Όσο μεγαλώνω, το συνειδητοποιώ περισσότερο. Πως η ταυτότητα δεν προσδιορίζεται από το όνομα, τους γονείς, τον τόπο γέννησης. Ω, είναι πολύ πιο σύνθετο πράγμα η ταυτότητα! Και για να την εκαταλάβεις, πρέπει ν'αναζητήσεις με κόπο τα κομμάτια της κατά τη διάρκεια της ζωής σου, σε τόπους και σε χρόνους καμιά φορά αναπάντεχους. Κι ίσως -αν είσαι τυχερός- κάποια μέρα ν'αρχίσεις να σχηματοποιείς μέσα σου την εικόνα. Του ποιος είσαι και από πού μας έρχεσαι.
Η αναζήτηση ενός από αυτά τα κομμάτια είναι που με έφερε σε ετούτο το μέρος. Που αν το δείξεις σ'άνθρωπο κι αν τον εφέρεις να το περιπατήσει, δεν θα του πάρει παρά μονάχα μερικά λεπτά μέχρι να αποφανθεί πως πρόκειται στα σίγουρα για μέρος αγέλαστο και αδιάφορο.
Όχι, τουρίστας δεν έρχεται ποτέ στην πόλη ετούτη. Αξιοθέατα δεν υπάρχουν, μήτε κάτι ενδιαφέρον να ιδείς ή να επισκεφτείς. Μια-δυο εκκλησιές στο κέντρο και μερικά παλαιότερα σπίτια με χαριτωμένες προσόψεις, ανάμεσα σε μυριάδες άσχημα μονοκόμματα κτήρια -γενικώς, τίποτα που ν'αξίζει πραγματικά τον κόπο και την προσοχή σου.
Άλλωστε, πρόκειται για πόλη καινούργια που δημιουργήθηκε από συνένωση δυοτριών προγενέστερων οικισμών, πριν περίπου ενενήντα χρόνια, το 1930. Κι όμως, τις επόμενες δεκαετίες, αυξήθηκε ραγδαία ο πληθυσμός της. Κι ανάμεσα σ'αυτούς που ήρθαν να την εκατοικήσουν, ήσαν κι αρκετοί Έλληνες.
Βρισκόμαστε στη Γερμανία και πιο συγκεκριμένα, σε ένα από τα πιο ανεπτυγμένα και πλούσια κρατίδια της: τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Καλωσόρισες στο Λεβερκούζεν.
Μην ξεγελιέσαι από ετούτες τις τελευταίες φθινοπωρινές λιακάδες και τον τολμηρό κόσμο που τριγυρνά με κοντομάνικα: εδώ που ήρθες έχει συνήθως ο καιρός τις μαύρες του και φρόντισε να το συνηθίσεις!
Όπως κατάλαβες από την εισαγωγή, δεν έχω να σου δείξω παρά ελάχιστα πράγματα. Να, ετούτος είναι ο κεντρικός πεζόδρομος όπου συγκεντρώνεται η εμπορική κίνηση. Ας τον εσουλατσάρουμε κι εμείς μαζί με τον κόσμο.
Στη μια του άκρη υπάρχει ένα εμπορικό κέντρο, παρωχημένης αισθητικής, όπου μπορείς να βρεις τις συνήθεις γνωστές φίρμες μαζικής κατανάλωσης.
Κάποια από τα παλιά κτήρια κατά μήκος του πεζόδρομου είναι συμπαθητικά κι έχει γίνει προσπάθεια να αναδειχθούν για να δοθεί στην πόλη ένα χρώμα.
Διώροφα ή τριώροφα, με μεγάλα παράθυρα και λευκά ή χρυσαφιά διακοσμητικά στοιχεία, τα κτήρια αυτά παραπέμπουν στο προβιομηχανικό παρελθόν της πόλης, πριν καταφθάσουν εδώ τα κύματα των μεταναστών.
Οι γραμμές είναι βεβαίως απλές και αυστηρές, αλλά που και που ξεφεύγει κάποια γιρλάντα ή κάποιο καμπυλωτό τελείωμα, ξεγελώντας λίγο τη βλοσυρότητα της πόλης.
Και μη φανταστείς πως στο ισόγειο στεγάζουν τίποτις παραδοσιακές γερμανικές μπυραρίες ή ντελικατέσεν με λουκάνικα και χοιρομέρια: αυτά που θα βρεις κυρίως είναι ινδικά εστιατόρια που μυρίζουν κάρυ, τούρκικα κεμπαμπτζίδικα και κινέζικα καταστήματα με ρούχα και τσάντες των πέντε και των δέκα ευρώ.
Αν δεν βρέχει ή δεν θερίζει το κρύο, τα απογεύματα ο κόσμος στον πεζόδρομο είναι αρκετός, ενώ τα σαββατοκύριακα θα συναντήσεις έξω από το εμπορικό κέντρο κάμποσους πιτσιρικάδες να χαζολογάνε με τα κινητά τους, να τρώνε παγωτό ή να κάμουνε σκέιτμπορντ. Αρκετή κίνηση έχει και το Kinopolis, ειδικά αν παίζει στις αίθουσές του κάνα δημοφιλές μπλοκμπάστερ -δεν έχεις άλλωστε και πολλές άλλες εναλλακτικές πέραν του κινηματογράφου, αν είσαι νέος στο Λεβερκούζεν.
Αλλά και γενικά, δεν έχεις πολλά πράγματα να κάμεις.
Οι κάποιες φιέστες κατά τη διάρκεια των οποίων στήνονται εξέδρες για μουσικές βραδιές με συνοδεία άφθονης μπύρας, αποτελούν τα μόνα διαλείμματα στην κατά τα λοιπά θλιβερή μονοτονία της γερμανικής επαρχίας.
Με αφορμή κάποια τέτοια γιορτή, μεγάλοι ξύλινοι πάγκοι στήνονται στα πεζοδρόμια και ζευγάρια Γερμανών μιας κάποιας ηλικίας -οι κύριοι με μαραμένα τατουάζ και τρομπαρισμένες από την πολύχρονη κατανάλωση μπύρας, κοιλιές και οι κυρίες με ταλαιπωρημένο μαλλί διαφόρων αποχρώσεων, έντονο κραγιόν και στενά δερμάτινα ή ξεφτισμένα τζιν πανταλόνια- κάθονται για φαγητό και ποτό με κάτι εξαναγκασμένα χαμόγελα που κρύβουν μεγάλες δόσεις πλήξης.
Από ένα σημείο και μετά, έρχεται το αλκοόλ και ξεπλένει τα πάντα.
Δεν είναι όμως μόνο η έλλειψη διεξόδων που σου δημιουργεί αυτή την αίσθηση της κατατονίας. Είναι και ο κόσμος γύρω σου.
Φτηνιάρικα ρούχα, ταλαιπωρημένες φάτσες, πολυφορεμένα παπούτσια. Το βλέπεις, το αντιλαμβάνεσαι πως οι Γερμανοί εδώ ανήκουν στα κατώτερα στρώματα της εργατικής τάξης. Φτώχεια. Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: φτώχεια!
Και βεβαίως, δεν μπορεί παρά να παρατηρήσεις τους πολλούς, τους πάρα πολλούς μετανάστες. Μουστακαλήδες Τούρκους, μαντηλοφόρες νεαρές, Σύριους πρόσφυγες, ζευγάρια Μουσουλμάνων με μωρά στα καρότσια, αγέλαστοι Ασιάτες, αντροπαρέες Πολωνών και Ουκρανών με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα να κάθονται στα παγκάκια κατεβάζοντας μπύρες.
Κι αρκετοί άστεγοι και επαίτες.
Αν δεν είσαι υποψιασμένος, σχεδόν σε σοκάρει η κατάσταση. Κι αναρωτιέσαι: μα είναι ετούτη εικόνα για πόλη στην πιο ισχυρή οικονομία της Ευρώπης; Πού είναι το υψηλό επίπεδο ευημερίας και γιατί δεν φθάνουν μέχρις εδώ τα οφέλη της διαφημισμένης πολυετούς ανάπτυξης της κυρίας Μέρκελ; Πώς είναι δυνατόν να βρίσκεις σε τέτοια χάλια μια πόλη -έστω μικρή κι ασήμαντη όπως το Λεβερκούζεν- εν τω μέσω της γηραιάς ηπείρου και δη στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, που αποτελεί το καύχημα της βιομηχανικής ισχύος της Γερμανίας; Ναι, είναι σχεδόν σοκαριστική η διάψευση που ζεις εδώ.
Διότι η εικόνα του Λεβερκούζεν με τα φτηνομάγαζα, τα ρούχα στα καλάθια, τα παραμελημένα κτήρια, τους μεθυσμένους και τους πρόσφυγες, σε παραπέμπει στα τρισχειρότερα της Ανατολικής Ευρώπης!
Σα να βρέθηκες ξαφνικά σε κάποια τριτοτέταρτη επαρχιακή πόλη της Βουλγαρίας ή της Μολδαβίας. Το επίπεδο φοβούμαι, είναι το ίδιο απογοητευτικά χαμηλό.
Αλλά θα ρωτήξεις -και με τα δίκια σου- γιατί είμαστε στο Λεβερκούζεν. Μα διότι είναι το καταλληλότερο μέρος για να συζητήσουμε κάτι που θεωρούσαμε ότι υπερβήκαμε ως λαός, αλλά που τα τελευταία χρόνια και πάλι μπροστά μας βρέθηκε: τον ξενιτεμό.
Θα σε πάω αρκετά χρόνια πίσω και συγκεκριμένα στο 1960. Όταν υπογράφηκε μεταξύ της Ελλάδας και της τότε Δυτικής Γερμανίας η διαβόητη "Ελληνογερμανική συμφωνία" με την οποία η Γερμανία αποκαθιστούσε τις σχέσεις της με τη χώρα μας και εξασφάλιζε μία ροή φθηνού εργατικού δυναμικού για τη ραγδαίως αναπτυσσόμενη βιομηχανία της.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι η Γερμανία είχε προτείνει από το 1958, να εγκαταστήσει κάποια εργοστάσιά της στην Ελλάδα για να απασχολούνται εδώ οι εργάτες και να μην χρειαστεί να μεταναστεύσουν σε τόσο μαζικούς αριθμούς, αλλά η πρόταση απορρίφθηκε από εμάς διότι θεωρήσαμε πιο σημαντική την εισροή συναλλάγματος από την ευκαιρία εκβιομηχάνισης της χώρας μας. Ναι, ήμασταν και τότες όσο κοντόφθαλμοι και τσάμπα μάγκες είμαστε και σήμερα -να και κάτι που παραμένει σταθερό ανά τις δεκαετίες!
Το αμέσως επόμενο διάστημα μετά τη συμφωνία, άνοιξαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη οι εν Ελλάδι Γερμανικές Επιτροπές με σκοπό τον έλεγχο των αιτούντων άδειας για μετανάστευση στη Γερμανία. Χιλιάδες οι αιτήσεις και ατελείωτες οι ουρές -σε σημείο που κάποιοι υποψήφιοι έβαζαν πολιτικό μέσον για να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη άδεια, ενώ λέγεται πως δεν σπάνιζαν και τα λαδώματα σε διάφορους πρόθυμους, προκειμένου να προωθήσουν την αίτησή σου.
Οι Επιτροπές εξέταζαν με σχολαστικότητα την υγεία των υποψηφίων: τα δόντια τους, το σωματικό τους βάρος, τη μυική τους δύναμη, ακτινογραφίες θώρακος, εξετάσεις αίματος και ούρων, αλλά και τις γνώσεις και δεξιότητες που τυχόν είχαν -ναι, ο έλεγχος περιελάμβανε και τα πολιτικά τους φρονήματα. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, οι ίδιοι οι Γερμανοί εργοδότες έρχονταν στην Ελλάδα για να διαλέξουν αυτοπροσώπως τους εργάτες τους. Ένα εξευγενισμένο σκλαβοπάζαρο με τη συγκατάθεση -ή πιο σωστά, με την υποστήριξη- της Ελλάδας. Η οποία έθετε στη διάθεση της Γερμανίας τα παιδιά της, ωσάν να προωθούσε κάποια φτηνιάρικη πραμάτεια. Η ανάγκη, θα πεις. Αυτή η καταραμένη ανάγκη.
Αν πέρναγες τις εξετάσεις και πληρούσες τις προϋποθέσεις, ελάμβανες την πολυπόθητη πράσινη κάρτα εργασίας και σύντομα επιβιβαζόσουν στο πλοίο "Κολοκοτρώνης" (πλοίο τρόπος-του-λέγειν, σαπιοκάραβο να λες!) που έφευγε από Πειραιά με κατεύθυνση το Μπρίντιζι. Από εκεί έπαιρνες το τρένο για Μόναχο και ύστερα άλλο για τον τελικό σου προορισμό: την Κολωνία, τη Φρανκφούρτη, το Μπάντεν Μπάντεν, το Ντίσελντορφ, το Λεβερκούζεν.
Σαν έφθανες, σε παραλάμβαναν οι τοπικές υπηρεσίες και σε τοποθετούσαν στο εργοστάσιο για το οποίο προοριζόσουν. Οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά κακές, καθώς η στέγασή σου γινόταν σε προχειροστημένα παραπήγματα -στα λεγόμενα χάιμ- που προέρχονταν από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και που συνήθως χωροθετούνταν πλησίον ή και εφαπτόμενα στις φάμπρικες. Κάθε εργάτης είχε ένα κρεβάτι σε κουκέτα, δικαιούταν ένα ντουλάπι με κλειδί, μία καρέκλα και μία θέση στα γεύματα. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, αξιοποιούνταν και τα παλιά στρατόπεδα συγκέντρωσης πούχαν ξεμείνει έρημα μετά το '45 και έβρισκαν πλέον νέα χρησιμότητα. Τότες οι αιχμάλωτοι, τώρα οι εργάτες.
Όσο για τη δουλειά, σκληρή και υπό μεγάλη πίεση. Άντρες και γυναίκες, νεαρής ή και πολύ νεαρής ηλικίας -ακόμα και στα 17 τους- να δουλεύουν απ΄τ'αξημέρωτα στη φάμπρικα.
Στις πρέσες και στα μηχανήματα, στα χημικά εργοστάσια και στ'ανθρακωρυχεία. Στις γραμμές παραγωγής. Αυτοκίνητα, τηλεοράσεις, λογής λογής συσκευές, φάρμακα, εξαρτήματα. Μπάγιερν, γκρούντιχ και φοκσβάγκεν.
Από τον καλοκαιρινό ήλιο πούχες συνηθίσει στα παιδικά σου χρόνια, βρισκόσουν στο σκοτάδι του γερμανικού χειμώνα και της σκληρής σου ενηλικίωσης. Δεν ήσουν άνθρωπος εσύ. Γκασταρμπάιτερ ήσουνα. Που πάει να πει φιλοξενούμενος εργάτης. Ένας άνθρωπος με μία αίσθηση προσωρινότητας. Ένα γρανάζι αναλώσιμο κι ασήμαντο σε μια γιγάντια μηχανή. Με παρηγοριά τον Καζαντζίδη, τις φωτογραφίες πούχες φυλαγμένες στο ντουλάπι σου και τα πολύτιμα γράμματα πούρχονταν από την πατρίδα εις αντάλλαγμα των εμβασμάτων που έστελνες.
Έλα μαζί μου, θέλω να δεις. Πρέπει να δεις. Τα προάστια της πόλης. Εκεί που βρίσκονται μέχρι και σήμερα οι μεγάλες βιομηχανικές της μονάδες.
Τα φουγάρα καπνίζουν νύχτα και μέρα. Και ο ουρανός είναι πάντοτε σκοτεινός και συνοφρυωμένος. Αυτό είναι το Λεβερκούζεν. Μία εργατούπολη με φάμπρικες. Μία βιομηχανική δυστοπία. Αυτό είναι το Λεβερκούζεν.Είναι η ύστατη εναλλακτική το Λεβερκούζεν. Είναι η πίκρα τ'αποχωρισμού, η σκληρότητα της απόστασης, η απελπισία της διάψευσης. Το "δεν έχω άλλη επιλογή". Το "θα μείνω για λίγο να βγάλω μερικά λεφτουδάκια και ύστερα θα δώσω πέντε φάσκελα και θα γυρίσω στην πατρίδα". Είναι η θυσία, που ύστερα χρονίζει και γίνεται αναβολή. Και στο τέλος γίνεται καημός και αποδοχή. Και δεν γυρνάς ποτέ στην πατρίδα, γιατί όσο περισσότερα χρόνια είσαι μακριά της, τόσο λιγότερο την αναγνωρίζεις και σε αναγνωρίζει. Εντέλει καταλήγεις να της είσαι ξένος. Αυτό είναι γαμώτο το Λεβερκούζεν.
Δεν χρειάζεται να σου πω ποια θα είναι η τελευταία μας στάση, το έχεις -φαντάζομαι- ήδη μαντέψει: ο σιδηροδρομικός σταθμός.
Στην αποβάθρα αυτή -πριν τις ανακαινίσεις που κάπως έχουν σουλουπώσει το κτήριο προσφάτως- έφταναν και οι Έλληνες κατά εκατοντάδες. Τελικός σταθμός μιας διαδρομής που ξεκινούσε από την απελπισία και με ενδιάμεσες στάσεις σε λογής λογής ελπίδες -διαφορετικές για τον καθένα και ίδιες για όλους- έμελλε για αρκετούς να καταλήξει και πάλι στην απελπισία.
Στον σταθμό αυτό βρίσκεται το κομμάτι που αναζητούσα. Είναι ένα πολύτιμο και δύσκολο κομμάτι. Της συλλογικής μας ταυτότητας. Είναι το κομμάτι του ξενιτεμού. Του ξεριζώματος. Της ξενιτιάς. Από το 1960 έως το 1973, μετανάστευσαν στη Γερμανία περίπου εξακόσιες χιλιάδες Έλληνες εργάτες. Αν σε αυτούς προσθέσεις και τα μέλη των οικογενειών τους, τότες ο αριθμός μπορεί και να ξεπεράσει το ενάμιση εκατομμύριο. Ναι, αυτό είναι το Λεβερκούζεν: η αποτυχία της δικής μας της πατρίδας.
Κάθε δεύτερη γενιά φαίνεται πως η Ελλάδα τόχει πλέον συνήθειο να ξαποστέλνει κατά χιλιάδες τα παιδιά της. Να τα βάζει σ'ένα τρένο, σ'ένα πλοίο ή σ'ένα αεροπλάνο και να τους κουνάει μυξοκλαίγοντας το μαντήλι. Δεν είναι αριθμοί σε στατιστικές, δεν είναι χρεοπιστώσεις σε δημογραφικούς πίνακες: ανθρώπινες ζωές είναι. Η ανάγκη, θα πεις. Η κρίση! Έρχεται όμως κι η στιγμή που ακούονται μάταιες οι δικαιολογίες. Στο είπα θαρρώ από την αρχή: πως είναι σκληρό αυτό το κομμάτι το δικό μας, που ήρθαμε να περισυλλέξουμε εδώ στο Λεβερκούζεν.
Από την αρχή της οικονομικής κρίσης του 2009 μέχρι σήμερα, σχεδόν μισό εκατομμύριο Έλληνες πήραν τον ίδιο δρόμο της ξενιτιάς. Όχι με παρέα τον Καζαντζίδη και τα νοσταλγικά γράμματα από την Ελλάδα -ευτυχώς οι καιροί αλλάξαν, έχουμε τελοσπάντων σήμερα και το Skype. Αλλά φαίνεται πως δεν αλλάξανε εντέλει και τόσο οι καιροί. Μισό εκατομμύριο Έλληνες. Γνωστοί μου, φίλοι σου, συγγενείς μας! Ανάμεσά τους κι εσύ που μπορεί να διαβάζεις αυτές τις αράδες. Για εσένα είναι γραμμένο αυτό το κείμενο. Εσένα ήρθα να συναντήσω στο Λεβερκούζεν.
Όχι, δεν είναι πάντα απεχθής ο ξενιτεμός -χαίρομαι ειλικρινά που το λες! Μπορεί να'ναι και διέξοδος σπουδαία. Και ευκαιρία. Και φτου ξελευθερία. Δεν τελειώνουν οι άνθρωποι στα σύνορα των πατρίδων τους, μερικές φορές αρχίζουν πέρα από αυτά. Μακάρι να είσαι από εκείνες τις περιπτώσεις.
Ακόμα κι αν δεν είσαι όμως, επέτρεψέ μου να σου πω δυο τελευταίες κουβέντες μιας και βρεθήκαμε -πάρε τες και αξιολόγησέ τες, όπως μπορείς κι όπως σου επιτρέψουν οι συνθήκες. Αν θέλεις πέτα τες κιόλας, δεν θα σε παρεξηγήσω:
Αυτή η δύσκολη πατρίδα, είναι για όλους μας ευχή και κατάρα. Και για εκείνους που φεύγουν και για εκείνους που μένουν. Είναι πολύτιμη και πολυσήμαντη ως ταυτότητα, μπορεί να αποδειχτεί απογοητευτική και τραγελαφική ως πραγματικότητα. Αλλά αυτή είναι! Δέξου την και προσπάθησε αν μπορέσεις να τη συγχωρέσεις για το δικό σου το καλό. Γιατί ακόμα και ως φαντασιακή αναφορά, καταφέρνει με έναν τρόπο να ζεσταίνει από μακριά, τους χειμώνες σου. Και να φωτίζει τον σκοτεινό ουρανό του Λεβερκούζεν μέσα από το νόστο σου. Άστην να κάμει τουλάχιστον αυτό για σένα. Μπορεί να το κάμει με έναν τρόπο βαθιά συναισθηματικό!
Α και κάτι τελευταίο: να θυμάσαι που σου είπα, γεια σου μάγκα, σ'αγαπώ.
« Αυτή η δύσκολη πατρίδα, είναι για όλους μας ευχή και κατάρα. Και για εκείνους που φεύγουν και για εκείνους που μένουν. Είναι πολύτιμη και πολυσήμαντη ως ταυτότητα, μπορεί να αποδειχτεί απογοητευτική και τραγελαφική ως πραγματικότητα.»
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι για μας που αντί για το Λεβερκουζεν επιλέξαμε το Σικαγο, ΜΠΡΑΒΟ Νίκο μου, και πάλι μπραβο. Έπιασες το νόημα.
Σε αυτή τη φράση προσπάθησα να συνοψίσω την ουσία αυτού του κειμένου. Η σημασία της πατρίδας ως αναφοράς και ως ταυτολογικού στοιχείου είναι μεγάλη. Διότι παρά τους περιορισμούς που σου θέτει (καθώς μας υποβάλει σε συγκεκριμένο τρόπο σκέψης), αποτελεί μια απολύτως απαραίτητη αφετηρία για συγκρίσεις και προσθαφαιρέσεις. Νομίζω πως η ελληνική ταυτότητα δε, είναι από τις πιο ‘έντονες’ και πολύτιμες γιατί φέρει ένα μεγάλο πλούτο πολιτισμικών αναφορών που την καθιστά πολύ ενδιαφέρουσα και χρήσιμη.
Διαγραφή