Και το χειμώνα, με τα χουχουλιάσματα και το κοκούνιγκ που τόσο απολαμβάνω (είμαι σπιτόγατος, στο λέω και δεν με πιστεύεις!). Και την άνοιξη, με τις ευωδιές, τα χρώματα και την άνοδο της θερμοκρασίας που επαναφέρουν την ελπίδα και το κοντομάνικο και σε ξεσηκώνουν. Και το καλοκαίρι (που κάποτες καθόλου δεν εσυμπαθούσα) με το διονυσιασμό του ήλιου και της θάλασσας, την αίσθηση της αλμύρας απάνου σου και τις βαριές ανάσες της μεσημβρινής ραστώνης του.
Μα τις αδυναμίες που έχω παιδιόθεν, δεν μπορώ να σου τις αρνηθώ. Και το παραδέχομαι ξανά και ξανά: πως το Φθινόπωρο τ'αγαπάω. Με μιαν αγάπη που θρέφεται με τα χρόνια και γίνεται πιο εσωτερική και συνειδητή.
Κι αν με ρωτήξεις γιατί τούχω αδυναμία, θα σου εξηγηθώ. Πως τ'αγαπάω για τα καφετιά και τις ώχρες του. Για τα κίτρινα φύλλα και τις δροσιές του. Για τα υπέροχα τριγύρω του που μοιάζουν με καμβά ρομαντικών ζωγράφων.
Που έχουν βαλθεί με τα πινέλα τους να αποθεώσουν τα τοπία και να ξελογιάσουν τις αισθήσεις σου. Σε μία νατουραλιστική πανδαισία.
Εδώ απάνου, υπάρχει ένα τοπίο μαγικό, ένας παράδεισος ανόθευτης ομορφιάς, ένα υδάτινο καταφύγιο που με αγκαλιάζει πάντα τρυφερά και ξεπλένει τις σκέψεις μου στις κατανυκτικές του ησυχίες. Η λίμνη Δόξα.
Στα ήσυχα νερά της, έρχονται και καθρεφτίζονται οι πιο σκοτεινές συννεφιές μου. Κι από μαβιές γίνονται σμαραγδένιες.
Περιπατώ το δρόμο που κυκλώνει τη λίμνη. Και γίνονται τα βήματά μου, χρυσοπράσινοι ψίθυροι. Θροΐσματα μιας σιγανής μελωδίας μέσα μου.
Σε κάποιες στροφές του, ο δρόμος παραδίδεται στην ομίχλη. Που σβήνει το παραπέρα και εμφατικά σου αποκαλύπτει μοναχά το εδώ και το τώρα. Σα να θέλει κι αυτή να σου υπενθυμίσει.
Πως όσο και να πασχίζεις, το παραπέρα θα σχηματιστεί όταν έρθει η ώρα του. Και το πιο πιθανό είναι πως θα σε αιφνιδιάσει, παρά τα σχέδια που'καμες στο μυαλό σου.
Στη νότια όχθη σχηματίζεται μία μικρή νησίδα προς το κέντρο της λίμνης. Ένα μικρό μονοπάτι οδηγεί σε μια εκκλησιά.
Ε λοιπόν, ο Άη Φανούρης, μου ήταν πάντοτε μια αναφορά συμπαθητική. Ίσως γιατί τον εβάραιναν τα κρίματα άλλων. Ίσως γιατί η πίτα που σιάχνεται μέχρι και σήμερα στο όνομά του, υποτίθεται πως αποκαλύπτει στον καθένα, το πόθημά του.
Ξεύρεις, νομίζω -κι είναι αυτή θεωρία ολόδικιά μου- πως το εκάμει σκόπιμα ο Άγιος. Θέλει να ιδεί, τί θα γυρέψει ο καθένας. Για να τον εζυγίσει αναλόγως. Να τον μετρήσει με το δικό του στάθμισμα. Που ξεχωρνάει τα σημαντικά από τ'ασήμαντα. Τους συνετούς από τους άμυαλους. Τους ολιγαρκείς από τους λαίμαργους.
Ναι, έχω σταθεί πολλές φορές σ'αυτό το σημείο. Παίρνω βαθιές ανάσες, μέχρις που να μην χωράνε άλλη δροσιά τα πνευμόνια μου.
"Γκριζάρισες", μούπε μια φίλη προημερών, κοιτάζοντας διερευνητικά τους κροτάφους μου. "Αλήθεια; Μήτε το πρόσεξα. Για κοίτα κάτι πράματα!" σκέφτηκα εντυπωσιασμένος. Ύστερα άλλαξε το θέμα, έτρεξε η συζήτηση. Δεν έδωκα μεγάλη σημασία στην παρατήρηση, έμεινε η σκέψη εκκρεμής. Μετά από μέρες όμως επανήλθε. Όχι ως έγνοια, αλλά ως συνειδητοποίηση.
Πως οι εποχές φοριούνται. Από ένα σημείο και μετά, παύεις να τις παρατηρείς μονάχα στα τριγύρω: τις παρατηρείς και στον εαυτό σου. Ω ναι, τις αισθάνεσαι τις εποχές σου. Τα μπουμπουκιάσματα, τις ζέστες, τα πρωτοβρόχια, τις παγωμάρες. Και θαρρώ, πως οι επιλογές σου είναι δύο: είτε να ζήσεις νοσταλγώντας πεισματικά τα καλοκαίρια σου, είτε να απολαύσεις και τα κρύα και τις δροσιές και τα χιόνια, μ'όσες δυνάμεις έχεις και σου επιτρέπονται. Αν σε μαθαίνει κάτι η ζωή, είναι να γίνεσαι εντέλει παντός καιρού.
Ένα ψυχρό αεράκι χόρεψε τις κορφές των ελάτων, εκεί που κάθονται τ'αστέρια, κι ανακάτεψε τα φύλλα στις όχθες της λίμνης. Μαζί του πήρε τους συλλογισμούς μου και μου απέμεινε μονάχα η αίσθησις: ότι περπατώντας σε ολόχρυσα χαλιά, για βασιλιάς μπορεί κανείς να λογίζεται πασών των εποχών του!