Με τέτοιες απορίες και με χαμηλωμένο τον πήχη των προσδοκιών μου, έφτασα στην Εθνική Πινακοθήκη των Τιράνων. Διότι τελοσπάντων με άλλον αέρα πηγαίνεις σε ένα Πράντο να θαυμάσεις Γκόγια ή σε ένα Λούβρο για να απολαύσεις Ντα Βίντσι και Ντελακρουά και με άλλον επισκέπτεσαι ετούτη την μικρή και ταπεινή Πινακοθήκη των πανάγνωστων Αλβανών καλλιτεχνών. Και να μην θέλεις να υποκύψεις σε προκαταλήψεις και στερεότυπα, αυτά συνεχίζουν να επηρεάζουν τον τρόπο που προσεγγίζεις τα πράγματα -ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.
Ο υπάλληλος στην υποδοχή ήταν ιδιαιτέρως ευγενικός και τυπικός, το εισιτήριο ήταν εξαιρετικά φθηνό και ήδη από τις πρώτες στιγμές, άρχισα να παρατηρώ με ενδιαφέρον τους εσωτερικούς χώρους. Το κτήριο εγκαινιάστηκε το Νοέμβριο του 1974, αλλά ανακαινίστηκε πριν καμία δεκαετία, καθώς είχε γρήγορα κακογεράσει.
Δυστυχώς, μουσεία τέχνης όπως ετούτο σε μέρη που δεν διαθέτουν μεγάλο κύκλο φιλότεχνων, μήτε σπουδαία τουριστική κίνηση, είναι συνήθως άδεια και κάπως παραμελημένα. Όσο κι αν έχω συμφιλιωθεί με αυτή την αίσθηση του να είμαι ο μοναδικός επισκέπτης και να ανοίγουν τα φώτα στις αίθουσες οι φύλακες ειδικά για εμένα, σου ομολογώ ότι εξακολουθεί να μου δημιουργεί μία αμηχανία.
Αλλά τέτοιες επισκέψεις, μου έχουν επιφυλάξει στο παρελθόν αρκετές εκπλήξεις και μου έχουν συστήσει ουχί μόνο ενδιαφέροντες καλλιτέχνες που δεν γνώριζα, αλλά μου ξεκλείδωσαν επίσης πτυχές της τοπικής κουλτούρας που δεν μου ήταν σαφείς ή κατανοητές. Ακόμα κι αν δεν είσαι λάτρης της ζωγραφικής ή της γλυπτικής και δεν σε έχει απασχολήσει ποτέ η θεωρία της τέχνης, θαρρώ πως είναι πάντα χρήσιμη η επαφή με την εικαστική δημιουργία μιας χώρας, αν θέλεις να την εκαταλάβεις.
Οι πρώτοι πίνακες που συνάντησα ήταν του 19ου αιώνα. Ρεαλισμός και ιμπρεσιονισμός έκαναν την εμφάνισή τους κάπως καθυστερημένα στην Αλβανία με τους περσσότερους καλλιτέχνες να στρέφονται στην τοπιογραφία: δέντρα, λιβάδια, ποτάμια, δάση. Δεν είναι δυσεξήγητη αυτή η επιλογή, για όποιον έχει ταξιδέψει τη χώρα και έχει γνωριστεί με τα υπέροχα φυσικά τοπία της.
Εντούτοις πολύ σύντομα η θεματολογία άρχισε να γίνεται ανθρωποκεντρική.
Και να κυριαρχεί -μετά το 1945- ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός.
Εργάτες, επιστήμονες, αγρότες, στρατιώτες. Όλοι με την ίδια αποφασιστικότητα και με αγέρωχο βλέμμα, εμφανίζονται έτοιμοι να ριχτούν στη μάχη.
Υπερήφανοι ψαράδες απλώνουν τα δίχτυα τους.
Ρωμαλέοι στρατιώτες με γυμνά χέρια συνθλίβουν τον οχτρό.
Ακούραστοι εργάτες είναι έτοιμοι να καταβυθιστούν στις στοές των μεταλλείων.
Εύστροφες επιστημόνισσες δίνουν οδηγίες στα εργοτάξια. ("Καταλάβατε κύριε Σαμιωτάκη;" "Μάλιστα, δεσποινίς Βασιλείου")
Μηχανικοί και αρχιτέκτονες σχεδιάζουν με αυτοπεποίθηση ένα λαμπρό μέλλον.
Χαμογελαστές αγρότισσες ξεχύνονται στα χωράφια για να δαμάσουνε τη γη.
Χειροδύναμοι φαντάροι μεταφέρουνε αγόγγυστα κορμούς δέντρων.
Κι αναψοκοκκινισμένοι εργάτες τιθασσεύουνε τις φλόγες στα καμίνια.
Διότι τελοσπάντων δεν έχει την παραμικρή σημασία αν βρίσκεσαι στο εργοστάσιο, στο εργαστήριο, στο χωράφι ή στο μέτωπο: τα σοσιαλιστικά ιδεώδη αποτελούν την κινητήριο δύναμη για τον προλετάριο που δικαιώνεται και θριαμβεύει.
Έχω δει αρκετά τέτοια έργα σε διάφορες πρώην κομμουνιστικές χώρες. Αλλά ετούτα εδώ είναι κάπως διαφορετικά. Προφανώς οι Αλβανοί καλλιτέχνες είναι επηρεασμένοι από τους σύγχρονούς τους Σοβιετικούς, εντούτοις είναι νομίζω σαφής μια ολόδική τους υπογραφή.
Ναι πράγματι, η ιδεολογική στράτευση είναι το ίδιο αταλάντευτη, η στάση του σώματος το ίδιο υπερηρωική. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι αλλιώς; Οι καλλιτέχνες υφίσταντο ασφυκτικό έλεγχο και η λογοκρισία ήταν αμείλικτη.
