Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Το παράθυρο

Βράδιασε πάλι. Ασήκωτο βάρος το σκοτάδι στην ήδη σακατεμένη πόλη. Ο Παναγιώτης έσβησε το καντηλέρι και μια υποψία φεγγαρόφωτος τρύπωσε δειλά μέσα από τις γρίλιες του μεγάλου παραθύρου, ίσα να ξεγελάει τη μαυρίλα. Από τη μέσα κάμαρη ακούονταν οι ψίθυροι των «θηλυκών» -έτσι αποκαλούσε τη γυναίκα του και την αδελφή της, πειράζοντάς τες. Κι εκείνες κάθε φορά που ακούανε τούτον τον χαρακτηρισμό, μορφάζανε επικριτικά.


Λίγο πριν πουν την τελευταία καληνύχτα, το συνήθιζαν να πιάνουν την κουβέντα τα θηλυκά. Για τα νέα της αυλής, την κυρα-Πέρσα και τα καμώματά της, τον κυρ-Αριστείδη και τις ιδιορρυθμίες του, τις απώλειες και τις θλίψεις τους. Η τελευταία λέξη τους αφορούσε το φαγί και την έγνοια του. Ας ξημερώσει πάλι αύριο και βλέπουμε. Έχει ο Θεός.


Ο Παναγιώτης ήταν ο τελευταίος που έπεφτε για ύπνο. Είχε βρει τη βολή του στο ντιβάνι του μπροστινού δωματίου -για να’χει και το νου του. Από το παράθυρο που είχε δίπλα του, αφουγκραζόταν τους ήχους του δρόμου. Κι ήτανε ήσυχος δρόμος η Αλκμένους. Τα βράδια, απολύτως σιωπηλός. Έκλεισε τα μάτια του κι αντάλλαξε την κόπωση της μέρας με την άφεση της νύχτας. Προτιμότεροι ήσαν οι εφιάλτες οι δικοί της.


Θα είχε περάσει κάνα δίωρο όταν ξαφνικά χτυπήματα τον πέταξαν ολόρθο, μπερδεύοντας τον ύπνο με τον ξύπνιο του: κάποιος ήτανε στην πόρτα! Τα χτυπήματα γίνονταν ολοένα και πιο δυνατά. «Σους» ψιθύρισε επιτακτικά στα θηλυκά, που ανασηκώθηκαν τρομαγμένα στο χαμηλοκρέβατό τους. Ποιος μπορεί να’ναι τέτοιαν ώρα; Μήπως ψάχνουνε κανέναν πάλι οι γερμαναράδες; Μήπως βγήκανε παγανιά πάλι τ’αναθεματισμένα κτήνη;


Κοντοζύγωσε στην πόρτα.

«Ποιος είναι;» ρώτησε κάπως φοβισμένα.

Καμία απάντηση.

«Είναι κανείς εκεί έξω;» ρώτησε λίγο πιο νευρικά.

Σιωπή.

Άνοιξε δειλά την πόρτα. Δε φαινότανε ψυχή. Έριξε μία γρήγορη ματιά αριστερά/δεξά, μα ο δρόμος ήταν έρημος.

Τι χουνέρια είναι τούτα βραδιάτικα; Έχει όρεξη κανείς γι’αστεία τέτοιες ώρες; Και σε τέτοιες εποχές;


Αφού σιγουρεύτηκε, κλειδαμπάρωσε και πήρε μία ανάσα ανακούφισης. «Δεν είναι κανείς. Άντε, κοιμηθείτε!» είπε στις γυναίκες κι επέστρεψε στο ντιβάνι του. Τυλίχτηκε με το ψευτοσέντονο που’χε σιάξει η γυναίκα του μεταποιώντας μια κουρτίνα της μάνας της και έκλεισε τα μάτια του.


Δεν πέρασαν δύο στιγμές και κάποιος άρχισε να χτυπά και πάλι την πόρτα. Τούτη τη φορά οι χτύποι ήσανε πολύ πιο δυνατοί. Αποφασιστικοί. Σε κατάσταση πανικού, κουτρουβαλιάστηκε κατά μεσής του δωματίου και έφθασε κακήν κακώς πίσω από την πόρτα.

«Ποιος είναι;» ρώτησε και πάλι.

Αλλά απάντηση, δεν έλαβε.


Πριν καλά-καλά ανοίξει την πόρτα, ένας εκκωφαντικός κρότος έτριξε συθέμελα το σπίτι. Το παράθυρο ξεκόλλησε από τη θέση του και χοντρά κομμάτια από το τζάμι καρφώθηκαν στο ντιβάνι. Θρύψαλα σκορπίστηκαν σε όλο το δωμάτιο. Και μια βάναυση βοή χύθηκε σε όλη την Αθήνα. Ένα μανιασμένο γερμανικό αεροπλάνο έσχιζε τον αττικό ουρανό και βομβάρδιζε την πόλη. Στριγκλιές ακούονταν από τα διπλανά σπίτια.


Ο Παναγιώτης βγήκε έντρομος και κατασκονισμένος στην Αλκμένους. Δεν υπήρχε κανείς έξω από την πόρτα. Εκτός από τον ίδιο. 


[Η ιστορία είναι πραγματική και συνέβη την τελευταία ημέρα πριν φύγουν οι Γερμανοί από την Αθήνα. Ο κ.Παναγιώτης ήταν ο καλύτερος φίλος του παππού μου. Πολλές φορές αφηγόταν την εμπειρία εκείνης της νύχτας, θεωρώντας ότι χρωστούσε τη ζωή του σε εκείνον τον μυστηριώδη –σχεδόν μεταφυσικό- χτύπο της πόρτας. Εκείνον το χτύπο που τόσο επιτακτικά τον σήκωσε από το ντιβάνι στο οποίο κοιμόταν και τον γλίτωσε από τη βόμβα που έπεσε έξω από το παράθυρό του.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου