Υπάρχει κείνη η Μάλτα η γνωστή, π'αρμενίζει μεταξύ Σικελίας και βορειοαφρικανικών ακτών. Η Μάλτα των ιπποτών και των μεγαλιθικών κτισμάτων, η Μάλτα των θαλάσσιων διαδρομών και των συναντήσεων. Υπάρχει όμως κι άλλη μια, απείρως ταπεινότερη, καταμεσίς των καταπράσινων λόγκων της Μεσσηνίας.
Συνδέεται ίσως η καταγωγή της με τους Καταλανούς σταυροφόρους που ήρθανε κι έσιαξαν τα Λακκοχώρια επί Φραγκοκρατίας ή με επαναπατρισθέντες Μανιάτες που επέστρεψαν από την Ιταλία και την Κορσική και φαίνεται πως εμνημόνευσαν το νησί των ιπποτών στην ονοματοδοσία της νέας τους εγκατάστασης.
Όπως και να'χει, τούτο το χωριό π'ακούει στο όνομα Μάλτα, πολύ το εξετίμησα στις τελευταίες μέρες τ'Αυγούστου μου.
Τα χρώματά του, τις δροσιές του, τα πρασινοκίτρινα αμπελώματά του.
Κι ας δεν θέλουν αρκετοί να αντιμετωπίσουν το πέρας του καλοκαιριού (φωνάζοντας "απεταξάμην" σαν τολμήσεις να τους ευχηθείς "καλό φθινόπωρο"), εμένα ανέκαθεν με γαλήνευε η αποχώρησή του. Μακρόσυρτος μου φαινότανε πάντοτε ο Αύγουστος, σαν να'ναι μακράν ο μεγαλύτερος από τους μήνες και ο πιο φορτικός.
Το δε φθινόπωρο πάντα το αγαπούσα. Πώς το έλεγε ο Νίτσε; Εποχή της ψυχής περισσότερο, παρά της φύσης. Ας του δοθεί λοιπόν το βήμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου