Εδώ και τριάντα δύο χρόνια πηγαίνω αδιαλείπτως στον ίδιο κουρέα. Με ευλαβική συνέπεια και τακτικότητα. Όπως συμβαίνει με όλες τις συνήθειες, η κάθε μου επίσκεψη στο κουρείο έχει κάτι το καθησυχαστικό: μία αίσθηση ασφάλειας που ενισχύθηκε κατά το πέρας των ετών από την συσσωρευμένη οικειότητα.
Κάθε φορά, το μοτίβο παραμένει ίδιο: χαιρετιόμαστε, κάθομαι στην καρέκλα, περνάει γύρω από το λαιμό μου τη μακριά γαλάζια μπέρτα και καθώς ξεκινάει να μου παίρνει τα μαλλιά με τη μηχανή, ανταλλάσσουμε μερικές κουβέντες -που συνήθως περιορίζονται στα πολύ βασικά (όπως ο καιρός, η εν γένει κατάσταση κ.λπ.) ή σπανιότερα αφορούν πιο προσωπικά ζητήματα (π.χ. πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια, μου είχε πει ότι έχασε την υπέργηρη μητέρα του). Και ύστερα βυθιζόμαστε στη σιωπή.
Με τον κίνδυνο να ακουστεί αυτό κάπως βαρύγδουπο, θα σου πω ότι αυτά τα λεπτά σιωπής είναι για μένα μια άσκηση παρατήρησης του χρόνου. Πρώτον, διότι είμαι αναγκασμένος σε κάτι που σπανίως κάνω: να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέπτη και να με παρατηρώ για ώρα, διαπιστώνοντας τις αλλαγές στα χαρακτηριστικά του προσώπου μου έτσι όπως συντελούνται με την ηλικία. Και δεύτερον, να κοιτάζω τις τούφες που πέφτουν στην γαλάζια μπέρτα -και οι οποίες με τα χρόνια επίσης άλλαξαν αρκετά. Πριν καμιά δεκαετία έγιναν πιο ανοιχτόχρωμες κι ύστερα άρχισαν να γκριζαρουν -πιο δειλά στην αρχή, πιο αποφασιστικά τον τελευταίο καιρό. Αν είσαι σε πιο στοχαστική διάθεση, οι τούφες αυτές μπορεί να σου φανούν σαν την άμμο που πέφτει στην κλεψύδρα ή σαν το παρελθόν που ξεκόβεις και αφήνεις πίσω σου.
Όχι, η ως άνω παρατήρηση δεν συνδέεται με υπαρξιακή θλίψη, ούτε αποκρύπτει κάποιο άγχος ηλικίας. Θαρρώ πως είμαι αρκετά συμφιλιωμένος με την ιδέα του χρόνου που περνάει. Απλώς εκλαμβάνω αυτά τα σιωπηλά λεπτά σε εκείνη την καρέκλα ως μια κάπως ανορθόδοξη άσκηση προσωπικής επίγνωσης. Μια ευκαιρία να με κοιτάξω από κάποια απόσταση.
Προχθές λοιπόν ήμουν και πάλι στην ίδια καρέκλα. Μου τύλιξε την γαλάζια μπέρτα, αναφερθήκαμε στον καιρό -καταλήγωντας στην κοινή ευχή να βρέξει περισσότερο φέτος- και ύστερα άρχισε να μου παίρνει τα μαλλιά με τη μηχανή. Καθώς έπεσε η συνήθης σιωπή και ήμουν έτοιμος να αφεθώ σε σκέψεις σαν αυτές που σου περιέγραψα παραπάνω, έγινε κάτι παράδοξο: αισθάνθηκα για πρώτη φορά το ίδιο χέρι που με κουρεύει επί τριάντα δύο έτη, να τρέμει ανεπαίσθητα. Κοίταξα το είδωλο και των δύο μας στον καθρέφτη. Συνειδητοποιώντας πως ενόσω μετρούσα εγώ τον προσωπικό μου χρόνο, ο άνθρωπος που με κουρεύει τόσα χρόνια είχε αλλάξει επίσης πολύ. Ε λοιπόν πέραν των χαρακτηριστικών του δικού μου προσώπου και των γκρίζων μαλλιών, εκείνο το τρέμουλο του χεριού, υπήρξε μάλλον η πιο δηλωτική μαρτυρία του χρόνου. Μία μικρή αλλά βαρύνουσας συναισθηματικής αξίας διαπίστωση στην επαναλαμβανόμενή μου άσκηση: ο χρόνος μας είναι οι άλλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου