής συμπεριφοράς, (γ) που δεν θα σιχτηρίζεις ώσπου να βρεις να παρκάρεις στην Κυψέλη διότι θα σε αφήνει ωραιότατα το όχημα έξω από τον προορισμό σου και ώχου που δεν σε νοιάζει αν θα πάει ίσαμε το Καματερό για να παρκάρει και (δ) που δεν θα καπνίζει στα μούτρα σου, θα επιλέγει τη βέλτιστη διαδρομή και θα σε μεταφέρει με ασφάλεια γιατί δεν θα κάνει επικίνδυνες προσπεράσεις και δεν θα γκαζώνει στο πορτοκαλοκόκκινο. Είμαστε τελοσπάντων και μίας ηλικίας, έχουμε μεγαλώσει με το ιδεώδες του Κιτ από τον Ιππότη της Ασφάλτου.
Παρότι λοιπόν σε πρώτη φάση, μου φάνηκε κάπως σκιαχτικό να διασταυρώνεσαι στο δρόμο με τέτοια άδεια οχήματα χωρίς οδηγούς, όλα μία ιδέα είναι καημένε και όλα συνηθίζονται. Και τελοσπάντων, μας έρχεσαι έχοντας την χαοτική εμπειρία των ελληνικών δρόμων και της άναρχης οδήγησης, δεν σε παίρνει να μας το παίζεις βαρύ πεπόνι.
Για να μην στα πολυλογώ, φθάνω εντέλει στον προορισμό μου, ένα ωραιότατο πάρκο δίπλα στον ποταμό Κολοράντο όπου πεζοπορούν αρκετοί άνθρωποι σε υπέροχες διαδρομές πνιγμένες στη βλάστηση. Όπως παντού στην Αμερική, έχει προβλεφθεί κι εδώ μία μεγάλη έκταση με θέσεις στάθμευσης όπου μπορείς να αφήσεις το αμάξι σου. Εκείνο το απόγευμα, ο καιρός ήταν υπέροχος και η θερμοκρασία ιδιαιτέρως ευχάριστη, οπότε φαίνεται ότι δυστυχώς πολλοί άλλοι είχαν την ίδια ιδέα με εμένα και είχαν έρθει στο πάρκο. Επί δώδεκα συναπτά λεπτά στριφογύριζα το υπαίθριο πάρκινγκ, αλλά θέση ούτε για δείγμα. Απεγνωσμένος, ακολουθούσα μουλωχτά διάφορους πεζούς μπας και κατευθύνονταν στο αμάξι τους για να ξεπαρκάρουν, αλλά μάταια: ένας πήγαινε να πάρει κάτι από το πορτ μπαγκάζ του, μία άλλη φαίνεται ότι είχε ξεχάσει το κινητό της και είχε απλώς γυρίσει για να το πάρει. Ψημένος στα δύσκολα από την ελληνική εμπειρία, στάθηκα πονηρά με το αμάξι σε μία γωνία για να εποπτεύω δεξιά κι αριστερά και καραδοκούσα για να σταμπάρω τον πρώτο που τυχόν θα έφευγε. Κάποια στιγμή, παρατήρησα ότι στην άλλη άκρη, ένας μπαμπάς με δύο κοριτσάκια κατευθύνονταν στο όχημά τους και είδα το χαρακτηριστικό αναβόσβημα των φώτων που συνοδεύει την απενεργοποίηση του συναγερμού. Εύρηκα! Χαμογέλασα με αυτοπεποίθηση! Γεμάτος ενθουσιασμό πατάω το γκάζι μην τυχόν και μου προλάβει άλλος τη θέση. Αλλά για κακή μου τύχη, μία διερχόμενη γιαγιά ξεπροβάλει μπροστά μου και εννοείται σταματάω για να περάσει. Ακολουθεί ξωπίσω της το εγγονάκι της με ένα κόκκινο ποδηλατάκι, τσούκου τσούκου, να πατάει τα πεντάλ σε σλόου μόσιον. Και νάσου και μία παρέα από φιτ κοπελίτσες με στρωματάκια yoga που περπατάγανε αργά χωρίς να δίνουν την παραμικρή σημασία σε εμένα τον δύστυχο που περίμενα. Ήταν βασανιστικά τα δευτερόλεπτα, αλλά και τι να κάνεις; Εντέλει αδειάζει το πεδίο, ξαναγκαζώνω προς τη θέση που ήταν πλέον άδεια. Η δικαίωση της επιμονής, η επιβράβευση της ελπίδας -ναι, θα τον εκάμω τον περίπατο ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση, δίπλα στον ποταμό Κολοράντο! Μερικά όμως μέτρα πριν φθάσω, ξεπροβάλει από την άλλη μεριά ένα αυτοκίνητο. Κοιτάζω με αγωνία προς την πλευρά του οδηγού για να κάμω ένα νεύμα, να ζητήσω μία διευκόλυνση, να παρακαλέσω εν πάσει περιπτώσει για μία προτεραιότητα. Και για κακή μου τύχη, το όχημα είναι άδειο, μόνο του, αυτόνομο, “driverless” που λένε και στο χωριό μου. Προλαβαίνει να φθάσει δυοτρία δευτερόλεπτα πριν από εμένα στη θέση, βγάζει φλας, στρίβει καμαρωτό και μπουκάρει. Αφήνοντάς με να ζήσω μία μεταμοντέρνα, τεχνοφοβική συντριβή. Ξαφνικά βλέπω τη ζωή μου ως εφιαλτικό επεισόδιο του Black Mirror, με την σκούπα ρομπότ μου να στρέφεται εναντίον μου, το ChatGPT να παίρνει τη δουλειά μου, το driveless όχημά μου να πηγαίνει διακοπές χωρίς να με πάρει μαζί του. Εκεί, σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ στο Austin του Τέξας, που δεν είχε πλέον θέση για εμένα, ένιωσα παρείσακτος, απαρχειομένος, άκυρος, ματαιωμένος.
Επιστροφή στην Αθήνα. Εχθές το απόγευμα, περνάω με το αμάξι από το γαλακτοπωλείο Δημητρίου και σκέφτομαι να σταματήσω να πάρω κανένα γιαούρτι. Κανονικά, στο σημείο που βρίσκεται το εν λόγω κατάστημα, Σικίνου και Λέλας Καραγιάννη γωνία, σιμά στη Φωκίωνος Νέγρη, δεν τολμάς να διανοηθείς καν την εξεύρεση πάρκινγκ, γιατί είναι πιο πιθανό να σου πέσει το τζόκερ ή να σου δώσουν τιμητικά το Όσκαρ Κινουμένων Σχεδίων. Αλλά επειδή μου αρέσει το άτιμο το γιαουρτάκι, λέω ας κάνω δύο γύρους μπας και συμβεί τίποτις ανέλπιστο. Με το που παίρνω την πρώτη στροφή, ρίγη συγκίνησης: μία ωραιότατη θέση, ελάχιστα στριμωγμένη ανάμεσα σε έναν κάδο σκουπιδιών και ένα βανάκι. Βγάζω τα αλάρμ, κάνω μερικά μέτρα μπροστά για να μπω με την όπισθεν και πριν το πολυκαταλάβω, τρυπώνει στη θέση ένας αναίσχυντος νεαρός με ένα smart που ερχόταν από πίσω. Τον κοιτάζω από τον καθρέπτη, του κουρνάρω εξοργισμένος, δεν μου δίνει την παραμικρή σημασία και συνεχίζει τα μπροσπίσω για να ισιώσει το όχημα, μιλώντας μάλιστα στο κινητό του. Σαν να μην μου έφτανε ο εκνευρισμός μου, πλακώνουν άλλα πεντέξι οχήματα από πίσω και μου κορνάρουν δαιμονισμένα για να ξεκινήσω. Αποχωρώ ηττημένος για δεύτερη φορά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και δη χωρίς το γιαουρτάκι μου. Μόνο που τώρα αιτία δεν ήταν ένα κενό τιμόνι, ένας ρομποτικός αυτόματος πιλότος χωρίς πρόσωπο και ταυτότητα, αλλά ένας πολύ συγκεκριμένος αλητάμπουρας -διότι μην χάσουμε βρε αδελφέ, την ανθρώπινη επαφή με όλες τις τεχνολογίες που μας έχουνε ζώσει! Βεβαίως και να μην τη χάσουμε: έχω ρίξει έκτοτε κάτι καντήλια στον αναιδέστατο τύπο, εντελώς ανθρωποκεντρικά. Και έχω ειλικρινώς πεθυμήσει εκείνα τα εντελώς μόνα τους οχήματα, τα αυτόνομα, τα “driverless” που λένε και στο χωριό μου. Διότι τελοσπάντων έχουνε και το ελαφρυντικό του λογισμικού τους.