Υπάρχουν τόποι που σπεύδουν να σου συστηθούν και προφανείς σου γίνονται εξαρχής οι συντεταγμένες τους. Υπάρχουν όμως και τόποι που μοιάζουν απροσδιόριστοι. Που θα μπορούσαν να'ναι εδώ κι αλλού, καταμεσής της χώρας ή κάπου στη μεθόριο. Είναι μέρη δυσεξήγητα: πάνω που νομίζεις πως τα'χεις καταλάβει, βρίσκουνε τρόπο να σε εκπλήσσουνε κι αλλιώς να σου παρουσιάζονται. Σε ένα τέτοιο μέρος, απεφάσισα να σε φέρω σήμερις. Κι αν σου φανεί αρχικώς η επιλογή μου αναπάντεχη, θα σε παρακαλούσα να μην βιαστείς να βγάλεις συμπεράσματα.
Πράγματι, οφείλω να το παραδεχτώ. Πως τα Βίλια δεν είναι συνήθης προορισμός. Και δεν σε αδικώ αν δυσκολεύεσαι να θυμηθείς κατά πού πέφτουν. Αν δεν σ'έβγαλε η άκρη κατά δω σε αναζήτηση μερακλαντάν εξοχικής χασαποταβέρνας ή αν δεν αποτέλεσαν τα Βίλια ενδιάμεση στάση σε καλοκαιρινή σου εξόρμηση προς την παραλία της Ψάθας, το πιο πιθανό είναι πως σε πιάνω αδιάβαστο και σε βλέπω να κόβεσαι στην πατριδογνωσία.
Αραδιασμένα σε μια πλαγιά του Κιθαιρώνα, κάπου εκεί που τελειώνει η Αττική και αρχινάει η Βοιωτία, τα Βίλια μοιάζουν με ξεπεσμένη κωμόπολη -απ'εκείνες που συναντάς συχνά πυκνά ανά την επικράτεια. Τώρα βεβαίως θα μου πεις εσύ και με τα δίκια σου, πως έτσι όπως γίναμε, έχουν ξεπέσει πλέον οι πόλεις, δεν θα ξεπέσουν οι κωμοπόλεις;
Αν όμως υπερβείς αυτήν την πρώτη εικόνα, μπορείς να ιδείς το παραπέρα. Και να κερδίσεις μιαν ευκαιρία να συλλέξεις λογής λογής κομμάτια αυτής της χώρας, που είναι σπαρμένα στους πεντέξι δρόμους του οικισμού. Να ανταμωθείς ας πούμε με ένα χοτέλ που δεν ευτύχησε να δει τουριστική ανάπτυξη.
Ή με έναν ΟΤΕ που δεν έγινε ποτέ του, Κοσμοτέ.
Αρβανίτες κατοικούνε τα Βίλια, εδώ και κάμποσους αιώνες. Μα να χαρείς, μην με μπλέκεις σε καταγωγές, εθνικές επιβεβαιώσεις ή διαψεύσεις: είναι οι καιροί πονηροί για τέτοιες συζητήσεις κι εγώ με την ιστορία δεν τα βάνω. Την αναστοχάζομαι πια, έχω πάψει να τη διεκδικώ.
Ο πρώτος οικισμός χτίστηκε εδώ τον 13ο αιώνα. Λέγεται πως πειρατές μπήκαν στο διπλανό Παλαιοχώρι (πούναι εδώ κι αιώνες εγκαταλελειμμένο), άρπαξαν τους κατοίκους του και τους πούλησαν στην Καλαβρία για δούλους. Οι όσοι λίγοι απομείνανε σιάξανε τα Βίλια.
Εφτά τουλάχιστον αιώνες κατοικείται το μέρος. Κι αν δεν με πιστεύεις, έλα στην κεντρική πλατεία να ιδείς την εκκλησία -που'ναι μάρτυρας αδιάψευστος μιας μακράς συνέχειας στο χρόνο.
Μπροστά της στέκει το καμπαναριό, που αποτελεί και είσοδό της. Πέτρινο, καμαρωτό -με τη μεταφορική και την κυριολεκτική του έννοια.
Ναός των Ταξιαρχών, ωκοδομήθη το 1637. Πριν τρακόσια ογδόντα χρόνια περίπου, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την εποχή που στας Ευρώπας ήτανε της μοδός το μπαρόκ και οι Καθολικοί με τους Προτεστάντες είχαν πιαστεί στα χέρια στον Τριακονταετή Πόλεμο -έτσι για να σου δώκω μερικά σημεία αναφοράς.
Ο ναός είναι πράγματι θεόπαλιος και σου δίνει την αίσθηση πως εισέρχεσαι σε ένα σπηλαιώδες παρελθόν.
Με τα βλέμματα των Αγίων να σε κοιτάζουνε με κάποια θλίψη, αλλά και με την επίγνωση της κερδισμένης τους μακαριότητας.
Η φθορά του χρόνου έχει αφαιρέσει τμήματα της εικονογράφησης κι έχει προσθέσει αξίες.
Κι έφθασαν τούτες οι μορφές νάναι άχρονες: μονδέρνες, ναΐφ, αρχαίες, σύγχρονες, παλαιολιθικές. Ανθρώπινες και μη, σαρκικές και άυλες. Σα να ήρθε ο χρόνος και να τους προσέθεσε πολύ περσσότερες από τις δύο διαστάσεις που αρχικώς τους είχαν αποδοθεί.
Θα'θελα να μπορούσα να ρωτήξω κτήρια σαν και τούτο, πούχουν σταθεί επί γενεών πολλών κι έχουν καλωσορίσει κι αποχαιρετίσει ανθρώπους, να μου πουν τα συμπεράσματά τους. Να μου διηγηθούν τα όσα είδαν και τα όσα διαπίστωσαν.
Να μου μιλήσουν για τις εποχές τις δύσκολες. Τότες που οι Βιλιώτες έστειλαν άνδρες να πολεμήσουν κατά των Τούρκων. Το 1821 στην πολιορκία του Ακροκόρινθου κι ύστερα μαζί με άλλους καμπόσους αρβανίτες στην επανάσταση των Θηβαίων. Αλλά και στην απόκρουση των Τούρκων στην ανακατάληψη της Χαλκίδας. Βιλιώτες συμμετείχαν και στη μεγάλη εκείνη νίκη κατά του Δράμαλη, εμποδίζοντάς τον να περάσει από τη Μεγαρίδα.
Ο Σταμάτης ο Λούκος, ο Αναγνώστης ο Στέφας, ο Αθανάσιος Κριεμάδης, ο Λουκάς ο Στεφόπουλος. Ναι, ο επαναστατικός οίστρος βρήκε κι εδώ, πρόσφορο έδαφος. Κι έτσι υπέγραψαν τα Βίλια εκείνο το συνυποσχετικό της αποστασίας στις 15 Μάρτη του 1821 μαζί με τους Αρβανίτες των λοιπών Δερβενοχωρίων και το διεμήνυσαν στον Τούρκο διοικητή της Θήβας.
Ανοίγοντας μια πόρτα σε ένα διαφορετικό μέλλον. Μιας Ελλάδας.
Ναι, για ζωές ανθρώπων μιλάμε. Για όνειρα και επιδιώξεις. Για συμφέροντα, για προσδοκίες, για ταυτότητες.
Για ελπίδες μιλάμε. Που ανάβουνε σαν κεριά και στερεώνονται πάνω στην άμμο.
Πίσω από το ναό, βρίσκεται ένας δεύτερος. Εμφανώς μεταγενέστερος, μεγαλύτερος και πιο εντυπωσιακός.
Ένας ναός πούχει κι αυτός για είσοδο το καμπαναριό του, ως ένδειξη ίσως σεβασμού κι εκτίμησης προς εκείνον τον προγενέστερο που βρίσκεται σιμά του. Ένας ναός κομψός, με σκάλα καμπυλωτή η οποία αν είσαι Αθηναίος, θάπρεπε κάτι να σου θυμίζει.
Και υποψίες να βάνει στο μυαλό σου πως πρόκειται μάλλον για ιδιαίτερο αρχιτεκτόνημα.
Αξίζει νομίζω να διαβάσεις τη μαρμάρινη επιγραφή δίπλα στην πόρτα.
Έργον του Γερμανού Αρχιτέκτωνος Ερνέστου Τσίλλερ εν έτει 1893. Νάτο ακόμα ένα κεφάλαιο σε μια αφήγηση ενιαία. Που προσθέτει μια πινελιά Σαξονίας (από εκεί έλκει την καταγωγή του ο Ερνέστος) σε ένα στόρι με Αρβανίτες, Σαρακηνούς κι Οθωμανούς.
Νάτη ακόμα μία επανάσταση. Ουχί ανεξαρτησίας αυτή τη φορά, αλλά καλαισθησίας. Δίπλα ακριβώς στην ταπεινή εκκλησία του 17ου αιώνα, έρχεται και προστίθεται ο νεοκλασικισμός. Μίας χώρας μικρής σε μέγεθος -μικρότατης τότες- και νεαρής σε ηλικία, η οποία απεφάσισε να τοποθετήσει τον πήχη της ψηλά, εδώ στην κεντρική πλατεία ενός οικισμού στις πλαγιές του Κιθαιρώνα.
Δεν είναι γραμμικές οι σχέσεις: καμπυλώνουν και διαπλέκονται. Ενώνονται και χωρίζουν.
Απέναντι από τις δύο εκκλησιές, στην ίδια αυτή πλατεία, στέκει το παλιό σχολείο των Βιλίων. Με εκείνη την καθαρότητα των γραμμών, με εκείνη τη δωρική απλότητα που κάποτες ήταν εξ ανάγκης επιβεβλημένη, μα σήμερα εντύπωση γλυκιά σού προκαλεί, κάτω από το πρίσμα της νοσταλγίας που κολακεύει τις μνήμες.
Μα είναι ώρα να σου εξηγήσω νομίζω και τον τίτλο που διάλεξα για την ανάρτηση αυτή -αν τυχόν τόχες απορία. Για έλα μαζί μου στον κεντρικό δρόμο, πάμε προς την πλευρά του Δημαρχείου.
Όπου διαβάζοντας την πινακίδα -κυρίως αυτή του 1897, που βρίσκεται πιο σεμνά τοποθετημένη κάτω από το μπαλκόνι- θα διαπιστώσεις πως μπορεί σήμερις ως Βίλια να σου συστήνεται το μέρος, μα τ'όνομα που είχε για καιρό ήτανε Ειδυλλία. Κι αν ίσως σου ακούεται τολμηρό ή παράδοξο ένα τέτοιο όνομα κι υπερβολή το βρίσκεις ως δήλωση, εμένα πάρα πολύ μου αρέσει!
Κι όλα αλλιώς μού γίνονται, σαν το προφέρω. Σαν να βαφτίζεται η εντύπωση απ'την αρχή! Ειδυλλία λοιπόν, τί όμορφο όνομα! Σαν ποίημα ακούεται, σαν στίχος από τραγούδι του Αττίκ. Σαν ονειροπόληση, σαν αύρα τρυφερή που κατηφορίζει την πλαγιά και σε χαϊδεύει.
Σαν Κυριακάτικο ξύπνημα. Που καταλαβαίνεις, που αποδέχεσαι, που συγχωρείς, που αγαπάς. Που σε μελαγχολεί, που σε ενθουσιάζει. Ναι, έχουμε ακόμα μία τελευταία στάση εδώ στα Βίλια που τα ελέγαν Ειδυλλία.
Σε ένα μικρό κηπάκι, κάτω από τα πεύκα και με ξωπίσω της τα σπίτια, στέκει κι εκείνη. Με την σχεδόν αέρινη κοψιά της, με το ανεπαίσθητο χαμόγελό της, με τα μελαγχολικά της μάτια.
Εδώ στην πατρίδα της και η Λαμπέτη. Στον τόπο που τη γέννησε ως Έλλη Λούκου -πριν δανειστεί απ'τον Βαλαωρίτη τ'όνομα με το οποίο έγινε γνωστή στο πανελλήνιο.
Δεν είναι άσπρο και μαύρο το νόημα, αγαπητέ αναγνώστη: είναι πολύχρωμο. Από τα βασικά -θαρρώ- πως πρέπει να ξεκινάει κανείς, χρώματα. Κι ύστερα ν'αναζητά τις επιμέρους αποχρώσεις. Εκείνες που προσθέτουν ποικιλία και επαυξάνουν την αντίληψη.
Και που στολίζουν ακόμα και μέρη δυσεξήγητα ή φαινομενικώς ασήμαντα, με ερμηνείες.
Ειδυλλιακός περίπατος. Τα κλειστά παντζούρια του σπιτιού που δεν θα ξανανοίξει ίσως πια πότε. Ευχαριστώ για το σημερινό μάθημα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχουν πάντα μία θλίψη τα κλειστά παντζούρια. Αλλά έρχεται η ώρα που πεθαίνουν και τα σπίτια σαν τους ιδιοκτήτες τους.
Διαγραφή