Μη με ρωτάς τα πώς και τα γιατί βρέθηκα να περιπλανιέμαι έξω από τα Οινόφυτα. Ας πούμε πως με έβγαλε ο δρόμος. Κι είναι αλήθεια πως το μέρος ετούτο δεν αποτελεί προορισμό, αλλά μόνο πέρασμα για τους περισσότερους -από την Εθνική Οδό, χαίρεται κι αντίο σας.
Όλη ετούτη η περιοχή της κοιλάδας του Ασωπού, από τα Οινόφυτα και την Αυλώνα ως την Τανάγρα και τη Ριτσώνα, παρότι βρίσκεται δίπλα στην Αθήνα, σου δίνει την αίσθηση παραμεθορίου και δυσμενούς μετάθεσης.
Την αίσθηση της μετάβασης από την ύπαρξη στην ανυπαρξία, από το κάτι στο τίποτα. Λες και δεν ενώνονται η Βοιωτία με την Αττική, αλλά χωρίζονται. Σχώρνα-με, φταίει ο φθινοπωρινός καιρός με τις ανατροπές του και μ'έπιασε ο οίστρος. Μια ζεσταίνει, μια ποτίζει, μια βουρκώνει, απόφαση τελεσίδικη δεν φαίνεται να παίρνει.
Καθώς τριγύρναγα με τ'αμάξι στους αγροτικούς δρόμους και με μόνη παρέα κάποια δύστυχα σκυλιά που μου γαβγίζανε μέσα από τις μάντρες και τα θερμοκήπια, έπιασα κάποια στιγμή τον εαυτό μου να σφυρίζει εκείνο το παλιό τραγούδι που έλεγε "Ουρανέ / πού περνάς / σ'όποια πόρτα σταματάς / ποιος ακόμα με θυμάται / να ρωτάς, να ρωτάς".
Σε καναδυό σημεία σταμάτησα και βγήκα από τ'αμάξι. Για ν'αναπνεύσω τη δροσιά του υγρού χώματος, να αισθανθώ τα βήματά μου στο τρυφερό γρασίδι και ν'αγναντέψω το τριγύρω. Εκεί, ψάχνοντας τους ορίζοντες του προσανατολισμού μου, σκέφτηκα πως όλα τα μέρη δικαιούνται τις εποχές τους. Κι εσύ, κι εγώ και όλοι μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου