Μετά από μία γεμάτη μέρα με αναρριχήσεις σε ηφαίστεια και φυσιολατρικές διαδρομές σε καταρράκτες και φαράγγια, φθάνεις εντέλει με το αυτοκίνητο αργά το βράδυ στο κατάλυμα που είχες κλείσει για τη διανυκτέρευσή σου. Παρκάρεις κατάκοπος αλλά ανακουφισμένος που θα μπεις επιτέλους σε ένα ζεστό δωμάτιο να αποκάμεις. Δυστυχώς, από τον ενθουσιασμό των τοπίων, έχεις ξεχάσει να βάλεις κάτι στο στόμα σου όλη τη μέρα και συνειδητοποιείς ότι το μοτέλ σου βρίσκεται στη μέση του πουθενά.
Δεδομένου ότι τα πάντα είναι απερίγραπτα ακριβά, δεν τολμάς καν να ρωτήσεις την Ισλανδή ξενοδόχα, αν λειτουργεί το εστιατοριάκι δίπλα στη reception, διότι φοβάσαι ότι θα αναγκαστείς να πουλήσεις εκείνο το οικοπεδάκι στο Ζούμπερι για να φας εκεί.
Ανοίγεις το Google Maps, μήπως και παρ'ελπίδα εντοπίσεις σουπερμάρκετ κοντά για να πάρεις κάνα σάντουιτς, καμία κονσέρβα ή να αναζητήσεις έστω λίγη ξηρά τροφή, αλλά διαπιστώνεις ότι ο κοντινότερος οικισμός βρίσκεται κάνα δίωρο μακριά και λες ότι δεν αξίζει να κάμεις τέσσερις ώρες μπρος-πίσω μέσα στο πηχτό σκοτάδι για να φας συσκευασμένο κρουασάν και τσιπς.
Κλαις το οικοπεδάκι στο Ζούμπερι, ρίχνεις τα μούτρα σου και ζητάς από την ξενοδόχα αν επιτρέπεται να κάτσεις για φαγητό. Παραγγέλνεις (α) μία σούπα κολοκύθας για να ζεσταθεί λίγο το μέσα σου, (β) τη μόνη σαλάτα που βρίσκεις κάτω από 30 ευρώ και (γ) ένα ταπεινό fish & chips (παρότι δεν σου αρέσει το ψάρι, αλλά τελοσπάντων λες να μην το παίξεις και τζαναμπέτης τέτοιες ώρες). Τρως σχεδόν συγκινημένος από χαρά και παρότι δεν χορταίνεις, μακαρίζεις την τύχη σου διότι βλέπεις την ξενοδόχα να κατεβάζει σιγά σιγά τα ρολά και καταλαβαίνεις ότι λίγο παραπάνω να είχες αργήσει, δεν θα πρόφταινες ανοιχτό ούτε το εστιατοριάκι του μοτέλ. Έρχεται ο λογαριασμός και πληρώνεις εκατό ευρώ για τα τρία πιάτα, υπολογίζοντας ότι κάθε πατατούλα τηγανητή σού κόστισε κάνα πεντάευρω.
Σιχτηρίζεις την απρονοησία σου και μετανιώνεις που σαβούριασες την αμέσως προηγούμενη μέρα όλες τις προμήθειες που είχες στο αυτοκίνητο χωρίς να φροντίσεις να κάμεις έγκαιρα ανεφοδιασμό. Λες ας πάει και το παλιάμπελο, δεν ήταν καημένε και ιδιαιτέρως σπουδαίο εκείνο το οικοπεδάκι στο Ζούμπερι. Εντέλει ανασκουμπώνεσαι και εξέρχεσαι για να κατευθυνθείς στο δωμάτιό σου που είναι στην πίσω πλευρά του μοτέλ.
Αλλά με το που βγαίνεις, το βλέμμα σου σηκώνεται ψηλά στον έναστρο ουρανό. Όπου χορεύουνε φωτεινά πέπλα και αντανακλάσεις πάνω από το αμάξι σου. Στέκεσαι ακίνητος, σιωπηλός, εκστασιασμένος. Χαμογελάς στ'αλήθεια χορτασμένος. Λες, θα έχω να θυμάμαι αυτό το γεύμα σε όλη μου τη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου