Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Όποιος πιάνει το τιμόνι

Πριν μερικές ημέρες, βρίσκομαι σταματημένος με το αυτοκίνητο στο φανάρι κάπου στο κέντρο του Austin, περιμένοντας να ανάψει πράσινο για να φύγω. Επειδή σε αυτές τις τεράστιες αμερικανικές λεωφόρους, μπορεί να χρειαστείς σκάρτα ένα δίλεπτο-τρίλεπτο ώσπου να’ρθει και η δική σου σειρά να περάσεις, όπως καταλαβαίνεις, έπρεπε να ροκανίσω κάπως την ώρα αναμονής: ήπια λίγο νερό από το μπουκαλάκι μου, καθάρισα με ένα πανάκι τα γυαλιά ηλίου μου, άλλαξα σταθμό στο ραδιόφωνο για να λυτρωθώ από κάτι ακατάληπτα χιπ-χοπ στα οποία είχα ξεπέσει και δηλαδή αν με άφηνες λίγη ώρα ακόμα, παίζει να έλυνα και κανένα σουντόκου ή να άνοιγα φύλλο για τυρόπιτα. Ξανακοίταξα το φανάρι, παρέμενε ασυγκίνητα κόκκινο. Άρχισα να χαζεύω έξω: τα δέντρα, τους ανθρώπους που σουλατσάρανε στα απέραντα πεζοδρόμια, τα διπλανά αυτοκίνητα. Ώσπου το βλέμμα μου καρφώθηκε στο εξ αριστερών μου όχημα. Επρόκειτο για ένα ταξί, το οποίο ήταν υποδειγματικά σταματημένο στη λωρίδα του, αναμένοντας επίσης το πράσινο φανάρι και έχοντας βγάλει και φλας για να στρίψει. Όλα καλά και φυσιολογικά ως εδώ, μόνο που υπήρχε μια τοσοδούλα, ελαφρώς ανατριχιαστική λεπτομέρεια: δεν επέβαινε κανείς σε αυτό! Ούτε καν ο οδηγός. Μην είχε πεταχθεί να πάρει τσιγάρα και καφέ; Μην το΄χε ανενδοίαστα αφήσει εν τω μέσω του δρόμου παρκαρισμένο; Μην έπεσα πάνω στον “αόρατο ταξιτζή”, με τον Πάτρικ Σουέιζι και τον Ρόμπερτ ΝτεΝίρο σε ένα κινηματογραφικό αχταρμά που λίγοι θα θέλαμε να δούμε; Ενόσω με κατάτρωγαν οι προβληματισμοί, ανάβει επιτέλους το πράσινο. Και πριν προλάβω να ξεκινήσω, παρατηρώ το εν λόγω ταξί να στρίβει με μπρίο αριστερά και να συνεχίζει αμέριμνο την πορεία του. 

Ε λοιπόν, οφείλω να σε πληροφορήσω ότι εδώ στο Austin του Τέξας (όπως και σε μερικές ακόμα πόλεις των ΗΠΑ), κυκλοφορούν μήνες τώρα κάμποσα ταξί χωρίς οδηγό. Εντελώς μα εντελώς μόνα τους, αυτόνομα, “driverless” που λένε και στο χωριό μου. Βολοδέρνουνε στις λεωφόρους της πόλης αναζητώντας πελάτη, κινούνται τσαχπίνικα στα στενά, σταματάνε με περισσή ευγένεια στις διαβάσεις για να περάσουν οι πεζοί, ένα χάρμα αυτοματισμού και ρομποτικής. Και θα είμαι ειλικρινής: η αρχική μου έκπληξη μετατράπηκε συντόμως σε συγκίνηση για την τεχνολογική αυτή πρωτοπορία και με ελπίδα για το λαμπρό, μεταμοντέρνο μέλλον των μετακινήσεων -για έναν αναδυόμενο κόσμο (α) που δεν θα χρειάζεται να αποστηθίζεις τα σήματα και να περνάς τις εξετάσεις οδήγησης γιατί απλούστατα δεν θα πιάνεις εσύ ποτέ τιμόνι (που ως γνωστόν, προσοχή γιατί λερώνει), (β) που δεν θα χρειάζεται να ανησυχείς για ασυνείδητους ούγκανους και μεθυσμένους καμικάζι γιατί το λογισμικό θα είναι υποδειγματικά συνεπές προς τους κανόνες οδικής συμπεριφοράς, (γ) που δεν θα σιχτηρίζεις ώσπου να βρεις να παρκάρεις στην Κυψέλη διότι θα σε αφήνει ωραιότατα το όχημα έξω από τον προορισμό σου και ώχου που δεν σε νοιάζει αν θα πάει ίσαμε το Καματερό για να παρκάρει και (δ) που δεν θα καπνίζει στα μούτρα σου, θα επιλέγει τη βέλτιστη διαδρομή και θα σε μεταφέρει με ασφάλεια γιατί δεν θα κάνει επικίνδυνες προσπεράσεις και δεν θα γκαζώνει στο πορτοκαλοκόκκινο. Είμαστε τελοσπάντων και μίας ηλικίας, έχουμε μεγαλώσει με το ιδεώδες του Κιτ από τον Ιππότη της Ασφάλτου.

Παρότι λοιπόν σε πρώτη φάση, μου φάνηκε κάπως σκιαχτικό να διασταυρώνεσαι στο δρόμο με τέτοια άδεια οχήματα χωρίς οδηγούς, όλα μία ιδέα είναι καημένε και όλα συνηθίζονται. Και τελοσπάντων, μας έρχεσαι έχοντας την χαοτική εμπειρία των ελληνικών δρόμων και της άναρχης οδήγησης, δεν σε παίρνει να μας το παίζεις βαρύ πεπόνι.

Για να μην στα πολυλογώ, φθάνω εντέλει στον προορισμό μου, ένα ωραιότατο πάρκο δίπλα στον ποταμό Κολοράντο όπου πεζοπορούν αρκετοί άνθρωποι σε υπέροχες διαδρομές πνιγμένες στη βλάστηση. Όπως παντού στην Αμερική, έχει προβλεφθεί κι εδώ μία μεγάλη έκταση με θέσεις στάθμευσης όπου μπορείς να αφήσεις το αμάξι σου. Εκείνο το απόγευμα, ο καιρός ήταν υπέροχος και η θερμοκρασία ιδιαιτέρως ευχάριστη, οπότε φαίνεται ότι δυστυχώς πολλοί άλλοι είχαν την ίδια ιδέα με εμένα και είχαν έρθει στο πάρκο. Επί δώδεκα συναπτά λεπτά στριφογύριζα το υπαίθριο  πάρκινγκ, αλλά θέση ούτε για δείγμα. Απεγνωσμένος, ακολουθούσα μουλωχτά διάφορους πεζούς μπας και κατευθύνονταν στο αμάξι τους για να ξεπαρκάρουν, αλλά μάταια: ένας πήγαινε να πάρει κάτι από το πορτ μπαγκάζ του, μία άλλη φαίνεται ότι είχε ξεχάσει το κινητό της και είχε απλώς γυρίσει για να το πάρει. Ψημένος στα δύσκολα από την ελληνική εμπειρία, στάθηκα πονηρά με το αμάξι σε μία γωνία για να εποπτεύω δεξιά κι αριστερά και καραδοκούσα για να σταμπάρω τον πρώτο που τυχόν θα έφευγε. Κάποια στιγμή, παρατήρησα ότι στην άλλη άκρη, ένας μπαμπάς με δύο κοριτσάκια κατευθύνονταν στο όχημά τους και είδα το χαρακτηριστικό αναβόσβημα των φώτων που συνοδεύει την απενεργοποίηση του συναγερμού. Εύρηκα! Χαμογέλασα με αυτοπεποίθηση! Γεμάτος ενθουσιασμό πατάω το γκάζι μην τυχόν και μου προλάβει άλλος τη θέση. Αλλά για κακή μου τύχη, μία διερχόμενη γιαγιά ξεπροβάλει μπροστά μου και εννοείται σταματάω για να περάσει. Ακολουθεί ξωπίσω της το εγγονάκι της με ένα κόκκινο ποδηλατάκι, τσούκου τσούκου, να πατάει τα πεντάλ σε σλόου μόσιον. Και νάσου και μία παρέα από φιτ κοπελίτσες με στρωματάκια yoga που περπατάγανε αργά χωρίς να δίνουν την παραμικρή σημασία σε εμένα τον δύστυχο που περίμενα. Ήταν βασανιστικά τα δευτερόλεπτα, αλλά και τι να κάνεις; Εντέλει αδειάζει το πεδίο, ξαναγκαζώνω προς τη θέση που ήταν πλέον άδεια. Η δικαίωση της επιμονής, η επιβράβευση της ελπίδας -ναι, θα τον εκάμω τον περίπατο ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση, δίπλα στον ποταμό Κολοράντο! Μερικά όμως μέτρα πριν φθάσω, ξεπροβάλει από την άλλη μεριά ένα αυτοκίνητο. Κοιτάζω με αγωνία προς την πλευρά του οδηγού για να κάμω ένα νεύμα, να ζητήσω μία διευκόλυνση, να παρακαλέσω εν πάσει περιπτώσει για μία προτεραιότητα. Και για κακή μου τύχη, το όχημα είναι άδειο, μόνο του, αυτόνομο, “driverless” που λένε και στο χωριό μου. Προλαβαίνει να φθάσει δυοτρία δευτερόλεπτα πριν από εμένα στη θέση, βγάζει φλας, στρίβει καμαρωτό και μπουκάρει. Αφήνοντάς με να ζήσω μία μεταμοντέρνα, τεχνοφοβική συντριβή. Ξαφνικά βλέπω τη ζωή μου ως εφιαλτικό επεισόδιο του Black Mirror, με την σκούπα ρομπότ μου να στρέφεται εναντίον μου, το ChatGPT να παίρνει τη δουλειά μου, το driveless όχημά μου να πηγαίνει διακοπές χωρίς να με πάρει μαζί του. Εκεί, σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ στο Austin του Τέξας, που δεν είχε πλέον θέση για εμένα, ένιωσα παρείσακτος, απαρχειομένος, άκυρος, ματαιωμένος.


Επιστροφή στην Αθήνα. Εχθές το απόγευμα, περνάω με το αμάξι από το γαλακτοπωλείο Δημητρίου και σκέφτομαι να σταματήσω να πάρω κανένα γιαούρτι. Κανονικά, στο σημείο που βρίσκεται το εν λόγω κατάστημα, Σικίνου και Λέλας Καραγιάννη γωνία, σιμά στη Φωκίωνος Νέγρη, δεν τολμάς να διανοηθείς καν την εξεύρεση πάρκινγκ, γιατί είναι πιο πιθανό να σου πέσει το τζόκερ ή να σου δώσουν τιμητικά το Όσκαρ Κινουμένων Σχεδίων. Αλλά επειδή μου αρέσει το άτιμο το γιαουρτάκι, λέω ας κάνω δύο γύρους μπας και συμβεί τίποτις ανέλπιστο. Με το που παίρνω την πρώτη στροφή, ρίγη συγκίνησης: μία ωραιότατη θέση, ελάχιστα στριμωγμένη ανάμεσα σε έναν κάδο σκουπιδιών και ένα βανάκι. Βγάζω τα αλάρμ, κάνω μερικά μέτρα μπροστά για να μπω με την όπισθεν και πριν το πολυκαταλάβω, τρυπώνει στη θέση ένας αναίσχυντος νεαρός με ένα smart που ερχόταν από πίσω. Τον κοιτάζω από τον καθρέπτη, του κουρνάρω εξοργισμένος, δεν μου δίνει την παραμικρή σημασία και συνεχίζει τα μπροσπίσω για να ισιώσει το όχημα, μιλώντας μάλιστα στο κινητό του. Σαν να μην μου έφτανε ο εκνευρισμός μου, πλακώνουν άλλα πεντέξι οχήματα από πίσω και μου κορνάρουν δαιμονισμένα για να ξεκινήσω. Αποχωρώ ηττημένος για δεύτερη φορά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και δη χωρίς το γιαουρτάκι μου. Μόνο που τώρα αιτία δεν ήταν ένα κενό τιμόνι, ένας ρομποτικός αυτόματος πιλότος χωρίς πρόσωπο και ταυτότητα, αλλά ένας πολύ συγκεκριμένος αλητάμπουρας -διότι μην χάσουμε βρε αδελφέ, την ανθρώπινη επαφή με όλες τις τεχνολογίες που μας έχουνε ζώσει! Βεβαίως και να μην τη χάσουμε: έχω ρίξει έκτοτε κάτι καντήλια στον αναιδέστατο τύπο, εντελώς ανθρωποκεντρικά. Και έχω ειλικρινώς πεθυμήσει εκείνα τα εντελώς μόνα τους οχήματα, τα αυτόνομα, τα “driverless” που λένε και στο χωριό μου. Διότι τελοσπάντων έχουνε και το ελαφρυντικό του λογισμικού τους. 

