Υπάρχουν τελευταίες φορές που είναι ευχάριστες. Άλλες που είναι δυσάρεστες. Και υπάρχουν κάποιες που αποδεικνύεται εκ των υστέρων πως δεν ήταν καν τελευταίες.
Τρίτη 30 Μαρτίου 2021
Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021
I wish I knew you
Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα / πριν να γνωρίσω εσένα που πρόσμενα καιρό.
Κυριακή 28 Μαρτίου 2021
Keep moving
Όπως λέει κι εκείνη η φράση-κλισέ: "Αν δεν σου αρέσει το μέρος που βρίσκεσαι, μετακινήσου -δεν είσαι δέντρο."
Η Ιστορία έχει πρόσωπο
Σάββατο 27 Μαρτίου 2021
Νέα Εθνική Πινακοθήκη
Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021
Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021
Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021
Χρόνια μας πολλά
Χρόνια μας πολλά. Είθε να είμαστε δημιουργικοί. Ανοιχτόμυαλοι και στοχαστικοί. Πιο ευγενικοί με τους άλλους. Πιο γενναιόδωροι. Να σμιλεύουμε τις τραχιές οργές μας σε καλότεχνες υπερβάσεις. Να σεβόμαστε ακόμα και αυτούς με τους οποίους διαφωνούμε -κυρίως αυτούς. Να μην επενδύουμε στις δηλητηριώδεις ρήξεις μας, αλλά στα εποικοδομητικά μας ανταμώματα. Να κοιτάζουμε μακριά, σε ορίζοντες κοσμοπολίτικους. Να ταξιδεύουμε για να γινόμαστε καλύτεροι -σε τόπους, αλλά κυρίως σε ανθρώπους. Να ξορκίζουμε τις καθηλώσεις μας και να εορτάζουμε τις αρετές μας. Τον βαθύ ανθρωπισμό μας, τον πολύτιμο διαφωτισμό μας. Να μαθαίνουμε, να στοχαζόμαστε, να πραγματώνουμε.
Πέραν από το γαλάζιο αυτής της γλυκυτάτης θάλασσας, της σπαρμένης με νησιά, πέραν από τα κωνοφόρα των αψηλών βουνών της, πέραν από τις αδρές γραμμές των καστανοπράσινων κάμπων της, πέραν από τους πυκνούς ιστούς των οικισμών και των πόλεών της, η Ελλάδα ορίζεται από την αισθαντικότητα και το πάθος, από τα τραγούδια και τους χορούς της, από τους μαγείρους και τους ποιητές της. Από την απόλαυση μιας διονυσιακής ευζωίας. Από τα διπλοφιλήματα στο μάγουλο και το κάμποσο λάδι στη σαλάτα. Από τα κεράσματα. Αυτή είναι η γεωγραφία μας. Αυτό είναι το βίωμά μας. Χρόνια μας πολλά, λοιπόν. Χρόνια μας πολλά.
Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021
Η ιδανική μου πατρίδα
Νομίζω τέλος θα τον έφερνα σε ετούτο το μουσείο. Που δεν είναι πολύ γνωστό, αλλά είναι με έναν τρόπο πολύτιμο. Γιατί εγκιβωτίζει έναν πλούτο και μία παρακαταθήκη που διαμόρφωσε τη σύγχρονη ταυτότητα και που είναι φοβούμαι ένα από τα λίγα σημεία αναφοράς, μία άγκυρα για να συγκρατήσουμε το πλοίο στη φουρτούνα. Εδώ μέσα βρίσκω τα συστατικά της ιδικής μου πατρίδας. Τα υλικά της. Ένα προς ένα.
Καλά το κατάλαβες από τις πρώτες φωτογραφίες. Ξεκινάμε με φιγούρες από το θέατρο Σκιών. Του Σπαθάρη είναι οι συγκεκριμένες! Κείνο που με τρώει, κείνο που με σώνει είναι που ονειρεύομαι σαν τον καραγκιόζη.
Όταν ήμουν μικρός έδενα ένα σεντόνι ανάμεσα σε δύο πολυθρόνες, καθόμουν ανακούρκουδα ξωπίσω του και έστηνα παράσταση. Ο Καραγκιόζης φούρναρης, ο Καραγκιόζης γιατρός, ο Καραγκιόζης αστροναύτης. Την ενθυμούμαι τη φωνή του Σπαθάρη. Αφηγείται ακόμα τις χωρατατζίδικες εκείνες ιστορίες στη μνήμη μου.
Θα πεις, φταίει το άτιμο το Σαράι. Φταίει το οθωμανικό της το προχθές. Αλλά και το βυζαντινό της το αντιπροχθές.
Πατρίδα μου είναι και η καθημερινότητα του καφενείου. Του ανταμώματος και της επικοινωνίας. Του κουτσομπολιού και της έντονης πολιτικής συζήτησης. Της διαρκούς διαφωνίας. Του ξέρω-εγώ-καλύτερα. Του ώχου-καημένε-είσαι-βαθιά-νυχτωμένος. Του αν-ήμουν-εγώ-πρωθυπουργός. Του εδώ-θα-τα-χαλάσουμε. Του ναι-μεν-αλλά. Υπό τη συνοδεία συνήθως του καφέ.
Αυτές τις κουβέντες ζωγράφισε ο μεγάλος Κύπριος Αδαμάντιος Διαμαντής.
Παρότι παιδί της πόλης, την έχω γνωρίσει αυτή τη νωχελικότητα της ξύλινης καρέκλας. Τον καφέ πολλά βαρύ, το τσιγάρο και το μπεγλέρι. Τα ζάρια που κελαρίζουνε στο τάβλι.
Που καταγράφεται στις φωτογραφίες του Χαρισιάδη. Εδώ, είμαστε στα 1956. Στο καφενείο Ζαχαράτου. Επί της πλατείας Ομονοίας. Είσαι μικρός, δεν το πρόλαβες.
Κοίτα πόσο διαφορετική ήταν η ζωή στην πρωτεύουσα το 1955. "Γλέντι, Λεφτά κι Αγάπη" στο Θέατρο Κοτοπούλη. Χοτέλ Πάνθεον και οδοντόκρεμα Κολυνός.
Έκτοτε άλλαξε πολύ η όψη της πόλης. Τσιμέντο να γίνει, είπε ο Καραμανλής και τσιμέντο γίνηκε. Ολάκερη η χώρα στριμώχτηκε στον φωταγωγό της αντιπαροχής. Μια από τις μεγαλύτερες συλλογικές μας ήττες είναι η εξορία της αισθητικής από την καθημερινότητά μας. Η άνευ όρων παράδοσή μας στην αυθαιρεσία και την υποβάθμιση. Κι είναι φοβούμαι τόσο βαθιά διαβρωτική αυτή η ήττα, που πλέον δεν μπορούμε καν να αναγνωρίσουμε την ασχήμια που μας περιβάλλει. Απλώς δεν την βλέπουμε.
Πού βρισκόμαστε τόσην ώρα, θα ρωτήξεις. Τι μέρος είναι ετούτο που'χει από Καραγκιόζη μέχρι Πικιώνη κι από Κόντογλου μέχρι Κοντόπουλο (δεν είναι ωραία και μυρωδάτα τα λεμόνια εδώ από πάνου;), θα αναρωτηθείς.
Βρισκόμαστε στο παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη που'ναι αφιερωμένο στους Έλληνες Δημιουργούς του 20ου αιώνα. Στεγάζεται σε ένα τριώροφο κτήριο στην Κριεζώτου 3 -καρακέντρο της Αθήνας, δύο βήματα από το Σύνταγμα- και αποτελεί δωρεά του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα. Υπήρξε το σπίτι του, το ατελιέ του. Ω, σήμερα είναι πολλά παραπάνω. Όλα όσα βλέπεις, είμαι εγώ. Και είσαι εσύ. Το μέρος αυτό επέλεξα για να σχηματίσω την απάντηση στο αρχικό ερώτημα.
Μέσα από τις φωτογραφίες, τα γλυπτά, τους πίνακες. Μέσα από το αρμένισμα με την κόκκινη συναισθηματική βάρκα του Κοντόπουλου. Φαντάσου την να διασχίζει το γαλάζιο του Αιγαίου. Δεν μυρίζεις θάλασσα; Δεν γεύεται το στόμα σου αλμύρα; Δεν το νιώθεις το γλυκό αεράκι; Αυτές οι αισθήσεις είναι η πατρίδα μου.
"Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι, αν επιχειρήσουνε να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης, να δέσουν και μία πέτρα στο λαιμό τους. Όλη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πως, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου."
Καλά το κατάλαβες, ετούτο είναι το πιστόλι με το οποίο αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης. Κι αυτό από πάνω είναι το σημείωμα που μας άφησε.
Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος που τον εδείχνει κοστουμαρισμένο, με το κεφάλι του ακουμπισμένο πάνω στο ψάθινο καπέλο του και το όπλο στο χέρι του.
Η πατρίδα μου είναι πάντοτε έτοιμη να αυτοκτονήσει. Με ή χωρίς προφανή αιτία.
Στην παραδίπλα προθήκη, τα γυαλιά του και η πίπα του. Τα χειρόγραφά του. Με την τακτικότητα και την καλλιγραφία ενός ανθρώπου βαθιά πολιτισμένου.
Είναι κυτταρική η ανάγκη για έκφραση στην πατρίδα μου! Η Παξινού και παρακάτω ο Μινωτάκης με τον νεαρό Αλέκο Αλεξανδράκη. Στις αρχαίες τραγωδίες που ορίζουν τις σταθερές της παγκόσμιας μυθοπλασίας.
Τα βλέμματα, οι εκφράσεις, τα σώματα, τα ηθικά διλήμματα και οι πέτρες.
Ένα σημείωμα του Βιτόριο Γκάσμαν προς την Κατίνα Παξινού. Miss you all very much. Hope to see you soon. Best love. Και από πάνω ένα τηλεγράφημα από τη Ρώμη. Με μία πρόταση για ρόλο σε ταινία. Υπογραφή, Ντίνο Ντελαουρέντις.
Η πατρίδα μου είναι και ιντερνάσιοναλ. Αφορά πολλούς. Και με ποικίλους τρόπους. Από τη Μαρία Κάλλας μέχρι τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη.
Αυτή η σοβαρότητα και η αλαφράδα κεντάνε τις καθημερινότητες. Αυτές ζωγράφισε με τις μπογιές του, ο Ζογγολόπουλος. Τις νεκρές μας φύσεις. Τα φρούτα και τα κουζινικά.
Το βάζο με τα λουλούδια και το παλιό ρολόι. Που μετρούσε μέσα στο σπίτι τις ζωές μας με ένα τικ τακ.
Οι λαϊκές οι αγορές, τα μανάβικα. Τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά. Το έλα να πάρεις ψαράκι που σπαρταράει. Το διαλέχτε φρέσκα πορτοκάλια. Το τι να μαγειρέψουμε αύριο. Να κάμω μπριάμ ή ντομάτες γεμιστές;
Ή μήπως πατάτες μπλουμ; Και πολέμους έδωσε η πατρίδα μου καμπόσους. Και εξορίες έχει. Και κώνειο τρατάρει. Σε εμείς και εσείς, χωρίζεται η πατρίδα μου. Κι ανάμεσα το χάος. Ξανά και ξανά.
Στους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη αφήνομαι για να ορίσουν τα αισθήματά μου. Εδώ, στην προθήκη μπροστά σου και το δεύτερο Νομπέλ. Το ερωτικό, το παθιασμένο, το εις υγείαν τού Ήλιου του Ηλιάτορα.
Στις φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου, συναντάς τα βλέμματα των παιδιών αυτής της χώρας. Την ανάγκη τους για παιχνίδι. Αλλά και τον κάματο της δυσκολίας. Το βάσανο που τους επιβάλλει ο ιδρυματικός τρόπος με τον οποίο ανέκαθεν τ'αντιμετώπιζε αυτή η χώρα.
"Τί ωραία που'ναι τα καινούργια μου παπούτσια!" σκέφτεται η μικρή κοιτάζοντάς τα σχεδόν σαστισμένη! Κείνα τα παπούτσια που κάποτες τα έφερνε μία φορά το χρόνο η νονά! Και ήσαν το πιο σπουδαίο δώρο.
Η μικρή Νούλα του Καπράλου. Σε στάση αναμονής. Για ένα μέλλον που πάντα θα διαψεύδει τις προσδοκίες της.
Γενιές ελληνοπαίδων, πέρασαν από την ξυπολησιά και τα χιλιόμετρα πεζοπορίας στο πλέιστέισον, τα λόουερς και τα σερτιφικά. Από τη βέργα και την καρπαζιά στο φροντιστήριο-αγγλικά-μπαλέτο. Κι ύστερα στο τάμπλετ, στο κινητό και τη ρομποτική.
Η πατρίδα μου διατείνεται πως αγαπάει τα παιδιά της. Πως τα μορφώνει και τα κανακεύει. Πως τ'ανατρέφει με τη στοργή της και το γάλα της. Αλλά είναι και μία πατρίδα Μήδεια που τα σκοτώνει και τα καταβροχθίζει.
Μα τι γένους να'ναι πια αυτή η λέξη;
Είναι θηλυκή η πατρίδα. Είναι γυναίκα η αγάπη. Είναι μητέρα η αγκαλιά. Είναι κι ελπίδα και παρηγοριά -όλες τους λέξεις θηλυκές. Είναι κι αξιοπρέπεια. Πιασμένες χέρι-χέρι οι Σουλιώτισσες του Ζογγολόπουλου μεγαλώνουν και ανυψούνται, λίγο πριν γκρεμνιστούν. Έχετε γεια βρυσούλες.
Οι γυναίκες της πατρίδας μου είναι αγωνίστριες. Κι εργάτριες. Και μάνες. Και σύζυγοι. Και χήρες. Όπως -θα πει κανείς- σε όλες τις πατρίδες. Οι φωτογραφίες είναι της Nelly's. Κι ο στίχος "Α ναι, ξέχασα να σου πω ότι τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα, γιατί σ'αγαπώ" είναι του Τάσου Λειβαδίτη.
Γιατί είσαι ερωτική και αιθέρια, όπως ακριβώς σε αποτυπώνει στο φωτογραφικό της φακό η Nelly's. Αρχέγονη όσο και οι πέτρες, συμμετρική όπως οι κολόνες που στηρίζουνε τον κόσμο.
Η γυναίκα του Μποστ. Με βλέμμα ολίγον ανατολίτικο. Πολίτισσα και Σμυρναία. Με ένα ανάλαφρο μειδίαμα.
Γυναίκες προοδευτικές και συντηρητικές. Μητέρες και μάνες. Αλλά κυρίως μαμάδες. Με το τάπερ και το ζακετάκι σου. Να μην κρυώσεις. Να τρως καλά. Και να μην τρέχεις. Για όλα σου, εκείνες κυρίως ευθύνονται. Και για τα καλά σου και για τα κακά σου.
Και κάποιες φορές, ιδεαλίστριες. Η αυστηρή προτομή της λογοτέχνιδας Μέλπως Αξιώτη. Γεννήθηκε το 1905, έζησε στη Μύκονο και στην Τήνο. Παντρεύτηκε, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, εργάστηκε ως ράπτρια. Κι ύστερα ξέσπασε ο Πόλεμος. Κι εντάχθηκε στο ΕΑΜ και την Αντίσταση. Στη διάρκεια του εμφυλίου, αναγκάστηκε να φύγει αυτοεξόριστη στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Σοβιετική Ένωση και την Πολωνία. Δίδαξε Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Βερολίνου. Επέστρεψε στην Ελλάδα, το 1964 με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης. Πέθανε το Μάιο του 1973 σε οίκο ευγηρίας. Με προϊούσα αμνησία και σωματική καχεξία.
Ένας αγώνας είναι η ζωή. Στις αδρές μορφές και στα σχήματα της κορυφαίας μας χαράκτριας Βάσως Κατράκη, έρχεται το μαύρο και σε υποψιάζει.
Στη φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα, έρχεται η Γυναίκα της Ηπείρου να σου το επιβεβαιώσει. Η πατρίδα μου είναι πολύχρωμη κι ασπρόμαυρη. Είναι εύθυμη και τραγική. Είναι οικεία μου και ξένη.
Συναντάω την πατρίδα μου στο κάλλος των αρχαιοελληνικών αγαλμάτων. Στην εξιδανίκευση του σώματος και του πνεύματος. Και πάλι στις φωτογραφίες της Nelly's.
Και του Χαρισιάδη. Σχολή Καλών Τεχνών, 1957. Τ'αγάλματα έμαθαν ν'αναπνέουν σε ετούτη τη γη. Άλλοι βρήκαν εδώ τις ανάσες τους, άλλοι τις εστερήθησαν. Έτσι είναι τα πράγματα.
Είναι κι αντρίκια όμως η πατρίδα μου. Άλλοτε ιδρωμένη στο μεροκάματο, άλλοτε παραδομένη σε μια μαγκιά ποικίλων αποχρώσεων. Από τον καφενέ ως τα μπουζούκια. Με τις μπύρες, τα τσιγάρα και τα σπασμένα πιάτα. Με τις παλιοπαρέες και τις αλητείες. Με τα παϊδάκια και τα σουβλάκια. Με τα ζεϊμπέκικα. Με την ξεροκεφαλιά και τον ωχαδελφισμό. Αλλά και με την ανάγκη για το καλύτερο.
Ενίοτε και με το ανέλπιστο ανάστημα. Της λεβεντιάς. Ο στρατιώτης στη φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου. Με το αμπέχονο και τις πατερίτσες. Με το καθαρό το βλέμμα προς το φως.
Και ο τσέλιγκας του Κώστα Μπαλάφα. Με το σμιλεμένο πρόσωπο, το μουστάκι και το τσιγάρο στο στόμα. Στις ραχούλες, στα βουνά, στα σκαμμένα χωράφια.
Μα αλήθεια, ακόμα περιμένεις την απάντηση; Εντύπωση μου κάμει, διότι δεν έχω πάψει να σου απαντώ. Είναι πολλά πράγματα η πατρίδα μου. Ορίζεται γεωγραφικά από τον ορθολογισμό στη σκέψη και τον διονυσιασμό στην ψυχή. Αυτή είναι η πατρίδα μου. Σε εκείνη αναφέρομαι. Σε εκείνη πάντα θα ελπίζω. Ακόμα κι όταν με απογοητεύει -και επιμένει διαρκώς να με απογοητεύει. Ακόμα κι όταν με συντρίβει -και επιμένει διαρκώς να με συντρίβει. Είμαι γέννημά της όμως και αναπόδραστα τούτο τουλάχιστον της το χρωστώ: να προσπαθώ συνέχεια να την εκαταλάβω. Ακόμα κι όταν πασχίζω να λυτρωθώ από εκείνη.
Όχι, δεν θα σε αφήσω με το Όσκαρ του Βασίλη Φωτόπουλου για το Ζορμπά. Θα σου ευχηθώ -μέρες που είναι- με ένα συρτάκι. Και με ένα δυνατό και εξαγνιστικό "ώπα"! Που ξεκινάει με ωμέγα. Που καταπίνει τις πίκρες και τις αδικίες. Που αντιτάσσει ένα πανάρχαιο φιλοσοφείν στη φαιδρότητα και την απελπισία του σήμερα. Διότι πατρίδα μου παραμένεις εσύ. Και σε σένα, είμαι ευλογημένος και καταδικασμένος να αναζητώ τα πάντα μου. Μέσα στον ίδιο το σκοπό. Που θα μου πεις και θα σου πω το σ'αγαπώ.