Μετά από δεκαετίες εγκατάλειψης και αρκετά χρόνια εργασιών αποκατάστασης, η οικία Τσίλλερ-Λοβέρδου παραδόθηκε πριν μερικές ημέρες στο κοινό.
Παρακολουθούσα για καιρό την όλη προσπάθεια, διάβαζα τη σχετική αρθρογραφία που εμφανιζόταν σποραδικά στον τύπο για την πρόοδο των εργασιών. Και κάθε φορά που περνούσα από τη Μαυρομιχάλη, προσπαθούσα να ξεκλέψω καμιά ματιά πίσω από τις προστατευτικές λινάτσες μήπως διακρίνω την πρόσοψη με τις περίφημες καρυάτιδες.
Αλλά να που μετά από τόση αναμονή, έφθασε η ώρα να επανασυστηθούμε με το κτήριο -ή μάλλον να πρωτοσυστηθούμε, διότι η κακή κατάσταση στην οποία το ενθυμούμαι, δεν έδινε περιθώριο στο πρόσφατο παρελθόν για πολλές πολλές συναναστροφές μαζί του.
Η περιέργειά μου για το τελικό αποτέλεσμα μετατράπηκε σε ενθουσιασμό ήδη από τα πρώτα βήματα. Η αρχοντική σκάλα της εισόδου με τους υπέροχους πολυελαίους, τα δάπεδα και τα διακοσμητικά στοιχεία στους τοίχους είναι ικανά να σε εντυπωσιάσουν με το πρώτο καλωσόρισμα.
Και η αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται για ένα απλό κτήριο. Κατασκευάστηκε από τον Ερνέστο Τσίλλερ το 1882-1885 και χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του ιδίου και της οικογένειάς του μέχρις το 1912.
Ο Τσίλλερ που γεννήθηκε το 1837 στη Σαξωνία, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής και της σταδιοδρομίας του, το αφιέρωσε στην Ελλάδα -μία χώρα νέα, μικρή, φτωχή που αντιμετώπισε μύρια προβλήματα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα (και πού να'ξευρε τι της επιφύλασσε ο 20ος -για να μην αρχίσω τα περί 21ου). Μια χώρα που επιχείρησε ακροβασίες αλλά και πέτυχε υπερβάσεις, αν αναλογιστεί κανείς το σημείο αφετηρίας της και τις αντίξοες συνθήκες υπό τις οποίες σκώθηκε στα πόδια της.
Η πρώτη φορά που βρέθηκε στην Αθήνα ήταν το 1861 μαζί με τον Χάνσεν, προκειμένου να επιβλέψει την ανέγερση του κτηρίου της Ακαδημίας Αθηνών. Η τότε ταπεινή πρωτεύουσα είχε αρχίσει να αποκτά τα πρώτα εμβληματικά της κτήρια, προσδοκώντας να αποκτήσει λίγη από τη μεγαλοπρέπεια των ευρωπαϊκών μητροπόλεων με τα μπουλβάρτα, τις πλατείες και τα μνημειώδη αρχιτεκτονήματα. Η έξωση όμως του Όθωνα ανέκοψε εκείνη την πρώτη φάση μεταμόρφωσης και ο Τσίλλερ επέστρεψε στη Βιέννη.
Μερικά χρόνια αργότερα επανήλθε, καθώς η δημοφιλία του στους κύκλους της ελληνικής αστικής τάξης αποδείχθηκε μεγάλη και οι παραγγελίες για ιδιωτικές κατοικίες, επαύλεις και δημόσια κτήρια άρχισαν να πέφτουν βροχή. Πράγματι, τούτη η πόλη, του έχει μεγάλη υποχρέωση, καθώς της χάρισε μερικά από τα ομορφότερα και πλέον καλαίσθητα κτήριά της.
Το 1876, ο Τσίλλερ παντρεύτηκε στη Βιέννη τη Σοφία Δούδου, κόρη εμπόρου από την Κοζάνη και το ζεύγος εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Έχοντας λάβει την ελληνική υπηκοότητα, προχώρησε στην αγορά ενός οικοπέδου στο κέντρο της πόλης και ξεκίνησε να χτίζει εκεί την ιδιωτική του κατοικία, η οποία θα στέγαζε και το αρχιτεκτονικό του γραφείο.
Το νεοκλασικό κτήριο που αναγέρθηκε στη Μαυρομιχάλη υπήρξε εξ αρχής ιδιαίτερο και αποτύπωνε την αγάπη του Τσίλλερ για τον νεοκλασικισμό, αλλά και το εκπληκτικό ταλέντο του στο να συνδυάζει αρχαιοπρεπή διακοσμητικά στοιχεία με τις σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις της εποχής.
Το μέγαρο του Τσίλλερ καθίσταται σύντομα, σημείο αναφοράς της Αθήνας, με την υψηλή κοινωνία να παρελαύνει από τις περίφημες εσπερίδες που διοργάνωνε η σύζυγός του, Σοφία. Αέρας ευρωπαϊκός και μεγαλοαστικός βρέθηκε να φυσάει στην οδό Μαυρομιχάλη, των σημερινών βασανισμένων και κακοπαθημένων Εξαρχείων.
Τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα όμως που άρχισαν να συσσωρεύονται στις αρχές του 20ου αιώνα, ανάγκασαν τον Τσίλλερ σε χρεοκωπία και απώλεια του συνόλου σχεδόν της περιουσίας του. Μεταξύ άλλων, αναγκάστηκε να αποχωριστεί το αξιοζήλευτο μέγαρό του που βγήκε το 1912 σε πλειστηριασμό. Βλέπεις και τότες δεν ήταν προστατευμένη η πρώτη κατοικία -έτσι για να το διασκεδάσουμε και λιγάκι.
Ο νέος ιδιοκτήτης, ο Διονύσιος Λοβέρδος, ήταν όμως κι αυτός μία πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση.
Τραπεζίτης, Κεφαλλονίτης και φανατικός φιλότεχνος, ο Λοβέρδος όχι μόνο απήλαυσε το νέο του απόκτημα, αλλά του προσέθεσε και νέα στοιχεία.
Με πλέον χαρακτηριστικό, τούτο το παρεκκλήσι με τον εντυπωσιακά διακοσμημένο θόλο.
Που σχεδιάστηκε από τον Αριστοτέλη Ζάχο -έναν αρχιτέκτονα με πολύ προσωπική υπογραφή που συνέβαλε τα μέγιστα στο μπόλιασμα της αρχιτεκτονικής με βυζαντινά και παραδοσιακά στοιχεία, ανοίγοντας το δρόμο για τον ελληνοκεντρικό μοντερνισμό της γενιάς του '30.
Ο Ζάχος ανέλαβε και άλλες προσθήκες όπως το εκπληκτικό "Ελληνικό δωμάτιο" που σκοπό είχε να στεγάσει την ιδιωτική συλλογή του Λοβέρδου.
Ναι, οι εικόνες, τα χειρόγραφα και τα αντικείμενα μικροτεχνίας που εκτίθενται σήμερις στο κτήριο αποτελούν μέρος εκείνης της εξαίσιας συλλογής, που μελετώντας την, αναγνωρίζεις στον Λοβέρδο το μεράκι του παθιασμένου συλλέκτη.
Ακόμα κι αν δεν σκαμπάζεις πολλά από τη βυζαντική και μεταβυζαντινή τέχνη, ακόμα κι αν δεν ξεχωρίζεις την επτανησιακή σχολή ή δεν είσαι σε θέση να αναγνωρίσεις τα νατουραλιστικά της στοιχεία, δεν μπορεί να μείνεις ασυγκίνητος μπροστά σε αυτά τα σπάνιας αισθητικής αξίας εκθέματα.
Δεν μπορεί να μην θαυμάσεις τις υπέροχες εικόνες, τα ξυλόγλυπτα, τα εκκλησιαστικά κειμήλια.
Ο Λοβέρδος δημιούργησε -εν έτει 1930 παρακαλώ- ένα από τα πρώτα ιδιωτικά μουσεία στην Ελλάδα, το οποίο εγκαινιάστηκε επ'ευκαιρία του Γ' Βυζαντινολογικού Συνεδρίου.
Σε μία εποχή που παρά τις μεγάλες δυσκολίες, φαίνεται πως τούτη η χώρα δοκίμαζε να βάλει τον πήχη της αψηλά.
Μετά το θάνατο του Λοβέρδου, το 1934, το Μουσείο άρχισε σταδιακά να παρακμάζει. Ήλθε και η Κατοχή και σάρωσε προσπάθειες σαν τη δική του.
Το 1979, σε μία κίνηση μεγάλης γενναιοδωρίας, οι κληρονόμοι του δώρισαν το Μέγαρο στο Ελληνικό Δημόσιο προκειμένου να στεγαστεί σε αυτό η πολύτιμη συλλογή του που περιήλθε στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Μία σοβαρή πυρκαϊά -ενόσω το κτήριο φιλοξενούσε το βεστιάριο της γειτονικής Λυρικής Σκηνής- προκάλεσε τεράστιες ζημιές και το άλλοτε ζηλευτό Μέγαρο κατήντησε ένα αχούρι.
Μία εξαιρετικά αγαπητή μου φίλη που επισκέφθηκε το κτήριο πριν ξεκινήσουν οι εργασίες αποκατάστασης, μου περιέγραφε τις αποκαρδιωτικές εικόνες των φθαρμένων τοίχων και των κατεσταμμένων δαπέδων. Έναν αιώνα μετά τις εσπερίδες της Σοφίας Δούλου-Τσίλλερ, το κτήριο είχε βρεθεί να φιλοξενεί πια μονάχα τρωκτικά, χρήστες ουσιών, μπάζα και σκουπίδια.
Σαν περιπλανιέσαι τώρα στις αίθουσες, απορείς πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο στολίδι να αφέθηκε για χρόνια σε τέτοια απαξίωση.
Μα δεν χωρούν σήμερα γκρίνιες ή παράπονα. Διότι είναι μεγάλη η ικανοποίηση. Και είναι σπουδαία η προσπάθεια που έγινε από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού -χάρις βεβαίως και τη χρηματοδότηση από το Γ' ΚΠΣ.
Μεταξύ των πολλών που μου έκαμαν εντύπωση είναι τα αριστουργηματικά τζάκια.
Αλλά και οι ξυλόγλυπτες σκάλες -που έκαμα ώρα πολύ να τις ανεβοκατέβω, καθώς κοντοστεκόμουν κάθε λίγο και λιγάκι για να παρατηρήσω και να φωτογραφήσω.
Και οι κολώνες είναι υπέροχες. Με τις ευχάριστες, χρωματιστές τους διακοσμήσεις.
Με τα παγώνια που μοστάρονται με περίσσια χάρη.
Αλλά και τα δάπεδα. Που άλλοτε κομψεύονται με γραμμικές διακοσμήσεις.
Και άλλοτε φέρουν υπέροχα μωσαϊκά ή ψηφιδωτές αναπαραστάσεις.
Στις λεπτομέρειες οφείλει ν'αφιερώσει κανείς την προσοχή του. Στα βλέμματα των μορφών και στους μορφασμούς τους.
Στις ζωόμορφες απεικονίσεις. Στα ράμφη, τα γαμψά νύχια, τα φιδίσια κεφάλια.
Στα ζουμπουρλούδικα νήπια που ποζάρουν μακαρίως.
Στα λουλουδάκια, τα φύλλα και τις περικοκλάδες.
Στα υφάσματα με τις μπορντούρες, τα κρόσσια και τις φούντες.
Στις Παναγίες που κοιτάζουν συγχωρητικά.
Που αγκαλιάζουν προστατευτικά και στοργικά.
Στις αριστουργηματικές ξυλόγλυπτες επενδύσεις.
Που παιχνιδίζουν με το φως.
Ή καδράρουνε τα πορτοπαράθυρα.
Αλλά και στα περίτεχνα τέμπλα που καμώθηκαν για ν'αντικρίζουν τους πιστούς.
Ή σε ετούτες τις καρέκλες. Που φέρουν απάνου τους ολάκερο Γιοφύρι των Στεναγμών και σε σεργιανάνε με γόνδολες σε βενετσιάνικα κανάλια.
Άφησα για το τέλος, την πιο αγαπημένη μου ίσως αίθουσα -ναι, πρόλαβα ήδη να την ξεχωρίσω και της έχω αδυναμία.
Πρόκειται για την αίθουσα της Πομπηΐας.
Έμεινα για κάμποση ώρα εδώ και δεν μπορούσα να τη χορτάσω.
Διότι είναι πράγματι μοναδική η αίσθηση που σου δημιουργείται. Θαρρείς πως στέκεις στο εσωτερικό κάποιας ρωμαϊκής έπαυλης κάτω από τη σκιά του Βεζούβιου. Ενώ βρίσκεσαι σε ένα στενάκι των Εξαρχείων. Άκου κάτι πράγματα!
Χορτασμένος από τα όσα θαυμαστά είχε να μοιραστεί μαζί μου τούτο το Μέγαρο, βγήκα για λίγο στην εσωτερική του αυλή.
Το εκτυφλωτικό φως του αττικού ουρανού αναδεικνύει με ιδανικό τρόπο τα μεγέθη και τα χρώματα του νεοκλασσικισμού.
Έρχεται δε να κολακεύσει ακόμα κι αυτές τις άχαρες πολυκατοικίες. Που ζώνουν το Μέγαρο, υπενθυμίζοντας τις πιο σύγχρονες αμετροέπειές μας. Με τους φωταγωγούς, τους ακάλυπτους, τους ημιυπαίθριους και τα κλιματιστικά.
Μα τι να κάμουμε που έτσι ήρθαν τα πράγματα; Μένει κάθε φορά πικρή η διαπίστωση πως θα μπορούσαν και να'χαν έλθει κι αλλιώς. Πως θα μπορούσε αυτή η πόλη κι αυτή η χώρα να ήσαν διαφορετικές. Την επιχείρησαν την υπέρβαση, ας την επιτύγχαναν κιόλας. Ξεύρω, δεν είναι εύκολο. Θαύματα ζητάω και θαύματα δεν γίνονται.
Ας είναι. Εγώ μια φορά, τη φχαριστήθηκα τούτη την επίσκεψη, όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Την είχα ανάγκη, νομίζω. Και ήδη δηλαδής προγραμματίζω να την επαναλάβω συντόμως. Ελπίζω ειλικρινά το Μέγαρο να ευτυχήσει στο νέο του ξεκίνημα. Να αναδειχθεί σε πόλο έλξης επισκεπτών και να του αποδοθεί η σημασία που του πρέπει ως πολύτιμου κομματιού της αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής κληρονομιάς μας. Με τούτα και με κείνα, δεν ξεύρω αν το συνειδητοποίησες: η Αθήνα μόλις απέκτησε ένα νέο, εξαιρετικό μουσείο.