Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Όλα για την επιστήμη

Έχεις κλείσει τραπέζι σε γκουρμέ εστιατόριο σε δύο ώρες, αλλά επειδή περπάτησες πάνω-κάτω όλη την παραλία της Λεμεσού, σε έχει πιάσει μία λιγούρα. Λες ας πάρω ένα κατιτίς να μου μετριάσει την πείνα. Εντοπίζεις φούρνο γνωστής κυπριακής αλυσίδας και μπουκάρεις. 

Επειδή η ποικιλία είναι τεράστια και δεν μπορείς να αποφασίσεις, παίρνεις δισκάκι και το γεμίζεις με διάφορα σφολιατοειδή: τυροπιτάκια, φλαούνες, ελιόπιτες, μανιταροπιτάκια, κούπες με κιμά. Ξέρεις καλά ότι το έχεις παρακάνει, αλλά βρίσκεσαι σε στιγμή αδυναμίας. Λίγο πριν φθάσεις στο ταμείο, σκέφτεσαι ότι θέλεις μωρέ και κάτι γλυκό. Βουτάς και μια μεγάλη ταχινόπιτα. Τα καταβροχθίζεις όλα, έχοντας πλήρη συνείδηση ότι θα καταλήξεις να πας χορτάτος στο εστιατόριο. 

Κι αυτό αγαπητά παιδιά μου είναι το λογικό σφάλμα της "γνωσιακής ασυμφωνίας" (cognitive dissonance). 

[Παραδείγματα για το μάθημα, βγαλμένα από τη ζωή.]

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

Guys & Dolls

Αν έχεις την εντύπωση πως τα μιούζικαλς καθόλου δεν έχουν εξελιχθεί και παραμένουν εγκλωβισμένα σε μία γλυκερή ή παλιακή αισθητική, πέφτεις πολύ έξω. Και μπορεί το είδος να μην είναι ιδιαίτερα αγαπητό στην Ελλάδα, αλλά -ως γνωστόν- το κοινό στα Λονδίνα και στις Νέες Υόρκες συνεχίζει να το αγαπά, να το επιζητά και να το απολαμβάνει. 

Ε λοιπόν πήγα προ καιρού να δω το Guys & Dolls -ένα κλασικό μιούζικαλ που γράφτηκε το 1950- στο Bridge Theater του Λονδίνου. Και σου το ομολογώ ότι μετά από καιρό βγήκα από θεατρική αίθουσα, ουχί απλώς ενθουσιασμένος, αλλά εκστασιασμένος. 

Ειλικρινά, δεν ξεύρω τι να σου πρωτο-επαινέσω. Ας ξεκινήσω με τη σκηνοθεσία: το σκηνικό είναι ένας μεταβαλλόμενος χώρος, που με διαρκείς επεμβάσεις και προσθαφαιρέσεις στοιχείων, σε ταξιδεύει από τους κακόφημους δρόμους του Μανχάταν και τις υπόγειες χαρτοπαικτικές λέσχες μέχρι την εξωτική Αβάνα. 

Το εξαιρετικά ανατρεπτικό είναι ότι πολλοί θεατές στέκονται και κινούνται γύρω ή και πάνω στη σκηνή, συμβάλλοντας στη δυναμική της πλοκής. 

Κάθε αλλαγή σκηνικού δε, είναι τόσο καλοκουρδισμένη και αριστοτεχνικά σχεδιασμένη, που οι περιφερόμενοι θεατές -χωρίς να λάβουν κάποια πολύ τυπική καθοδήγηση- οδηγούνται σχεδόν φυσικά από το ένα σημείο στο άλλο και μετατρέπονται σε οργανικό στοιχείο της παράστασης. 

Και βεβαίως, μιλάμε για ένα εξαιρετικά ταλαντούχο καστ. Με φωνές κορυφαίων προδιαγραφών, κίνηση γεμάτη πάθος και δύναμη, ενέργεια που σε ξεσηκώνει και σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό.

Δεν είναι τυχαίο ότι η παράσταση έχει σαρώσει τα θεατρικά βραβεία και συνεχίζει να λαμβάνει διθυραμβικές κριτικές. 

Ειδικά η σκηνή με το υπέροχο "Sit Down, You're Rockin' the Boat", θέλεις να μην τελειώσει: δεν χορταίνεται! 

Μετά το τελευταίο χειροκρότημα, στη σκηνή στήνεται ένα πάρτι με το κοινό να συμμετέχει, τραγουδώντας και χορεύοντας. Κάποιοι και κάποιες μάλιστα ήσαν εντυπωσιακά καλοί, αποσπώντας δυνατές ζητωκραυγές!

Βγήκα στο βραδινό Λονδίνο καταγοητευμένος. Στάθηκα στην άκρη του Τάμεση, απολαμβάνοντας την κατάφωτη γέφυρα. Παρότι η ώρα ήταν περασμένη -τουλάχιστον για τα δικά μου δεδομένα- αποφάσισα να μην γυρίσω ακόμα, αλλά να αφεθώ σε έναν μακρύ περίπατο δίπλα στο ποτάμι. Για να διατηρήσω όσο μπορώ περισσότερο την μουσική μέσα μου, τον αισιόδοξο παλμό και την ενθουσιώδη διάθεση. Σαν τη φλόγα στο κερί το βράδυ της Ανάστασης που πασχίζεις να μην σου σβήσει. 

If I were a bell, I'd ring a toll, A mighty toll, to warn the world. I'd ring it loud, I'd ring it clear, To warn the world that love is here.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

Maksimir

Όσο μεγαλώνω, τόσο πιο σιωπηλοί φαίνεται να γίνονται οι χειμώνες μου. 

Σαν πρόσκληση μοιάζουν -να κατεβάσω την ένταση της μουσικής για να συνεχίσω να την ακούγω μόνον μέσα μου. Σαν ευκαιρία φαίνονται -να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου για να τις τοποθετήσω με επιμέλεια στις βαλίτσες μου.

Ακόμα και οι βόλτες μου γίνονται πιο εσωτερικές. Σαν να ξαναβρίσκω τη συνομιλία με τον εαυτό μου εκεί που την άφησα πριν μήνες. Κι έχω τόσα καινούργια πράγματα να κομίσω, τόσα επιχειρήματα να αραδιάσω και τόσες διαψεύσεις να παραδεχτώ που σχεδόν παρακαλώ να μην έρθει πάλι βιαστικά η άνοιξη και με αποσπάσει από την κουβέντα. Ας προλάβω να βγάλω τουλάχιστον μερικά νέα συμπεράσματα κι ας ανθίσει ο τόπος μετά.

Τα ευσύνοπτα απογεύματα τούτης της περιόδου, αρέσκομαι να τα τριγυρνώ σε μέρη τρυφερά.

Όπως ετούτο.  Το πάρκο Maskimir, στις ανατολικές άκρες του Ζάγκρεμπ.

Κάθε φορά, ακολουθώ διαφορετική διαδρομή εντός του: άλλοτε σκαρφαλώνω κάποιον από τους κάμποσους λόφους του, άλλοτε κατηφορίζω προς τις λίμνες του για ν'απολαύσω τις συμμετρίες που ζωγραφίζουν τα νερά τους. 

Βαδίζοντας στο καστανοκίτρινο χαλί που στρώνουν οι βελανιδιές, οι οξιές και τα σφενδάμια, επιτρέπω στο ψυχρό αεράκι να ξυπνήσει τις αισθήσεις μου. Να οξύνει το βλέμμα μου και να ανακατανείμει τις ανάσες μου.

Αν τυχόν μου έρθει η όρεξη, φθάνω ως το Bellevue Pavillion. Για έναν ζεστό καφέ μετά συνοδείας μπισκότου κανέλας. Σε ένα τραπεζάκι, βρίσκομαι να αναζητώ κάποια απορία μου στο ίντερνετ ή να σημειώνω κάποιο μηνύμα προς τον μελλοντικό εαυτό μου.

Ε λοιπόν πάντα, μα πάντα, θα ευγνωμονώ τον Maksimilijan Vrhovac -τον επίσκοπο εκείνον που εμπνεύστηκε και δημιούργησε το πάρκο στα τέλη του 18ου αιώνα. Ένθερμος υποστηρικτής των ιδεών του Διαφωτισμού, ο Maksimilijan Vrhovac, οραματίστηκε έναν κατάφυτο παράδεισο, με αψηλά δέντρα, ρομαντικά δρομάκια, λιμνούλες και ξέφωτα που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι εισήλθες σε έναν μυστικό κήπο.

Σαν αυτούς που διαμορφώνεις μέσα σου. Για να τρέχεις στις διαδρομές τους, για να κυλιέσαι στα γρασίδια τους, για να σκιάζεσαι από τα δέντρα τους, για να κοιτάζεις τον εαυτό σου στα καθρεφτίσματα των υδάτινων αγκαλιών τους.

Όσο μεγαλώνω, τόσο πιο σιωπηλοί φαίνεται να γίνονται οι χειμώνες μου. 

Μα είναι αυτό μονάχα μια εντύπωση. Γιατί οι χειμώνες μου είναι πιο εκκωφαντικοί από ποτέ. 

Κι ας μην ακούγονται.

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Gullfoss

Στάθηκα για μερικές στιγμές για να ξεπλύνω το βλέμμα μου στα φθινοπωρινά χρώματα. Σήκωσα ψηλότερα το προστατευτικό μαντήλι μου για να καλύψω το στόμα και τη μύτη μου. Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάς τον παγωμένο αέρα του Βορρά και να του προσφέρεις τις ανάσες σου.

Αφού ανασκουμπώθηκα, άρχισα και πάλι να περπατώ. Tα βήματά μου βυθίζονταν στο λασπωμένο χώμα – πίσω μου και μπροστά μου, μερικές δεκάδες άλλοι επισκέπτες από όλον τον κόσμο, κουκουλωμένοι όλοι με τα αντιανεμικά μπουφάν μας, τα σκουφιά και τα άρβηλα. Μία σιωπηλή λιτανεία αγνώστων που βρεθήκαμε στις εσχατιές του κόσμου. Τα πνευμόνια μας ανέπνεαν υγρασία, στ'αυτιά μας αντηχούσε ένα ισχυρό βουητό και τα πόδια μας έτρεμαν από τις δονήσεις του εδάφους.

Σε κάποιο σημείο, το μονοπάτι παίρνει μεγάλη κλίση και κατρακυλιέται στην πλαγιά. Μαζί του κι όλοι εμείς.

Στο βάθος, κυρίαρχος και απόλυτος άρχοντας του μέρους, εκείνος.


Ο καταρράκτης Gullfoss.

Δεν είναι μήτε ο υψηλότερος, μήτε ο πιο θηριώδης από τους καταρράκτες που'χω αντικρίσει στη ζωή μου. Όμως κέρδισε εξαρχής το θαυμασμό μου.

Ίσως γιατί τον αισθάνθηκα ζωντανότερο από άλλους -σαν να βροντοφώναζε τη μανία του, σαν να σφάδαζε τις ορμές του. 

Καθώς τον επλησίαζα, άρχισα να τον περιεργάζομαι καλύτερα. 

Τα εκατόν σαράντα τόσα κυβικά μέτρα νερού που πέφτουν ανά δευτερόλεπτο, ακολουθούν μία κλιμακωτή πορεία. Πρώτα χύνονται από ύψος έντεκα μέτρων και αφού πάρουνε μία γρήγορη ανάσα, πέφτουν ακόμα πιο κάθετα από ύψος εικοσιενός μέτρων σε ένα φαράγγι δυόμιση περίπου χιλιομέτρων που'χει σκάψει μεθοδικά ο Gullfoss στο πέρασμα των αιώνων.

Σύμφωνα με τους τοπικούς μύθους, η Ισλανδία είναι μία χώρα ζωντανή: οι καταρράκτες -όπως και τα ποτάμια και τα βουνά και τα ηφαίστεια- κατοικούνται από τρολς, ξωτικά και λογής λογής αλλόκοτα πλάσματα. Που αφήνονται στους ενθουσιασμούς και τις λαχτάρες τους, στις χαρές και τις οδύνες τους. Που άλλοτε σου γελούν και σε τακταρίζουν κι άλλοτε απειλούν να σε αφανίσουν. 

Κι εσύ ο μικρός και αδύναμος, ορθώνεις μπροστά τους αλαζονικά την ασημαντότητά σου.

Τίποτα όμως δεν είναι πιο ισχυρό από το χρόνο. Ούτε καν ένας καταρράκτης όπως ο Gullfoss, πόσο μάλλον εγώ κι εσύ.

Όσο κι αν σφυρηλατεί το τοπίο του, όσο κι αν διαβρώνει τα βράχια του, όσο κι αν διατρανώνει την ισχύ του, κάποτες δεν υπήρχε. Και κάποτες θα πάψει να υπάρχει. 

Μα ίσως αυτό είναι που κάνει τόσο σφοδρή την αίσθησή του.

Σκαρφαλωμένος στο υψηλότερο σημείο παρατήρησής του, βρέθηκα να συνομιλώ μαζί του. Για την ακρίβεια, να λέμε ο καθένας τα δικά του. Εγώ τις αγωνιώδεις σκέψεις μου, εκείνος τα θηριώδη γουργουρητά του. 


Από ένα σημείο και μετά οι δύο παράλληλες αφηγήσεις ενώθηκαν. Και χύθηκαν με κρότο στο φαράγγι για να βυθιστούν αργότερα στο σιωπηλό ποτάμι. Ξέρεις, ακόμα και οι πιο δυνατές κραυγές στο τέλος γίνονται ησυχίες. 

Πήρα αντίστροφα το μονοπάτι για να φύγω. Ικανοποιημένος. Που άφησα τον καταρράκτη ασίγαστο πίσω μου. Που κράτησα τον καταρράκτη ασίγαστο μέσα μου.