Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Χουτόνγκ

Κάποτες υπήρχε μία αχανής αυτοκρατορία. Που έμοιαζε πιο ακλόνητη από τα βουνά, πιο ισχυρή από τα βράχια και πιο απέραντη από το χρόνο. Και που ήταν τόσο σημαντική, που όλα περικλείονταν μέσα της και τίποτα πέραν αυτής δεν υπήρχε. Στην καρδιά της αυτοκρατορίας βρισκόταν η Βόρεια Πρωτεύουσα. Και στο κέντρο της, υπήρχε το παλάτι. Εκεί διέμενε ο αυτοκράτορας. Που διαφέντευε όλες τις τύχες και τίποτα δεν ήταν αρκετά σπουδαίο για να ταράξει την μεγαλειότητά του.

Εκεί που τελείωναν τα τείχη του παλατιού, ξεκίναγαν οι γειτονιές της πρωτεύουσας. Ακτινωτοί δρόμοι προς όλες τις κατευθύνσεις όριζαν τις συνοικίες. Σαν φλέβες διακλαδώνονταν στα σωθικά τους, εκατοντάδες μικρότεροι δρόμοι. Και χιλιάδες ακόμη πιο μικροί. Τόσο στενοί που χώραγε μετά βίας άνθρωπος με κάρο. Εκατέρωθεν βρίσκονταν τα σπιτάκια. Αμέτρητα σπιτάκια. Καμωμένα με χώμα και πέτρες. Και ό,τι άλλο μπορούσε κανείς να βρει, προκειμένου να καλύψει το κεφάλι του από τις ορμές της φύσης.

Καλωσήρθες στα χουτόνγκ. Πιάσε το χέρι μου και ακολούθησέ με στο λαβύρινθο της Beijing -του Πεκίνου, όπως αποκαλούσαν οι Δυτικοί για χρόνια, τη Βόρεια Πρωτεύουσα. Πρόσεξε όμως μην με αφήσεις, γιατί δύσκολα θα ξαναβρείς το δρόμο της επιστροφής. Τα συνήθη μέσα δεν θα σε βοηθήσουν: οι στενοί δρόμοι δεν αποτυπώνονται σε κανέναν έντυπο χάρτη, οι εφαρμογές πλοήγησης του κινητού σου δεν λειτουργούν στην Κίνα. Επίσης κανείς δεν μιλάει αγγλικά εδώ. Μήτε έχει καμία διάθεση να σε βοηθήσει αν χαθείς. Δύσκολη είναι η διέξοδος από τα χουτόνγκ, βάλτο αυτό καλά στο μυαλό σου. 

Το πρώτο πράγμα που θα με ρωτήξεις είναι μάλλον τι πάει να πει "χουτόνγκ". Στενό πέρασμα ανάμεσα σε τέντες, σημαίνει. Και προέρχεται από τη γλώσσα των Μογγόλων. Μην απορείς γι'αυτό -λίγα χιλιόμετρα πιο ανατολικά ξεκινούν οι στέπες. Κι αντιλαλούν ακόμη οι τρομακτικές ιαχές των ορδών του Τζέγκινς Χαν. Πολλές φορές τις φέρνει ο αγέρας, ανακατεμένες με κίτρινη σκόνη που πέφτει πάνω στις στέγες των χουτόνγκ και αποθολώνει τον ήδη βεβαρυμένο ουρανό.

Κάθε χουτόνγκ είχε τη δική του φυσιογνωμία. Άλλο φιλοξενούσε την αγορά των ψαριών, άλλο τα κρέατα, άλλο το ρύζι, τα μπαχαρικά, τα γουρούνια, τα καπέλα και τα πανταλόνια. Κοινώς αν ήθελες να γιομίσεις την αποθήκη σου με διάφορα καλούδια, έπρεπε να διανύσεις κάμποσα χιλιόμετρα απ'άκρη σ'άκρη της αχανούς πόλης. 

Στο κάθε χουτόνγκ, τα σπίτια σχηματίζουν μικρά τετράγωνα και στη μέση έχουν μία κοινόχρηστη αυλή -όπου μπορείς να βρεις σήμερα το πλυντήριο της οικογένειας ή ακόμα και την ηλεκτρική κουζίνα. Οι εξωτερικές πόρτες των σπιτιών είναι διακοσμημένες με λογής λογής σύμβολα που σκοπό έχουν να απομακρύνουν τα κακά πνεύματα. Υπάρχει συνήθως και κάποιο σκαλοπατάκι για να μπεις -στο οποίο σκοντάφτουν τα κακά πνεύματα- ενώ με το που μπαίνεις βρίσκεται μπροστά σου ένα τοιχίδιο ή κάποιο παραβάν για να προσκρούσουν εκεί -μάντεψε- τα όποια κακά πνεύματα δεν αποθαρρύνθηκαν από τα λοιπά εμπόδια και κατάφεραν να διεισδύσουν στο σπίτι. 

Εντάξει, προφανώς αυτό το τοιχάκι που συναντάς σαν ανοίγει η πόρτα, προφυλάσσει επίσης τους ενοίκους και από τα αδιάκριτα βλέμματα. Δεν φημιζόμαστε για τη θερμή κοινωνικότητά μας, μήτε για τη φιλοξενία μας. Δεν είναι μονάχα τα κακά πνεύματα που νιώθουν εδώ παρείσακτα. Αλλά μην μας ξεσυνερίζεσαι, είναι διαφορετικοί οι κώδικες επικοινωνίας. Και πολύ διαφορετική η κοινωνική μας οργάνωση από αυτή τουλάχιστον που έχεις εσύ συνηθίσει.

Τα πρώτα χουτόνγκ χτίστηκαν κατά τη διάρκεια της μογγολικής δυναστείας Γιουάν, δηλαδής γύρω στα 1300 μ.Χ. Αλλά η μεγάλη οικιστική ανάπτυξη ήρθε κατά τη δυναστεία των Μινγκ (1368 - 1644) και την τελευταία μαντζουριανή δυναστεία των Τσινγκ. 

Μετά ήρθε ο Μάο. Ο Κομμουνισμός και η Πολιτιστική Επανάσταση. Από το 1966 και για δέκα χρόνια, άρχισαν να γκρεμίζονται χουτόνγκ για να οικοδομηθούν κυβερνητικά κτήρια και εργατικά συγκροτήματα κατοικιών. Μαζί τους καταστρεφόταν και ο παραδοσιακός κοινωνικός ιστός της πόλης. Αν βελτιώθηκαν τα πράματα, θα αναρωτηθείς.

Όχι, δεν βελτιώθηκαν. Σε κάποιες περιπτώσεις χειροτέρευσαν. Χιλιάδες εκτοπισμένοι βρέθηκαν σε μικρά διαμερίσματα, μακριά από τις οικογένειές τους και από τον τόπο εργασίας τους, χωρίς να έχουν δικαίωμα να αρνηθούν την μετεγκατάστασή τους ή να επιστρέψουν.

Άλλοι μεταφέρθηκαν μακριά από το κέντρο της Beijing. Ακόμα και στην επαρχία. Για να δουλέψουν στα μεγάλα κατασκευαστικά έργα του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ή να εργαστούν σε αυτή τη δύσκολη, λασπωμένη γη που θρέφει με ρύζι γενεές επί γενεών, τον λαό της Κίνας. 

Η δεύτερη μεγάλη καταστροφή ήρθε μόλις πριν μερικά χρόνια. Με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008. Η κυβέρνηση έκαμε έναν αγώνα δρόμου για να εξωραΐσει κάπως την εικόνα της χαοτικής πρωτεύουσας με τα χουτόνγκ και τους χωματόδρομούς της. 

Καινούργιες λεωφόροι έπρεπε να διανοιχτούν, καινούργια στάδια έπρεπε να κατασκευαστούν και οι παραγκουπόλεις των χουτόνγκ με τους εκατομμύρια φτωχούς κατοίκους, έπρεπε με κάποιον τρόπο να κρυφτούν από τα αδηφάγα, επικριτικά βλέμματα των δυτικών επισκεπτών.

Κι έτσι άρχισε το γκρέμισμα. Τα χαμόσπιτα κατέρρεαν σαν τραπουλόχαρτα κάτω από τις μπουλντόζες και τους γερανούς. Διεθνή αρχιτεκτονικά γραφεία ξεδίπλωναν σχέδια για υπέρλαμπρους ουρανοξύστες και φουτουριστικά κτήρια. 

Και η κυβέρνηση χαμογελούσε ικανοποιημένη από τα νέα μεγαλεία. Της αυτοκρατορίας. Που μοιάζει πιο ακλόνητη από τα βουνά, πιο ισχυρή από τα βράχια και πιο απέραντη από το χρόνο.

Παρά τη μεγάλη αλλαγή που συντελέστηκε πάντως, λίγο αν λοξοδρομήσει κανείς από τις κεντρικές λεωφόρους, θα βρεθεί και πάλι εκεί: στις λασπώδεις γειτονιές που φιλοξενούν εδώ και αιώνες τους απόκληρους της αυτοκρατορίας. 

Είναι αυτοί που φτιάχνουν τα παπούτσια με τα οποία περπατάς. Είναι αυτοί που ράβουν τα μπλουζάκια που φοράς. Που πλέκουν τα καλάθια που έχεις στο μπαλκόνι. Τα κασκόλ που τυλίγεις γύρω από το λαιμό σου το χειμώνα. Τα μπρελόκ που δένεις τα κλειδιά σου. 

Σήμερα τα σπίτια στα χουτόνγκ είναι φτιαγμένα από τούβλα, τσιμέντο και λαμαρίνες. Πολλά διαθέτουν και ερ-κοντίσιον (δύσκολα αντιπαλεύεται αλλιώς το καλοκαίρι και με το καυσαέριο να τρυπώνει από παντού). Δεν διαθέτουν παρά ελάχιστα έπιπλα. Σίγουρα έχουν όμως κάποια τηλεόραση με την κεραία δεμένη προχείρως στη στέγη. Για να βλέπουμε τα σήριαλς και τα τάλεντ σόους στα κρατικά κανάλια μας. 

Στα είκοσι ή τριάντα τετραγωνικά που καταλαμβάνει το μέσο σπίτι, μένουν οι οικογένειες (μαμά, μπαμπάς, παιδί) ή κάποιο ηλικιωμένο ζευγάρι. Που θυμάται το Μάο να οργανώνει παρελάσεις στην Τιεν Αν Μεν. Που έχει ακόμα στο ράφι του το Κόκκινο Βιβλίο. Που φορά ακόμα τις στολές εργασίας κι ας έχουνε παλιώσει.

Σε μία προσπάθεια να επέμβει στο οικιστικό τοπίο της πρωτεύουσας και να περιορίσει τις αχανείς εκτάσεις των χουτόνγκ, το κράτος προχώρησε στην "περίφραξή" τους. Έχτισε αψηλούς μαντρότοιχους οι οποίοι μπορεί να περικλείουν μία ολόκληρη γειτονιά. 

Περνάς απ'έξω, βλέπεις έναν ενιαίο τοίχο να εκτείνεται για καμιά τρακοσαριά μέτρα δίχως ανοίγματα και μήτε που αντιλαμβάνεσαι τι υπάρχει από πίσω.

Δίπλα στις εισόδους αυτών των περίφρακτων γειτονιών έχουν κτιστεί δημόσιες τουαλέτες. Βλέπεις, πολλά από τα σπίτια δεν διαθέτουν μπάνιο και αρκετοί κάτοικοι καταφεύγουν αναγκαστικά στις κοινόχρηστες αυτές υποδομές. Όπως σωστά φαντάζεσαι τα θέματα υγιεινής παραμένουν πολύ προβληματικά.

Ναι, η Βόρεια Πρωτεύουσα της μεγάλης αυτοκρατορίας των Κινέζων είναι απέραντη όσο τα δαιδαλώδη χουτόνγκ της και μικροσκοπική όσο οι ζωές των ανθρώπων που ζούνε μέσα τους. 

Ακριβώς πίσω από τα μεγάλα σοσιαλιστικά κυβερνητικά κτήρια της Τιεν Αν Μεν, τριγύρω από την Απαγορευμένη Πόλη του πάλαι ποτέ Αυτοκράτορα, προς Βορρά και Νότο, προς Δύση και Ανατολή, παντού όσο φθάνει το μάτι σου, νομίζω πως τα απλωμένα χουτόνγκ αποτελούν την καλύτερη δυνατή απάντηση. Σε κάθε ερώτησή σου που αφορά την Κίνα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου