Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Τρεμπλίνκα

Η ζωή ήταν πάντα ήρεμη, εδώ στην Τρεμπλίνκα. Με τους δύσκολους χειμώνες της, με τα δροσερά καλοκαίρια της, με τις σκληρές αγροτικές δουλειές της, με τον κάματο της φροντίδας των ζώων, με τους έναστρους ουρανούς πάνου από τα πυκνά της δάση. Κι αν άλλαζαν οι διαθέσεις και τα χρώματα της φύσης, στο βάθος-βάθος ίδια έμεναν όλα και εσαεί ανακυκλώνονταν. Σ΄ένα μέρος που ποτές του δεν καμώθηκε πως είναι κατιτίς σημαντικό ή ξεχωριστό ή σπάνιο. Σ'ένα μέρος πούχε να φχαριστιέται αυτή του την ασημαντότητα.

Η ζωή ήταν πάντα ήρεμη, εδώ στην Τρεμπλίνκα. Ίσως από συνήθεια. Ίσως απ'ανάγκη. Ίσως γιατί ουδέποτε υπήρξε στ'αλήθεια λόγος νάναι τα πράγματα αλλιώς. 


Ένα τοσοδούλι χωριουδάκι, τίποτις περισσότερο. Αφημένο σε μία αραιοκατοικημένη περιοχή της Ανατολικής Πολωνίας. 


Μια μικρή παράκαμψη. Στο δρόμο προς το Μπιάλιστοκ και τις μεγάλες πεδιάδες της Λευκορωσίας. 'Ενα σημαδάκι που έπρεπε να ψάξεις πολύ και επί τούτου για να το εντοπίσεις στο χάρτη.


Η ζωή ήταν πάντα ήρεμη, εδώ στην Τρεμπλίνκα. Οι άνθρωποι σκαμένοι, τα σπίτια ξύλινα. Με φράχτες κι αποθήκες για τ'αγροτικά εργαλεία. Και κοτέτσια για τα πουλερικά. Και μαντριά για τα ζωντανά. Και αυλές με όμορφα παρτέρια. Και στεγασμένες γωνιές για τα ξύλα του χειμώνα. 


Όλα ήσαν φτωχά μα άδολα στην Τρεμπλίνκα. Καμωμένα με δουλειά και πείσμα και μεράκι.


Έως εκείνον τον Νοέμβρη. Του χίλια εννιακόσια σαράντα ένα. Που έφθασαν εδώ οι σατανάδες.


Στην αρχή, μήτε που κατάλαβε κανείς μας τί συμβαίνει. Πώς και θυμήθηκαν τον τόπο μας και τι γυρεύαν στις αυλές μας. Είπαν πως ήθελαν να λειτουργήσουν το λατομείο. Χάλικα έβγαζε το μέρος, χάλικα θάθελαν κι αυτοί. Πόλεμος ήτανε, δεν ρώταγες. Πόλεμος ήταν, δεν σκεφτόσουν.


Κι ύστερα αρχίνησαν να φέρνουν τα κομβόι. Κόσμος πολύς και οχλαγωγή. Εργάτες, καμιόνια, σφυρίχτρες, αιχμάλωτοι. Εντολές και προσκλητήρια. Φρουρές και προβολείς μέσα στο σκοτάδι. Εβραίοι και Πολωνοί που δούλευαν νυχθημερόν, κάτω από τ' άγρυπνο βλέμμα των ΕςΕς.


Αλλά εκεί που νόμιζες πως εφιάλτη ζεις, ο εφιάλτης δεν είχε ακόμη αρχινήσει. Το 1942, οι Γερμανοί έβαλαν σε εφαρμογή την Επιχείρηση Ράινχαρτ για την εξόντωση όλων των Εβραίων στην επικράτεια του Ράιχ. Και επέλεξαν ετούτο το μέρος για να ξεκινήσουν την υλοποίησή του. Πόλεμος ήτανε, δεν ήξευρες. Πόλεμος ήτανε, δεν φανταζόσουν.


Ράγες στρώθηκαν μέσα στο δάσος της Τρεμπλίνκα. Μία νέα σιδηροδρομική γραμμή ξεκινούσε πλέον από τη διασταύρωση της Μαλκίνια και οδηγούσε απευθείας στο στρατόπεδο. Στο τέρμα της, κατασκευάσθηκε ένας ψεύτικος σιδηροδρομικός σταθμός. Ναι, ψεύτικος. Με πίνακες υποτιθέμενων δρομολογίων, σήμανση και ρολόγια. Τι νοσηρή ιδέα! Να στηθεί ένα καθησυχαστικό σκηνικό για τους όσους κατεύθαναν εδώ. Σε έναν προορισμό δίχως επιστροφή. 


Το στρατόπεδο κατελάμβανε έκταση σχεδόν 240 στρεμμάτων, με διοικητήριο και κτήρια για τους κρατούμενους. Κι αποθήκες κι εργαστήρια. Και θαλάμους αερίων. Πούχαν ξωπίσω τους ένα όρυγμα για τα πτώματα. Όλα ήσανε έτοιμα για την επιχείρηση. Κι άρχισαν να καταφθάνουνε εκείνοι. Πάνω από 265.000 Πολωνοεβραίοι από το γκέτο της Βαρσοβίας. Κι ύστερα 365.000 Πολωνοεβραίοι από το γκέτο του Ράντομ. Και 110.000 από την περιοχή του Μπιάλιστοκ. Και 33.000 από το Λούμπλιν. Κι ύστερα από τη δική μας Θράκη. Από τη Γαλλία και την Αυστρία. Από την Βοημία και τη Σλοβακία. Από την Αυστρία και τη Γιουγκοσλαβία. Γυναίκες και άνδρες και παιδιά. Ίσαμε 900.000 άνθρωποι. Τελείωσαν εδώ τη διαδρομή τους. Έσβησαν για πάντα. Στην Τρεμπλίνκα.


Μεγάλες ακανόνιστες πέτρες έχουν τοποθετηθεί πλέον στο χώρο αυτό, ως σιωπηλά μνημεία για όλους εκείνους τους νεκρούς. Αναγράφουν τις χώρες καταγωγής τους. Κοιτάζω με θλίψη τις πατρίδες που στέκουν σαν φαντάσματα. Τις προσπερνώ κι αναζητώ τη δικιά μου.


Βρίσκεται κι αυτή ανάμεσά τους. Θαμμένο εδώ, κοίτεται ένα κομμάτι της.


Ύστερα το βλέμμα μου φεύγει στο τριγύρω. Σε μία απλωσιά, μία μεγάλη απλωσιά καταμεσίς του δάσους. Ένα ξέφωτο γιομάτο πέτρες. Αμέτρητες πέτρες. Γκρίζες, βουβές και σκυθρωπές. Ένας τεράστιος κύκλος από πέτρες.


Και στη μέση του ένα μνημείο. Στο σημείο ακριβώς που κάποτες βρίσκονταν οι θάλαμοι αερίων της Τρεμπλίνκα. Κλείνω τα μάτια και ο τόπος αλλάζει. Γύρω παντού συρματοπλέγματα. Και πύργοι με προβολείς. Και όπλα.


Σαν έφθανε εδώ μία αμαξοστοιχία, οι κρατούμενοι χωρίζονταν σε άνδρες και γυναικόπαιδα. Ύστερα διατάσσονταν να γδυθούν εντελώς και τα όποια αντικείμενα έφεραν πάνω τους συλλέγονταν υποτίθεται για φύλαξη - και βεβαίως μεταφέρονταν έπειτα στη Γερμανία προς αξιοποίηση. Ακολούθως δινόταν το πρόσταγμα. Και οι γυμνοί άνθρωποι άρχιζαν να τρέχουν, να τρέχουν, να τρέχουν. Σε ένα μονοπάτι που ήταν περίκλειστο με συρματοπλέγματα στα πλαϊνά του. Και το έλεγαν "σωλήνα". Και το οποίο οδηγούσε τάχα-μου στα λουτρά, καθόπως έγραφαν οι παραπλανητικές πινακίδες. Όμως μόλις οι πόρτες των "λουτρών" σφραγίζονταν ξωπίσω τους, ξεκίναγε ο βασανιστικός τους αφανισμός. Με έναν κινητήρα εγκατεστημένο όξω από τους θαλάμους. Που διοχέτευε στο εσωτερικό τους, δολοφονικά αέρια μονοξειδίου του άνθρακα.


Δύο ώρες κράταγε η διαδικασία των αερίων. Στην αρχή ακούγονταν κραυγές. Και φωνές. Και παρακαλητά. Και κλάματα. Και χτυπήματα. Και πόνος. Ύστερα οι φωνές λιγόστευαν. Και λιγόστευαν. Και λιγόστευαν. Ώσπου στο τέλος, ακουγόταν μονάχα ο κινητήρας. Και μέσα από το θάλαμο, μία νεκρική σιγή.


Μετά οι πόρτες άνοιγαν και Εβραίοι εργάτες πούχαν διαλεχθεί από προηγούμενα κομβόι για  τις χειρονακτικές εργασίες, έπαιρναν τα πτώματα και τα πέταγαν σε μία τάφρο πίσω από τους θαλάμους όπου τα αποτέφρωναν. Ό,τι τυχόν ξέμενε, κονιορτοποιούταν. Όποιος τυχόν επιζούσε από τα αέρια, πυροβολούνταν. Όποιος τυχόν δεν μπορούσε να τρέξει στο "σωλήνα" ως τον θάλαμο αερίων, πυροβολούνταν. Όσοι από τους Εβραίους εργάτες που δούλευαν ως διαλογείς πτωμάτων, αρνούνταν ή αδυνατούσαν να εκτελέσουν τις εντολές, πυροβολούνταν. Και όλα λειτουργούσαν με μία νοσηρή ακρίβεια. Ώστε να μην μείνει κανένα απολύτως ενοχοποιητικό ίχνος. Καμία απολύτως απόδειξη του τί συνέβαινε μέσα στα πυκνά δάση της Τρεμπλίνκα.


Μία σιωπηλή ομάδα από Εβραίες και μπροστά τους ένας Ραββίνος, περπατούν ανάμεσα στις πέτρες και κατευθύνονται προς το μνημείο. Δεν είμαι πια μόνος.


Κάποιες εξ αυτών κρατούν λουλούδια. Άλλες, κεριά κι αφιερώματα. Κάποιες ψέλνουν προσευχές.


Κοιτάζουν με σκισμένες καρδιές, το χώρο. Μιλάνε ψιθυριστά αναμεταξύ τους και βλέπεις στα μάτια τους, τη θλίψη και την απόγνωση. Που αν είσαι άνθρωπος, δεν μπορεί παρά κι εσύ να νιώσεις. Αν είσαι άνθρωπος. Αν είσαι.


Το 1943, οι μεταγωγές σταμάτησαν και οι κρατούμενοι στο στρατόπεδο άρχισαν να φοβούνται πως έρχεται σύντομα και το δικό τους τέλος. Κι έτσι απεφάσισαν να καταβάλουν την ύστατη προσπάθεια. Κι οργάνωσαν μία εξέγερση. Στις 2 Αυγούστου μπήκαν κρυφά κάποιοι Εβραίοι στην αποθήκη με τα όπλα. Σύντομα άρχισαν οι πυροβολισμοί. Ένταση, κόσμος να τρέχει και οι Γερμανοί να γαζώνουν με τα αυτόματα όπλα τους. Εκατοντάδες κρατούμενοι όρμησαν προς την κεντρική πύλη, αλλά οι περισσότεροι βρήκαν το θάνατο από τα γερμανικά πυρά. Μόλις τρακόσιοι κατάφεραν να δραπετεύσουν. Η Γκεστάπο τους κυνήγησε λυσσασμένα με καμιόνια και άλογα και αποκλεισμούς δρόμων και σαρωτικές επιχειρήσεις μέσα στα δάση. Διακόσιοι είκοσι από αυτούς, συνελήφθησαν και εκτελέσθηκαν. Μόλις ογδόντα κατάφεραν να διαφύγουν.


Δεν ξεύρω πως μπορώ να σου περιγράψω την αίσθηση του να είσαι σε ένα μέρος που λειτούγησε ως εργοστάσιο εκτελέσεων και θανάτου. Ως ένα ανθρώπινο σφαγείο. Δεν ξεύρω πώς μπορώ να μετρήσω στη σκέψη μου εννιακόσιες χιλιάδες ανθρώπους. Που δεν έζησαν να γίνουν αυτό που θα μπορούσαν να γίνουν. Κι αν ψάχνεις εδώ, θαλάμους και εγκαταστάσεις και τάφους, δεν θα βρεις παραμόνο αυτή τη μεγάλη απλωσιά. Γιατί παρότι η Τρεμπλίνκα ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο σε αριθμό εκτελέσεων στρατόπεδο συγκέντρωσης (μετά το Άουσβιτς), οι Ναζί φρόντισαν μερικές εβδομάδες πριν την προέλαση του Κόκκινου Στρατού, να διαλύσουν τις εγκαταστάσεις και να εξαφανίσουν κάθε ίχνος των ανοσιουργημάτων που έλαβαν χώρα εδώ.


Κάθε ίχνος; Σχεδόν. Διότι υπάρχουν και κάποια που διέφυγαν της προσπάθειας διαγραφής. Και τα οποία φυλάσσονται σε ένα μικρό μουσείο λίγα μέτρα παρακάτω.


Ένα μουσείο που περιγράφει, που αποτυπώνει, που υπενθυμίζει.


Όλα όσα δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ. Όλα όσα δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε ποτέ. Σε καμία εποχή και για κανένα λόγο. Γιατί μέτρο των κοινωνιών μας, μέτρο ενός εκάστου εξ ημών, δεν είναι μήτε η ταυτότητα, μήτε οι ιδιότητες που της αποδίδουμε. 


Ύστατο μέτρο όλων μας παραμένει ο ανθρωπισμός μας. Όχι ένας θεωρητικός ανθρωπισμός, μία ψευδεπίγραφη ανάγκη μας να φαινόμαστε ηθικοί. Αλλά ένας ουσιαστικός, βαθύς και ειλικρινής ανθρωπισμός. Ένας συνειδητός ανθρωπισμός. Που δεν κρίνεται στις θρησκευτικές ή ιδεολογικές μας ταυτότητες, αλλά δοκιμάζεται καθημερινά στη σχέση μας με τους άλλους. 


Η ζωή ήταν πάντα ήρεμη, εδώ στην Τρεμπλίνκα. Περπατώντας στα πυκνά της δάση, νιώθωντας στο πρόσωπό σου την υγρασία και τη διαπεραστική ψύχρα, δεν πιστεύεις πως θα μπορούσε ποτές να διαταραχθεί αυτή η ηρεμία. Κι όμως. Αν αφουγκραστείς μέσα στις φυλλωσιές, αν κοιτάξεις ανάμεσα στους κορμούς, τα κλαριά και τις ησυχίες, θα το αντιληφθείς. 


Πως κατοικούνε στο μέρος ετούτο, χιλιάδες ψυχές. Που σου ψιθυρίζουνε ακόμα τη βαθιά οδύνη τους. Εδώ στην Τρεμπλίνκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου