Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Gullfoss

Στάθηκα για μερικές στιγμές για να ξεπλύνω το βλέμμα μου στα φθινοπωρινά χρώματα. Σήκωσα ψηλότερα το προστατευτικό μαντήλι μου για να καλύψω το στόμα και τη μύτη μου. Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάς τον παγωμένο αέρα του Βορρά και να του προσφέρεις τις ανάσες σου.

Αφού ανασκουμπώθηκα, άρχισα και πάλι να περπατώ. Tα βήματά μου βυθίζονταν στο λασπωμένο χώμα – πίσω μου και μπροστά μου, μερικές δεκάδες άλλοι επισκέπτες από όλον τον κόσμο, κουκουλωμένοι όλοι με τα αντιανεμικά μπουφάν μας, τα σκουφιά και τα άρβηλα. Μία σιωπηλή λιτανεία αγνώστων που βρεθήκαμε στις εσχατιές του κόσμου. Τα πνευμόνια μας ανέπνεαν υγρασία, στ'αυτιά μας αντηχούσε ένα ισχυρό βουητό και τα πόδια μας έτρεμαν από τις δονήσεις του εδάφους.

Σε κάποιο σημείο, το μονοπάτι παίρνει μεγάλη κλίση και κατρακυλιέται στην πλαγιά. Μαζί του κι όλοι εμείς.

Στο βάθος, κυρίαρχος και απόλυτος άρχοντας του μέρους, εκείνος.


Ο καταρράκτης Gullfoss.

Δεν είναι μήτε ο υψηλότερος, μήτε ο πιο θηριώδης από τους καταρράκτες που'χω αντικρίσει στη ζωή μου. Όμως κέρδισε εξαρχής το θαυμασμό μου.

Ίσως γιατί τον αισθάνθηκα ζωντανότερο από άλλους -σαν να βροντοφώναζε τη μανία του, σαν να σφάδαζε τις ορμές του. 

Καθώς τον επλησίαζα, άρχισα να τον περιεργάζομαι καλύτερα. 

Τα εκατόν σαράντα τόσα κυβικά μέτρα νερού που πέφτουν ανά δευτερόλεπτο, ακολουθούν μία κλιμακωτή πορεία. Πρώτα χύνονται από ύψος έντεκα μέτρων και αφού πάρουνε μία γρήγορη ανάσα, πέφτουν ακόμα πιο κάθετα από ύψος εικοσιενός μέτρων σε ένα φαράγγι δυόμιση περίπου χιλιομέτρων που'χει σκάψει μεθοδικά ο Gullfoss στο πέρασμα των αιώνων.

Σύμφωνα με τους τοπικούς μύθους, η Ισλανδία είναι μία χώρα ζωντανή: οι καταρράκτες -όπως και τα ποτάμια και τα βουνά και τα ηφαίστεια- κατοικούνται από τρολς, ξωτικά και λογής λογής αλλόκοτα πλάσματα. Που αφήνονται στους ενθουσιασμούς και τις λαχτάρες τους, στις χαρές και τις οδύνες τους. Που άλλοτε σου γελούν και σε τακταρίζουν κι άλλοτε απειλούν να σε αφανίσουν. 

Κι εσύ ο μικρός και αδύναμος, ορθώνεις μπροστά τους αλαζονικά την ασημαντότητά σου.

Τίποτα όμως δεν είναι πιο ισχυρό από το χρόνο. Ούτε καν ένας καταρράκτης όπως ο Gullfoss, πόσο μάλλον εγώ κι εσύ.

Όσο κι αν σφυρηλατεί το τοπίο του, όσο κι αν διαβρώνει τα βράχια του, όσο κι αν διατρανώνει την ισχύ του, κάποτες δεν υπήρχε. Και κάποτες θα πάψει να υπάρχει. 

Μα ίσως αυτό είναι που κάνει τόσο σφοδρή την αίσθησή του.

Σκαρφαλωμένος στο υψηλότερο σημείο παρατήρησής του, βρέθηκα να συνομιλώ μαζί του. Για την ακρίβεια, να λέμε ο καθένας τα δικά του. Εγώ τις αγωνιώδεις σκέψεις μου, εκείνος τα θηριώδη γουργουρητά του. 


Από ένα σημείο και μετά οι δύο παράλληλες αφηγήσεις ενώθηκαν. Και χύθηκαν με κρότο στο φαράγγι για να βυθιστούν αργότερα στο σιωπηλό ποτάμι. Ξέρεις, ακόμα και οι πιο δυνατές κραυγές στο τέλος γίνονται ησυχίες. 

Πήρα αντίστροφα το μονοπάτι για να φύγω. Ικανοποιημένος. Που άφησα τον καταρράκτη ασίγαστο πίσω μου. Που κράτησα τον καταρράκτη ασίγαστο μέσα μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου