Λέγεται πως οι πρώτοι που ήρθαν και κατοίκησαν την Ταβίρα ήσαν οι Φοίνικες, που έσιαξαν εδώ μιαν αποικία με τείχη θεόρατα, ναούς και λιμάνι. Εκείνη η πρώτη πόλη πήρε μάλιστα τ' όνομα του φοινικικού θεού Μπαάλ Σαφόν που διαφέντευε τις θάλασσες και τους κεραυνούς -διότι στα σίγουρα, είχες ανάγκη την προστασία του σ'ετούτες τις εσχατιές του τότες κόσμου.
Η πόλη ξέπεσε κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ τον 8ο αιώνα, πέρασε -όπως και σχεδόν ολάκερη η Ιβηρική- στα χέρια των Μαυριτανών.
Σ' αυτούς οφείλεται μέρος της σημερινής αρχιτεκτονικής ταυτότητάς της, παρά τις αλλαγές και επεμβάσεις που επήλθαν τους τελευταίους δυοτρείς αιώνες.
Την πόλη σκίζει στα δύο η πλατιά κοίτη του ποταμού Γκιλάο που ξεκινά απ' τα βουνά του κεντρικού Αλγκάρβε και αφού δροσίζει την Ταβίρα, χύνεται στον Ατλαντικό, αγκαλιάζοντας στο δέλτα του νησιά με θίνες και αμμώδεις παραλίες.
Σημείο αναφοράς στην πόλη είναι η περίφημη γέφυρα με τις επτά αψίδες που για χρόνια περνιόταν για ρωμαϊκή κατασκευή, μα αποδείχθηκε πως τη χτίσανε Άραβες, εκεί κάπου στον 12ο αιώνα.
Στις θηριώδεις ζέστες του καλοκαιριού, το ποτάμι σχεδόν ξεραίνεται και αποκαλύπτει τα σπλάχνα του. Σαν στραγγίζονται τα νερά και οι βάρκες κάθονται πάνω στη λάσπη, οι ψαράδες περιπατούν την κοίτη του Γκιλάο και μαζεύουνε καβούρια.
Το λευκό χρώμα των σπιτιών, οι πόρτες και οι σκεπές τους φέρουν ακόμα τη σφραγίδα των Μαυριτανών που κατοίκησαν εδώ για πάνω από πεντακόσια χρόνια.
Οι ασβεστωμένοι τοίχοι εξακολουθούν να επιτελούν τον ίδιο σκοπό: την προστασία από τον αδυσώπητο ήλιο που από Μάη μέχρι Σεπτέμβρη, υποτάσσει ετούτα τα μέρη σε αφόρητη ζέστη.
Τα μεσημέρια, τα καταστήματα κλείνουν, οι δρόμοι ερημώνουν και η Ταβίρα παραδίδεται στη ραστώνη του πορτογαλικού Νότου που φέρει για προίκα του επιδράσεις από το παρελθόν των Χαλιφάτων της Αλ-Ανταλούζ και από τις βορειοαφρικανικές του γειτονίες.
Ο χρόνος δεν μερίζεται βιαστικά σε εργώδεις ασχολίες, μα απλώνεται και διαλύεται σε ένα συνεχές που ημερώνει κι αχρηστεύει τα άγχη.
Και είναι εξαιρετικά σπάνιες οι ανατροπές που συντάραξαν την πόλη. Σπάνιες μεν, μεγάλες δε.
Το 1242, ο Ντομ Παϊο Πέρες Κορέϊα κυρίευσε την Ταβίρα, κατασφάζοντας τους κατοίκους ως αντίποινα για τη δολοφονία επτά Ιπποτών του από τους Μαυριτανούς σε καιρό ανακωχής. Να ένας κόμπος στον αργαλειό του χρόνου.
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η πόλη έγινε χριστιανική: τα τζαμιά αντικαταστάθηκαν από εκκλησιές, τα γιαταγάνια από σπαθιά, τα μαυριτανικά από πορτογαλέζικα.
Ο ναός της Σάντα Μαρία του Κάστρου που φιλοξενεί τους τάφους του Ντομ Παϊο Πέρες Κορέϊα και των ιπποτών του, οικοδομήθηκε στη θέση ενός τζαμιού. Το δε καμπαναριό με το ρολόι στέκει στο σημείο όπου κάποτες υψωνόταν ο μιναρές.
Εκεί που ήσαν απλωμένα τα χαλιά και γονατίζανε οι Μαυριτανοί προς την πλευρά της Μέκκας, προσεύχονται πλέον και σταυροκοπιούνται οι Πορτογάλοι. Προς ανατολάς κι αυτοί, η κατεύθυνση ίδια παραμένει.
Τριανταεπτά εκκλησιές έχει σήμερα η πόλη. Οι περισσότερες διαθέτουν λιτές και απέριττες προσόψεις.
Μα στο εσωτερικό τους κομψεύονται με αψίδες, αγάλματα και περίτεχνα ταβάνια.
Στα παλιά καλντερίμια της πόλης συναντάς κάποια σπίτια μονόπατα με μεγάλες πόρτες και κεραμοσκεπές.
Τα περισσότερα όμως είναι δίπατα και τρίπατα που φτιάχτηκαν τον 18ο αιώνα με ειδικές προδιαγραφές για πολύ συγκεκριμένο λόγο.
Βλέπεις το 1755, η πόλη υπέστη τεράστιες ζημιές από τον καταστροφικό σεισμό των 9 περίπου Ρίχτερ που έπληξε την Πορτογαλία και το Μαρόκο, αλλάζοντας το ρου της ιστορίας τους. Δεν ξεύρω αν ήταν αποτέλεσμα της οργής του Θεού, του Αλλάχ ή του Μπαάλ Σαφόν, πάντως η πόλη σείστηκε για τα καλά. Να και ο δεύτερος κόμπος.
Όπως παντού στη χώρα, έτσι κι εδώ, η αντοχή και η ασφάλεια των κτηρίων κατέστη βασικό ζητούμενο της επόμενης μέρας. Κι ήταν μακρά κι επίπονη η φάση της ανοικοδόμησης.
Που έγινε με υλικά πιο στιβαρά, με θεμέλια πιο γερά.
Μα ευτυχώς δόθηκε χώρος και στην καλαισθησία.
Στα σχήματα, στις επιφάνειες, στους όγκους.
Στις πόρτες.
Στα ρόπτρα.
Στα υπέρθυρα.
Στα μπαλκόνια.
Στα χρώματα των τοίχων που επαναστάτησαν κόντρα στο κυρίαρχο λευκό.
Στα χαρακτηριστικά πλακάκια που απονέμουν ονόματα στους δρόμους.
Τα τελευταία χρόνια το τουριστικό κύμα έφθασε και σ'ετούτα τα μέρη. Ξεφύτρωσαν ξενοδοχεία και εστιατόρια για να προσελκύουν ανήλιαγους Βορειοευρωπαϊους, τραχείς Ρώσους και απαθείς Κινέζους.
Τ'απογέματα, τα τραπεζοκαθίσματα στην κεντρική Praça da República γιομίζουν κόσμο και ο χώρος μπροστά στο Δημαρχείο πλημμυρίζει από παιδιά που βαβουρίζουν.
Κάποια τσαλαβουτούν και στο σιντριβάνι.
Μα είναι πρόσκαιρες τέτοιου είδους εντάσεις. Ίσα για να δοκιμάσουν την ησυχία της πόλης. Ίσα για να περιγελάσουν τη μακαριότητά της. Που αντί να υπονομεύεται, τουναντίον κραταιώνεται. Από τις λεπτομέρειες μιας καθημερινότητας λιγότερο σύνθετης από αυτήν στην οποία είμαι -εγώ τουλάχιστον- συνηθισμένος.
Μιας καθημερινότητας με τα επιτραπέζια ποδοσφαιράκια της.
Με τους αμέριμνους περιπάτους που διακόπτονται για ένα μήνυμα στο κινητό.
Με το κουβεντολόι που στήνουν οι γειτόνισσες.
Με το νου που χάνεται σε βλέμματα απλανή.
Με το συνταίριασμα χρωμάτων και διαθέσεων που επιτυγχάνεται χωρίς πολλές πολλές φιοριτούρες και περιττές συνεννοήσεις.
Με το άγαλμα του επισκόπου Μαρτσελίνο Αντόνιο Μαρία Φράνκο που κατοπτεύει νυχθημερόν μιαν από τις κεντρικές πλατείες της γενέτειράς του.
Κι αν πέρασαν οι καιροί και άλλαξαν τα πράματα, στο μεδούλι τους ίδια παραμένουν από τότες που πρωτοβρέθηκαν εδώ οι πρώτοι οικιστές μέχρις και σήμερα: οι βάρκες ξανοίγονται στον Ατλαντικό με την ελπίδα της καλής ψαριάς, τα σπίτια διπλώνουν το είδωλό τους στον ιδρωμένο Γκιλάο, το ποθητό αεράκι χαϊδεύει τα πλατιά φύλλα των φοινικόδεντρων.
Το ελάχιστο μόνο διαψεύδει την αίσθηση της ακινησίας. Αραιά και που, κανένας χαλίφης, κάποιος ιππότης ή ένας σεισμός. Όσο κι αν τα ξαναμετρήσεις, λίγα είναι, εδώ στη δική μας άκρη του κόσμου.
Καλημέρα Νίκο! Μα τι υπέροχο οδοιπορικό είναι αυτό!!!!! Δεν έχω λόγια παραπάνω να πω ούτε για τις φωτογραφίες ούτε για το κείμενο. Πηγή έμπνευσης η Ταβίρα - που χάρηκα για τη γνωριμία! Οι "κόμποι στον αργαλειό του χρόνου" εκεί γίνονται από εξωτερικές επεμβάσεις όπως και οι δικοί μας κάποτε... Τελευταία τους σιάχνουμε (!) μόνοι μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλπίζω να κατάφερα να αποτυπώσω λίγη έστω από την ηρεμία και τη σαγήνη της πόλης. Όσο για τους κόμπους, πράγματι σιάχνουμε πολλούς και μόνοι μας. Καμιά φορά λέω ότι θα'ταν προτιμότερο για τις ζωές μας, η δική μας η χώρα να γένναγε λιγότερη ιστορία. :)
Διαγραφή