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

Το Δουργούτι


Η Αθήνα είναι όπως τη συνηθίσεις. Αν μένεις στη μία της πλευρά -ας πούμε σε ένα Μαρούσι, ένα Χαλάνδρι, μία Λυκόβρυση βρε αδελφέ- αγνοείς την άλλη: το Περιστέρι, το Χαϊδάρι, το Αιγάλεω. Υπάρχουν γειτονιές που ακόμα κι αν τις έχεις διασχίσει για να φθάσεις στον όποιον προορισμό σου, παραμένουν ανοίκειες και ακατάληπτες. Έτσι είναι οι μεγαλουπόλεις, θα πεις. Αλήθεια, έτσι είναι.


Μέσα σε αυτόν τον αχταρμά από καθημερινότητες, υπάρχουν λοιπόν και κάποιες γειτονιές που μοιάζουν θαμμένες κάτω από το χαλί. Κι ας βρίσκονται σε κεντρικά σημεία, αόρατες μοιάζουν να είναι στους περσσότερους -μοναχά υπάρχουν γι'αυτούς που τις έχουν κατοικήσει. 


Μια τέτοια είναι το Δουργούτι. Στον Νέο Κόσμο, μια ανάσα από τη Συγγρού. 


Όσο πίσω κι αν το αναζητήσεις, σακατεμένο ήταν το δύστυχο. Ως τη δεκαετία του 60, μόνο παράγκες έβρισκες εδώ και λασπουριά. Το νεορεαλισμό κείνης της εποχής έχει καταγράψει ο Κούνδουρος στην ταινία "Μαγική Πόλις". Με Φούντα, Βέγγο και Κατράκη. Και μουσική του Χατζιδάκι. Στην ταινία εκείνη ακουγόταν το υπέροχο τραγούδι "Μια Πόλη Μαγική" -στους τίτλους, με τη θεσπέσια φωνή της Ζωής Μάγγου. Να το ιδείς, αν δεν το έχεις δει. Παραμένει διδακτικό.


Το 1965, ο Παπανδρέου -ο Γέρος ντε- έδωσε το περίφημο σύνθημα "κάτω η παράγκα" και εθεμελίωσε νέο οικισμό με την υπόσχεση να παραδώσει στους κατοίκους χίλια τόσα νεόδμητα διαμερίσματα. Με παροχή νερού και δίκτυο αποχέτευσης, παρακαλώ. Και με μεγάλους κοινόχρηστους χώρους. Και με αίθρια ανάμεσα στα μπλοκς των πολυκατοικιών να μπαίνει ο ήλιος και να χαϊδεύει παρτέρια με πρασινάδες. 


Για κάποια χρόνια, έδειχνε το πράμα να αλλάζει. Βελτιώθηκε σημαντικά το επίπεδο διαβίωσης -έβλεπες παιδιά να παίζουν στις παιδικές χαρές και τα πάρκα, ηλικιωμένους να κάθονται στα παγκάκια και τα περβάζια, έβλεπες γλάστρες με βασιλικό και μύριζες σπιτικό φαγί από τ'ανοιχτά παράθυρα. Οι άνθρωποι δοκίμασαν λίγο τ'όνειρο. Στήσανε ζωές πιο μπόσικες, κλειδώσανε το χθες τους στη ντουλάπα.


Κι ύστερα άρχισε τ'όνειρο να χάσκει διαψεύσεις. Οι πολυκατοικίες πάλιωσαν, τα παρτέρια χορτάριασαν, τα ντουβάρια ξεφτίσανε, η ανθρωπογεωγραφία της γειτονιάς άλλαξε. Έπεσε από πάνω και η κρίση ωσάν οδοστρωτήρας. Και επανέκαμψε δριμύτερη η ξυπολησιά και η φτώχεια να κατοικήσουν πάλι ετούτη τη γειτονιά -μετανάστες, μικροσυνταξιούχοι, απόκληροι. Τα κτήρια και οι δρόμοι θυμόντουσαν καλά την υπόθεση: ξαναπαιζόταν ίδιο έργο με άλλη διανομή. 


Το Δουργούτι σου διηγείται μία παραβολή για ετούτη τη χώρα. Που ξεκίνησε μέσα από τις λάσπες και τη φτώχεια. Που διαμορφώθηκε μέσα από τη μετανάστευση. Που πίστεψε σε ένα αύριο αλλιώτικο. Που θέλησε να υπερβεί την παράγκα της. Και ν' αποκτήσει φως και νερό και τηλέφωνο. Και που διάολε, τ'απόκτησε, μην είμαστε κι αχάριστοι.


Ναι, η χώρα κοίταξε πράγματι με πόθο την ευμάρεια και λαχτάρησε να λαδώσει τ'αντεράκι της με κάτι παραπάνω από τις πατάτες μπλουμ και τη φασολάδα. Είναι τόσο κακό αυτό; Μπορείς να της το προσάψεις ως ελάττωμα; 


Μπορεί ενίοτε στη διαδρομή να πλανεύτηκε από τα μεγάλα τα λόγια, τις επαναστατικές υποσχέσεις ή τις καθησυχαστικές ευκολίες. Πράγματι, σε κάμποσες πλάνες αφέθηκε! Αλλά ξέρεις, καμιά φορά, τείνω κι εγώ να γίνομαι πολύ σκληρός μαζί της. Με το πόσο επιπόλαιη και απερίσκεπτη αποδεικνύεται στις επιλογές της. Τη μέμφομαι για τις λογής λογής κατάντιες της. Κατάντιες μας.


Και τείνω να ξεχνώ, κάτι που να, μου υπενθυμίζει το Δουργούτι όταν το περπατώ: το από που ξεκίνησε! Πώς ήταν πριν εξήντα και εβδομήντα και ογδόντα χρόνια. Δεν είναι ξένες προς ετούτη την πατρίδα, μήτε η φτώχεια, μήτε η εξαθλίωση. Όπως δεν είναι ξένες προς ετούτη την πατρίδα, η τρυφερότητα και το νιάξιμο. Που στις δύσκολες στιγμές, λειτουργούν παρηγορητικά. Ακόμα κι εδώ. Σε αυτήν την ταλαιπωρημένη γειτονιά. Μέσα στο θλιμμένο της τοπίο.


Αχ, δεν βαριέσαι, καημένε! Στο είπα εξαρχής ότι υπάρχουν γειτονιές αόρατες. Δεν γίνονται αντιληπτές με τις αισθήσεις σου. Είναι πιθανό να τις προσπερνάς χωρίς να αποδίδεις καμία σημασία. Αλλά ένα περίεργο πράγμα: έχεις τη δυνατότητα αν το θελήσεις, να τις περπατήσεις μέσα σου. Γιατί κι αυτές, κομμάτι σου είναι. Κι εσύ, ως γέννημά τους πορεύεσαι. Κάποιες φορές, εξίσου αόρατος. 

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

My sweet Vivian darling

Κατά τη συνήθη τακτική μου, έφθασα στο αεροδρόμιο για την πτήση μου αρκετά ενωρίτερα. Εντάξει, υπερβολικά ενωρίτερα. Προς υπεράσπισή μου, (α) είχα να παραδώσω βαλίτσα, (β) φοβόμουν το ενδεχόμενο μεγάλης αναμονής στον έλεγχο διαβατηρίων και τελοσπάντων (γ) σκέφτηκα ότι πολλά μπορεί να πάνε στραβά στο αχανές αεροδρόμιο της Ατλάντα -δεδομένου ότι είναι άλλωστε το μεγαλύτερο του κόσμου σε επιβατική κίνηση. 

Παραδόξως όλα κύλησαν εξαιρετικά γρήγορα και αφού τελείωσα με τους ελέγχους και έριξα μία σύντομη ματιά στα μαγαζιά για να επιβεβαιώσω ότι οι Τομπλερόνε είναι στη θέση τους και οι κολώνιες παραμένουν ακριβές, κατευθύνθηκα στην πύλη αναχώρησης με σκοπό να περάσω τις δύο ώρες που απέμεναν, παρέα με τα διαβάσματά μου και κανένα podcast. 

Μερικά λεπτά αργότερα και ενώ είχα ήδη χαθεί στο βιβλίο μου (το “Algospeak” του Adam Aleksic, μία ενδιαφέρουσα μελέτη για την επίδραση που ασκούν τα social media στη γλώσσα), μία καλοβαλμένη κυρία γύρω στα 70, ήρθε και κάθησε απέναντι μου. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν στιγμιαία και ανταλλάξαμε ένα ευγενικό χαμόγελο, από εκείνα τα καθησυχαστικά χαμόγελα της αστικής ευγένειας που πολύ εκτιμώ. Στη φευγαλέα εκείνη επαφή, μου φάνηκε ευχάριστα συμπαθητική. Θα έλεγα και κάπως αριστοκρατική. Λεπτοκαμωμένη, με περιποιημένα ξανθά μαλλιά, λαμπερό πρόσωπο, λευκό δέρμα, κομψό και φροντισμένο ντύσιμο. Αν έπρεπε να μαντέψω εισοδηματικό επίπεδο, φαντάζομαι θα την κατέτασσα στο middle upper class -ναι, έχω κι αυτό το κακό συνήθειο να κατατάσσω ακόμα και συγκυριακές γνωριμίες, βάσει διαφόρων ταξινομήσεων που έχω στο κεφάλι μου.

Καθώς περνούσε η ώρα, ο κόσμος άρχισε να πυκνώνει. Τριγύρω μου ήρθαν και έκατσαν καναδυό  οικογένειες Αμερικανών και μία παρέα με μαύρες κοπέλες που χαχάνιζαν δυνατά καθώς χάζευαν βιντεάκια στο κινητό τους. Παρά τη 11ωρη πτήση που μας περίμενε, η διάθεση ήταν αλέγκρα, καθώς ήταν προφανές ότι οι περισσότεροι έρχονταν στην Ελλάδα για διακοπές. Ναι, ο συνδυασμός της Ακρόπολης, της Σαντορίνης, της παραλίας και του πιτόγυρου δημιουργεί μία μεθυστική αίσθηση προσμονής στους ξένους επισκέπτες μας.

Λίγα λεπτά πριν την επιβίβαση, το βλέμμα μου έπεσε και πάλι στην κυρία με την οποία είχα χαιρετιστεί πριν. Διάβαζε με προσήλωση έναν οδηγό της Αθήνας και σημείωνε με το στύλο της. Είχε μία έκφραση ευχαρίστησης. Σκέφτηκα πόσο χαρούμενος είμαι κι εγώ κάθε φορά που ετοιμάζομαι να ανακαλύψω έναν νέο προορισμό και μοιράστηκα για λίγο τη χαρά της. Τυπική και συνεπής, με το που έγινε η αναγγελία επιβίβασης, έχωσε μεμιάς τον οδηγό στην τσάντα της, τοποθέτησε τα γυαλιά της στη θήκη τους και στάθηκε διακριτικά στην ουρά, βαστώντας το διαβατήριο της για να μπει στο αεροσκάφος. 

Όσο ψύχραιμα κι αν αντιμετωπίζεις τις υπερατλαντικές πτήσεις, η αλήθεια είναι ότι παραμένουν αδυσώπητα κουραστικές. Ξεκινάς με τις καλύτερες προθέσεις, έχοντας οπλιστεί με υπομονή και έχοντας φορτώσει κάμποσα βιβλία και ταινίες στο ταμπλετ σου για να αντέξεις, αλλά κάπου στη μέση του ταξιδιού, σε πιάνει η απελπισία και νιώθεις ότι έχεις βρεθεί σε κάποια τρύπα του χωροχρόνου στην οποία τα λεπτά κυλούν με βασανιστική βραδύτητα.

Παρότι η Ατλάντα βρίσκεται αρκετά νότια στις ΗΠΑ, τα αεροπλάνα προς την Αθήνα ακολουθούν μία διαδρομή που εκ πρώτης σου φαίνεται παράδοξη. Πηγαίνουν βόρεια, πετούν πάνω από τις ανατολικές επαρχίες του Καναδά, εξέρχονται στον Ατλαντικό λίγο πιο νότια από τη Γροιλανδία και αφού περάσουν την Ισλανδία και τις βρετανικές νήσους, πιάνουν την ηπειρωτική Ευρώπη με κατεύθυνση νοτιοανατολικά προς τα Βαλκάνια. Λόγω της καμπυλότητας της γης, η διαδρομή αυτή είναι συντομότερη.

Είχαν περάσει ήδη οι πρώτες διόμιση ώρες και έχοντας αφήσει ξωπίσω μας την Νέα Υόρκη και τη Μασαχουσέτη, πιάσαμε το Μέιν και κατευθυνόμασταν προς τον Καναδά. Ο ουρανός ντύθηκε στα μαβί και άρχισε να σκοτεινιάζει, καθώς έπεφτε το δείλι. Οι αεροσυνοδοί μάς σέρβιραν το βραδινό γεύμα με σκοπό να κλείσουν ακολούθως τα φώτα ώστε να κοιμηθούν όσοι το επιθυμούσαν. Ω ναι, τους φθονώ εκείνους που καταφέρνουν να κερδίζουν έναν βαθύ ύπνο κατά τη διάρκεια τέτοιων πτήσεων -όσο κι αν το έχω προσπαθήσει τόσες φορές, ουδέποτε τα έχω καταφέρει. Και έχω αναγκαστικά συμφιλιωθεί με αυτή την αδυναμία μου. 

Είχα αρχίσει να παρακολουθώ στο τάμπλετ ένα ντοκιμαντέρ για την εκκένωση της Σαϊγκόν από τους Αμερικανούς στο τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ, όταν αντιλήφθηκα έντονη κινητικότητα στο διάδρομο. Άκουσα ότι κάποια κυρία ένιωσε έντονο πονοκέφαλο και μια αρκετά ανήσυχη αεροσυνοδός έσπευσε να της φέρει λίγο νερό και κανένα παυσίπονο. Υψώνοντας για λίγο το βλέμμα μου, συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για εκείνη την κυρία που μου είχε χαμογελάσει στο αεροδρόμιο. Την είδα να επιχειρεί να σηκωθεί μήπως συνέλθει, αλλά το πρώτο βήμα της ήταν εξαιρετικά αδύναμο, έχασε εντελώς την ισορροπία της και παραλίγο να σωριαστεί. Ευτυχώς η αεροσυνοδός που της έφερνε το νερό, επέδειξε γρήγορα αντανακλαστικά, έτρεξε και την κράτησε για να μην πέσει και της συνέστησε να καθίσει και πάλι στην καρέκλα της. Η κυρία υπάκουσε στωικά. Συνέχισα να παρακολουθώ το ντοκιμαντέρ μου, με τους Βιετκόνγκ να προελαύνουν στη Σαϊγκόν. 

Το αεροπλάνο πέταγε εδώ και ώρα πάνω από τις ανατολικές ακτές του Καναδά, όταν τα φώτα ξαφνικά άναψαν και από το μικρόφωνο η αεροσυνοδός μάς ενημέρωσε ότι προέκυψε ζήτημα υγείας με κάποια επιβάτη, ζητώντας από γιατρούς που τυχόν υπήρχαν ανάμεσά μας να προστρέξουν άμεσα σε βοήθεια. Επτά άνθρωποι, πέντε άντρες και δυο γυναίκες, σηκώθηκαν από τη θέση τους ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα -ορίστε και ένα καλό με τα θηριώδη αεροπλάνα που εκτελούν υπερατλαντικές πτήσεις: λόγω του πλήθους των επιβατών, είναι πολλές οι πιθανότητες να ταξιδεύει και κάποιος γιατρός. 

Μετά από σύντομη συνεννόηση μεταξύ τους, οι δυο εξ αυτών που κρίθηκε ότι είναι πιο σχετικοί εξέτασαν την κυρία με ό,τι μέσα διέθεταν και με τους υπόλοιπους να στέκουν λίγο πιο πίσω στο διάδρομο για συμπληρωματικές γνώμες. Ένα ιατρικό συμβούλιο εξελισσόταν μερικές χιλιάδες πόδια πάνω από το έδαφος και με όλους μας να περιμένουμε σιωπηλοί τη διάγνωση.

Η κυρία -που σημειωτέον ταξίδευε μόνη- είχε πάθει οξύ εγκεφαλικό. Οι γιατροί την τοποθέτησαν ανάσκελα με το κεφάλι και τους ώμους ελαφρώς ανασηκωμένα. Η αεροσυνοδός τη βοήθησε να χαλαρώσει τη ζώνη της και κατ’εντολή των γιατρών έφυγε τρέχοντας για να φέρει μια φιάλη οξυγόνο. Τα επόμενα λεπτά ήταν αγωνιώδη: ο ένας γιατρός που είχε πέσει πάνω της, της μιλούσε ακατάπαυστα θέτοντας ερωτήσεις («What’s your name again?”, “Is it Vivian?” “Can you please remind me our exact day, Vivian?”, “Where do you live, Vivian?” κ.λπ.) και ο άλλος της τοποθετούσε το οξυγόνο, ενώ η αεροσυνοδός της κράταγε το χέρι. Όσο πέρναγε η ώρα, τόσο πιο ανήσυχοι φαίνονταν όλοι τους. Οι δύο που ήταν πιο κοντά της, αντάλλαξαν μερικές ματιές και έγνεψαν στους υπόλοιπους που έστεκαν στο διάδρομο ότι τα πράγματα είναι δύσκολα. Άκουσα τον έναν να λέει στεναχωρημένος ότι η γυναίκα έχει-δεν έχει κάνα δίωρο ακόμα πριν να είναι εγκεφαλικά νεκρή. Η αεροσυνοδός έφυγε τρέχοντας προς το πιλοτήριο. 

Μερικές στιγμές αργότερα ακούστηκε μια αντρική φωνή στο μικροφωνο. Ήταν ο πιλότος. “Κυρίες και κύριοι, λόγω της σοβαρότητας του περιστατικού, θα πρέπει βάσει του πρωτοκόλλου να προσγειωθούμε άμεσα. Επειδή δεν υπάρχει περιθώριο χρόνου να επιστρέψουμε προς τις ΗΠΑ, αλλά ούτε και μπορούμε να περάσουμε τον Ατλαντικό γιατί ο χρόνος μας πιέζει αφάνταστα, θα επιχειρήσουμε αναγκαστική προσγείωση στην μόνη επιλογή που διαθέτουμε αυτή τη δύσκολη ώρα: στο τελευταίο αεροδρόμιο του Καναδά πριν τη Γροιλανδία, στο νησί St. John’s.» 

Προφανώς συναισθανόμενοι την κρισιμότητα των στιγμών, μουδιασμένοι και ανήσυχοι, ανασκουμπωθήκαμε άπαντες στις θέσεις μας και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την προσγείωση. Το St John’s είναι ένα αραιοκατοικημένο νησί κοντά στον αρκτικό κύκλο και διαθέτει αεροδρομιο με μικρό αεροδιάδρομο καθώς δεν εξυπηρετεί διεθνείς πτήσεις. Επομένως ναι, η προσγείωση θα ήταν μια πρόκληση για τον πιλότο. 

Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ο ουρανός είχε κάτι το μεταφυσικό: σκορπισμένα νησάκια στις ερεβώδεις παλέτες του μωβ. Σαν να έβλεπες σκηνές από το Λυκόφως των Θεών. Σαν να άκουγες συμφωνικό έργο του Βάγκνερ. 

Μια νέα ανακοίνωση μας επισήμανε να δέσουμε τις ζώνες μας και μας υπενθύμισε τα μέτρα ασφαλείας (μάσκες οξυγόνου, σωσίβια, οδηγίες για τυχόν εκκένωση του αεροσκάφους).

Οι γιατροί είχαν επιστρέψει στις θέσεις τους. Εκτός από έναν. Είχε αναλάβει να μείνει δίπλα στην Vivian, καθισμένος κάτω στο διάδρομο ανάμεσα στις θέσεις για να την παρακολουθεί. Και δίπλα του, επίσης κουλουριασμένη στο διάδρομο η αεροσυνοδός που τους κρατούσε και τους δυο. 

Ξέρεις, υπάρχουν στιγμες στη ζωή που υψώνονται μπροστά σου ως μνημεία ανθρωπισμού. Ως ηχηρές αποδείξεις ενός ψυχικού και συναισθηματικού μεγαλείου που αντιστέκεται στα αμέτρητα πάθη και τις μικρότητες μας. Στις εγωιστικές μας κορώνες, τις τοξικές μας επιθέσεις, τις φανατικές μας αμετροέπειες. Να, μια τέτοια σκηνή έβλεπα μπροστά μου. Τη Vivian στην κρίσιμη μάχη για τη ζωή, τον γιατρό και την αεροσυνοδό στην πιο ηχηρή απόδειξη ενός γνήσιου αλτρουισμού που υπερβαίνει το απλό επαγγελματικό καθήκον. Να, και τέτοιοι μπορούμε να είμαστε: πελώριοι, σημαντικοί, γενναίοι.

Το αεροπλάνο είχε φθάσει μερικές δεκάδες μέτρα από το έδαφος. Τα φωτάκια του αεροδιάδρομου εμφανίστηκαν από κάτω και ο πιλότος έκανε μια απότομη βουτιά. Κρατήσαμε όλοι την ανάσα μας. Γαντζώθηκα στα μπράτσα της καρέκλας. Οι πίσω ρόδες πάτησαν το έδαφος και το αεροσκάφος τραντάχτηκε. Ευθείς αμέσως ο πιλότος άρχισε να φρενάρει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τα γόνατα όλων μας έκαναν αντίσταση στις μπροστινές καρέκλες, ενώ κρατάγαμε την αναπνοή μας. Εντέλει μετά από μερικά αγωνιώδη δευτερόλεπτα, καταφέραμε να ακινητοποιηθούμε. Μερικοί από τους ελάχιστους Έλληνες που επέβαιναν στην πτήση, έκαναν το σταυρό τους. 

Ο γιατρός και η αεροσυνοδός σηκώθηκαν και πάλι όρθιοι, δίπλα στη Vivian. Έξω από το παράθυρο, είδα παρατεταγμένα τα ασθενοφόρα και τα πυροσβεστικά οχήματα που μας περίμεναν -προφανώς τα δεύτερα, για να επέμβουν σε περίπτωση που δεν τα καταφέρναμε στην προσγείωση. Μερικές στιγμές αργότερα, μία ομάδα Καναδών γιατρών και διασωστών μπήκε στο αεροπλάνο. Τοποθέτησαν τη Vivian σε φορείο. Η αεροσυνοδός εντόπισε και τους έδωσε μαζί την τσάντα της -σκέφτηκα ότι εκεί μέσα βρισκόταν η θήκη με τα γυαλιά της και εκείνος ο οδηγός για την Αθήνα. Με τα σημειωμένα αξιοθέατα.

Μείναμε εκεί, καθηλωμένοι, εντός του αεροσκάφους επ’αόριστον. Πρώτον, διότι είχαμε βρεθεί σε μία τρίτη χώρα και δεν μπορούσαμε να αποβιβαστούμε. Και δεύτερον, διότι λόγω της βίαιης προσγείωσης και της τεράστιας τριβής, είχαν υπερθερμανθεί τα φρένα και οι ρόδες. Παρότι η εξωτερική θερμοκρασία ήταν αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν, χρειάστηκε εν τω μέσω της νυκτός, να επιστρατευθεί ειδικό μηχάνημα για να ψύξει τους τροχούς. Μετά από τέσσερις ώρες αναμονής και κάμποσες καθησυχαστικές ανακοινώσεις, ο πιλότος μας έδωσε εντολή να δέσουμε και πάλι τις ζώνες μας και να ετοιμαστούμε για μία εξίσου απότομη απογείωση. Χωρίς τη Vivian.

Πράγματι, το αεροσκάφος πήρε απότομη φόρα και επιχείρησε μία σχεδόν κάθετη άνοδο προς τα ψηλά. Σύντομα βρισκόμασταν και πάλι στον αέρα, με τον σκοτεινό Ατλαντικό να απλώνεται ως αίσθηση και ως σκιά από κάτω μας. Ως μια τεράστια σιωπηλή απεραντοσύνη του πουθενά και του κανένα.

Οι ώρες ως την Αθήνα κύλησαν ακόμα πιο αργά από ό,τι θα περίμενα. Θέλεις η συσσωρευμένη ένταση; Θέλεις οι κάμποσες αναταράξεις και τα συνεχή κενά που μας τράνταζαν για το υπόλοιπο της βραδιάς; Ήταν μία δύσκολη πτήση ως το τέλος της.  

Έφθασα σπίτι νωρίς το πρωί. Σχεδόν τριάντα ώρες ξάγρυπνος. Άνοιξα τις μπαλκονόπορτες, έβαλα την τηλεόραση να παίζει. Δύο πολιτικοί μάλωναν για το πρόβλημα της ακρίβειας. Έφτιαξα έναν καφέ, αποφασισμένος να παλέψω τη νύστα για να προκάμω κάπως με το jet lag. Σωριάστηκα στον καναπέ κι άρχισα να αλλάζω τα κανάλια με το τηλεκοντρόλ. Δεν είχε τίποτα να δω. Ο νους μου πήγε στη Vivian. Να είναι αραγές ζωντανή; Τη σκέφτηκα να ξυπνάει σε έναν άγνωστο θάλαμο νοσοκομείου στο νησί St John’s του Καναδά. Κοντά στον αρκτικό κύκλο. Ευχήθηκα να είναι ζωντανή. Και την ευχαρίστησα θερμά. Που μου επιβεβαίωσε. 

Την πολύτιμη σημασία εκείνου του χαμόγελου που ανταλλάξαμε.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Η επιστροφή του Φρου Φρου

Οι δρόμοι εδώ στη Γερμανία, έχουν γεμίσει τις τελευταίες ημέρες με αφίσες μιας νέας παιδικής ταινίας υπό τον τίτλο Pumuckl und das große Missverständnis που βγαίνει σήμερα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Δεν ξέρω κατά πόσο ο μικροσκοπικός Pumuckl μπορεί να συγκινήσει τους σημερινούς πιτσιρικάδες, αλλά σε εμένα τουλάχιστον αυτή η όψιμη επανεμφάνισή του, μου προκάλεσε μια κάποια νοσταλγία για τα μικράτα μου. Αν ήσουν παιδί εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, θα με καταλάβεις -διότι μάλλον θα θυμάσαι αυτόν τον χαρακτήρα ως Φρου Φρου, να κάνει παρέα στις αναμνήσεις σου με τον Γούντι τον Τρυποκάρυδο, τον Ροζ Πάνθηρα και τον Αλφ τον Εξωγήινο. 

Ο Φρου Φρου λοιπόν -ή Pumuckl, όπως είναι το αυθεντικό όνομα που του απέδωσε η Γερμανίδα δημιουργός του, Ellis Kaut το 1962- είναι ένας μικρός άτακτος καλικαντζαράκος με πυκνά κόκκινα μαλλιά που διαμένει στο σπίτι του ξυλουργού Έντερ και ο οποίος μπλέκει διαρκώς σε μπελάδες. 

Η σχέση των δυο πρωταγωνιστών φέρνει στο μυαλό την αντίστοιχη σχέση του Πινόκιο με τον γερό-Τσεπέτο. Μόνο που εδώ η ιστορία τοποθετείται σε ένα πιο αυστηρό προτεσταντικό πλαίσιο, με τον ελαφρόμυαλο Pumuckl να προκαλεί συνεχείς αταξίες και τον συνετό Έντερ να τον νουθετεί και να τον επαναφέρει υπομονετικά στην τάξη. Ε, με κάτι τέτοια πρότυπα έχουν διαπαιδαγωγηθεί γενεές Γερμανών για να σταματάνε σήμερα τα οχήματά τους στις διαβάσεις και να μην πετάνε σκουπίδια στους δρόμους. 

Ο κάθε λαός με τα πρότυπά και τις ηθοπλαστικές του αφηγήσεις, θα πεις! Και θα'χεις δίκιο: τα αμερικανάκια διδάχθηκαν καπιταλισμό από τον Σκρουτζ ΜακΝτακ, τα σουηδάκια έμαθαν πατριδογνωσία από τον Νιλς Χόλγκερσον, τα ρωσάκια μυήθηκαν στα ιδεώδη του σοσιαλισμού από τον λαγό του σοβιετικού “Ну, погоди!” και τα γερμανάκια κατανόησαν τη σημασία της ευταξίας από τον Pumuckl. Εδώ στην Ελλάδα βέβαια, παρακολουθήσαμε όλα μαζί τα παραπάνω ως αχταρμά -ίσως να έχει κι αυτό τη σημασία του. 

Πάντως για να επανέλθω στη νέα ταινία, σε έναν κόσμο με computer animation, τεχνητές νοημοσύνες, καταιγιστικά εφέ και εξελιγμένα βιντεοπαιχνίδια, ο κάπως ξεπερασμένος Pumuckl μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου. Αλλά εγώ μια φορά χαίρομαι που τον ξανασυναντώ σε αφίσες στους δρόμους, σε κουκλάκια και παιχνίδια στις βιτρίνες καταστημάτων ή σε προϊόντα όταν ψωνίζω στο σούπερ μάρκετ. 

Και κάθε φορά σκέφτομαι πόσο δαιμόνια ευφυής ήταν η ιδέα εκείνου του έλληνα μεταφραστή που επινόησε το ευφάνταστο όνομα «Φρου Φρου» για να τον συστήσει στο ελληνικό κοινό -το οποίο μπορεί να εκτίμησε τον Pumuckl ως κινούμενο σχέδιο παρακολουθώντας τότε τις περιπέτειες του στην κρατική τηλεόραση, αλλά κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, καθόλου δεν συγκινήθηκε από το μήνυμά του. 

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Geilo

Υπάρχουν πρωινά που ανοίγεις τα μάτια, κατεβάζεις τα πόδια από το κρεβάτι και δυσκολεύεσαι να σκωθείς. Νιώθεις σαν να'σαι φορτωμένος με το βάρος του κόσμου ολάκερου -με προβλήματα και έγνοιες και εντάσεις και αδυναμίες. Και με αυτή την ατελείωτη λίστα με όσα σου'χουν αναθέσει ή έχεις αναθέσει εσύ στον εαυτό σου! Να κουβαλήσεις πρέπει και σήμερα τον βράχο μέχρις εκεί επάνω στην κορφή, καψερέ!

Κι ύστερα ένα πρωί, ανοίγεις τα μάτια και βρίσκεσαι εδώ. Σε ένα μέρος που λέγεται Geilo. 

Κοιτάζεις τριγύρω σου και σου παίρνει κάποιαν ώρα για να βεβαιωθείς ότι είσαι και πάλι εσύ.Έξω από την πόρτα σου απλώνεται μία καταπράσινη πλαγιά. Και σε καλημερίζει ένα σύννεφο από βαμβάκι που στοργικά καλύπτει τη λίμνη κάτωθέ σου. 

Φοράς το μπουφάν σου και βγαίνεις βιαστικά να εξερευνήσεις τα τριγύρω, πριν ηχήσει κάποιο ξυπνητήρι και χαθεί το όνειρο.

Το Geilo βρίσκεται στα μέσα της διαδρομής μεταξύ του Όσλο και του Μπέργκεν -υπό μίαν έννοια, στην καρδιά της Νορβηγίας. Προς τη μία πλευρά του υψώνονται βουνά και σχηματίζονται απόκρυμνες χαράδρες με φιόρδ και προς την άλλη, απλώνονται καταπράσινες κοιλάδες με όμορφες λίμνες. Είναι ένας τόπος ενδιάμεσος. Ούτε καθαρά βόρειος, ούτε αληθινά νότιος.

Σε λίγες ημέρες τα όσα βλέπεις θάναι καλυμμένα από χιόνι. Με ένα λευκό που απορροφά τα χρώματα και τους ήχους. 

Ήδη η μέρα έχει γίνει μία συνοπτική παρένθεση. Τους επόμενους μήνες, το φως θα έρχεται λίγο πριν το μεσημέρι και θα φεύγει βιαστικά πριν τολμήσεις να το καλοσυνηθίσεις. 

Περπατάς μόνος. Κι αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει να ζεις με τον εαυτό σου: να καταβυθίζεσαι στις σκέψεις σου, να απολαμβάνεις τις σιωπές σου, να καθαρίζεις τις αισθήσεις σου. Είναι μια άσκηση που μοιάζει αδιανόητη στην εργώδη καθημερινότητά σου. Στη δαπανηρή προσπάθειά σου.

Στο διάβα σου συναντάς ελάχιστους ανθρώπους. Οι κάτοικοι του Geilo δεν μιλούν πολύ. Θα σου χαμογελάσουν ήσυχα, χωρίς περιττές ερωτήσεις. Θα σου πουν μόνο ό,τι χρειάζεται. Μπορείς να το εκλάβεις ως ψυχρότητα, μπορείς να το θεωρήσεις σεβασμό. Εδώ μαθαίνεις πως τα λόγια δεν πρέπει να σπαταλιούνται. Σαν τις ακτίνες του ήλιου, σαν τη θέρμη της φωτιάς στο τζάκι. Θέλουν οικονομία τέτοιες πολυτέλειες.

Η ρουτίνα της ημέρας σου στο μέρος αυτό, είναι απλή. Ο χρόνος κυλάει διαφορετικά, το φως εκτιμάται αλλιώτικα. Οι δουλειές ολοκληρώνονται με συστηματικότητα, οι ρυθμοί είναι ήρεμοι, οι μετακινήσεις γίνονται αργά: άλλωστε οι δρόμοι δεν επιτρέπουν μεγάλες ταχύτητες και η ζωή δεν σου επιβάλει περιττές βιασύνες. 

Περνάς μία βόλτα από τον κεντρικό εμπορικό δρόμο για να αγοράσεις τα απαραίτητα. Τα καταστήματα είναι λίγα, αλλά φροντισμένα: τα περισσότερα διαθέτουν ξύλινη πρόσοψη και πωλούν καλόγουστα πράγματα: μάλλινα ρούχα και γάντια, ξύλινα διακοσμητικά, κεριά, τοπικά τυριά. Παίρνεις ένα ζεστό καφέ και ένα μοσχοβολιστό ρολό κανέλας.

Κι ύστερα κατηφορίζεις πως τη λίμνη Ustedalsfjorden. 

Δοκιμάζεις διακριτικά τα βήματά σου πάνω στις πέτρες, το γρασίδι και τα υγρά, πεσμένα φύλλα.

Στα νερά της καθρεφτίζεται το απέναντι τοπίο, δημιουργώντας φαντασμαγορικές συμμετρίες του επάνω και του κάτω κόσμου. 

Κοιτάζοντάς τους, επιβεβαιώνεις ότι μπορεί να ισχύει ταυτόχρονα κάτι και το αντίθετό του.

Στον αέρα αιωρείται μια αίσθηση αναμονής: το χιόνι δεν έχει έρθει ακόμη, αλλά το αισθάνεσαι. Κρύβεται μέσα στη γη, σχηματίζεται μέσα στα σύννεφα. Οι Νορβηγοί το ονομάζουν ventetid, «ο χρόνος της αναμονής». Μια περίοδος όπου όλα μοιάζουν έτοιμα, αλλά τίποτα δεν ξεκινά.

Ξέρεις πάρχουν ζωές ολάκερες που χαρακτηρίζονται από ένα ventetid. Μία ατέρμονη αναμονή για κάτι στο οποίο ελπίζεις ή φοβάσαι, προσβλέπεις ή αποστρέφεσαι. Και καταλήγεις να ζεις γι'αυτό, αντί να ζεις για σένα. 

Λίγο πιο πέρα, ένα μονοπάτι οδηγεί στην Kulturkyrkje, την εκκλησία του χωριού. Πρόκειται για μία σύγχρονη, λιτή κατασκευή, με έντονα στοιχεία από την παλιά νορβηγική αρχιτεκτονική των stavkirkers, των ξύλινων εκκλησιών της μεσαιωνικής Νορβηγίας. Η λέξη stave σημαίνει κατακόρυφος ξύλινος στύλος (σαν “κολόνα”). Από αυτούς τους στύλους παίρνουν το όνομά τους οι stavkirkers, καθώς ολόκληρη η δομή τους στηρίζεται σε ένα ξύλινο “σκελετό” από κατακόρυφες δοκούς.

Όταν ο χριστιανισμός άρχισε να εδραιώνεται στη Σκανδιναβία γύρω στον 11ο–12ο αιώνα, οι Νορβηγοί οικοδόμοι χρησιμοποίησαν τις τεχνικές της παγανιστικής ξυλοτεχνίας για να φτιάξουν τις πρώτες εκκλησίες. Εξού και οι κορφές τους θυμίζουν πλώρες πλοίων των Βίκινγκς. 

Παρότι εδώ λίγο παραπάνω, βρίσκεται ένα χιονοδρομικό κέντρο και κάμποσοι επισκέπτες έρχονται για την ανάπαυλά τους, μην ψάχνεις για διασκεδάσεις και νταβαντούρια, γιατί οικτρά θα διαψευσθείς. Δεν τα χρειάζεσαι, αλήθεια. Δεν έχεις να αποδείξεις τίποτα. Ως και να απαλλαγείς μπορείς από τα συνήθη παίγνια των κοινωνικών συγκρίσεων και από τα άγχη των επιδιώξεών σου. Η μόνη επιδίωξη που βγάζει νόημα εδώ είναι να έχεις θέρμανση, να μη σε προδώσει η γεννήτρια στο κρύο, να βγει ο χειμώνας χωρίς προβλήματα. Μια λιτή, σχεδόν πρωτόγονη ικανοποίηση, που τοποθετεί τα πράγματα στις απλές τους διαστάσεις.

Κάθε μέρα εδώ είναι ένα μάθημα πάνω στην έννοια της επάρκειας. Μιας ζωής που δεν χρειάζεται να είναι διαρκώς γεμάτη με δραστηριότητες και επιδιώξεις και αποφάσεις και πηγαινέλα. 

Μιας ζωής που εκτιμά τον ήχο του νερού που τρέχει κάτω από τον πάγο, το βλέμμα του γείτονα που σου χαμογελάει μία συνοπτική καλημέρα, το φως στο παράθυρο που σου επισημαίνει την ύπαρξή σου.

Η μεγαλύτερη επιτυχία εδώ είναι να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου. Αν και αυτή παραμένει επιτυχία ανεξαρτήτως του τόπου και της συνθήκης σου.

Πέρασε η ώρα, πάγωσε η ανάσα. Το αεράκι του Βορρά συναντά κάθε πόρο σου, μα δεν σε απασχολεί το κρύο. Νιώθεις να'χουν αλαφρύνει τα βάρυτα του κόσμου και τα μέσα σου. Δεν θέλεις να νυχτώσει το όνειρο, δεν θέλεις να επιστρέψεις στο κρεβάτι. Φοβάσαι. Ότι αν τυχόν κλείσεις τα μάτια και σε πάρει ο ύπνος, θα ξυπνήσεις και πάλι πίσω. Και θα χρειαστεί να κουβαλήσεις ξανά τον βράχο μέχρις εκεί επάνω στην κορφή. Καψερέ.