Στην Αλβανία του Χότζα δεν σου έμεναν περιθώρια για αμφισβητήσεις, κι έτσι κι αλλιώς το βλέμμα σου δεν μπορούσε να ξεκλέψει ματιές πέρα από το στεγανοποιημένο καθεστώς.
Αλλά κοιτάζοντας τους πίνακες, άρχισε να μου δημιουργείται η αίσθηση ότι αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα της Αλβανίας, ο ιδιότυπος ακραίος εγκλεισμός της, η εσωτερική βία μιας διαστρεβλωμένης πραγματικότητας, οι στερήσεις και η ανελευθερία, βρίσκονται όλα τους αποτυπωμένα στους πίνακες.
Κι ας είναι στιβαρά τα μπράτσα, υπάρχουν πρόσωπα τσαλακωμένα.
Κι ας είναι σχηματισμένα τα χαμόγελα, υπάρχουν μάτια σκοτεινιασμένα.
Κι ας μοιάζουν πανευτυχείς οι οικογένειες, στα χέρια τους κρατούν βαλίτσες.
Και ταξιδεύουν σε ουτοπίες, προσπαθώντας να βγουν από τους πίνακες. Να αποδράσουν από τις κορνίζες.
Θυμάμαι τη συζήτηση που είχα με έναν Αλβανό ταξιτζή -θα'ταν γύρω στα εξήντα, ίσως και μεγαλύτερος- όταν περνάγαμε μπροστά από το παλαιό αεροδρόμιο που βρίσκεται σε αρκετά κεντρικό σημείο των Τιράνων. Μου είχε πει ότι όταν ήταν μικρός, επί Χότζα, περίμενε πως και πως να δει στον ουρανό το αεροπλάνο να καταφθάνει. Όταν τον είχα ρωτήσει ποιό συγκεκριμένο αεροπλάνο, με είχε κοιτάξει με έκπληξη και μου είχε πει πως ένα και μόνο αεροπλάνο έφθανε σε αυτό το αεροδρόμιο. Μία και μόνο πτήση πραγματοποιείτο. Μία φορά το μήνα. Ήταν η σύνδεση με τη Μόσχα. Κι ύστερα το αεροδρόμιο έκλεινε και εκείνος έπρεπε να περιμένει τον επόμενο μήνα. Κι ύστερα τον επόμενο μήνα. Σε ένα αεροπλάνο στο οποίο σιγά σιγά όσο μεγάλωνε, συνειδητοποιούσε πως δεν θα επιβιβαζόταν ο ίδιος ποτέ. Και πως το πιο πιθανό ήταν να συνεχίσει απλώς να το κοιτάζει να προσγειώνεται και να απογειώνεται. Μία φορά το μήνα.
Αυτή ήταν η Αλβανία του Ενβέρ Χότζα.
Μία χώρα ερμητικά κλειστή κι ένας λαός αφημένος στην ομηρία του.
Με τον εγκλεισμό να γεννά παραδοξότητες και συνεχείς στρεβλώσεις. Ναι, το καθεστώς όντως δημιουργούσε βασταζερούς ανθρώπους -διότι μόνον έτσι μπορούσες να το αντιμετωπισεις και να επιβιώσεις.
Στάθηκα και χάζεψα για λίγο αυτόν τον πίνακα. Είναι μία παρέα παιδιών σε μία γειτονιά με εργατικά μπλοκς. Μοιάζουν χαρούμενα, είναι καλοντυμένα. Μα το επίκεντρο της προσοχής τους είναι ένα όπλο που έχουν ζωγραφίσει με κιμωλία στο δρόμο. Όπλο έχει περασμένο στον ώμο του το ένα από τα κοριτσάκια. Το ίδιο και το αγοράκι με το ποδήλατο. Κάποια φορούν στο κεφάλι τους δίκωχα καπέλα. Μου προκάλεσε αποστροφή αυτός ο πίνακας και έσπευσα να τον προσπεράσω για να συνεχίσω παρακάτω. Μερικά λεπτά αργότερα όμως, επανήλθα. Όχι, δεν είναι παιδάκια -στρατιώτες είναι. Και όχι, δεν είναι αποστροφή αυτό που μου προκαλούσε, θλίψη περσσότερο.
Διότι αν έτσι μεγαλώνεις τα παιδιά, αν αφήσεις με βία να γιομίσει η καθημερινότητά τους, τότες οι κάνες είναι ζήτημα χρόνου να στραφούν προς τα εσένα. Και η θάλασσα να φουσκώσει, το καμίνι να πυρακτώσει, η στοά να καταρρεύσει, το οικοδόμημα να συντριβεί, το εργοστάσιο να πέσει να σε πλακώσει. Και το λαμπρό μέλλον να γίνει σκόνη στα τρεμάμενα χέρια σου.
Είναι ένας βασανισμένος λαός οι Αλβανοί, δεν περίμενα δα τούτην την Πινακοθήκη για να το διαπιστώσω. Όταν το καθεστώς του Χότζα κατέρρευσε, ήσαν πολλοί εκείνοι που σκαρφάλωσαν τα βουνά ή διέσχισαν τα πελάγη για να αναζητήσουν ένα κάποιο αύριο. Λίγο καλύτερο από το χθες τους. Την έβλεπες τη στέρηση στη σωματοδομή τους, τον καταλάβαινες τον εγκλεισμό στα αδρά χαρακτηριστικά τους. Μα ήσαν τόσο αποφασισμένοι που οι περσσότεροι τα κατάφεραν. Και αυτοί οι πίνακες; Ξέμειναν ως υπενθύμιση. Είναι χρήσιμες οι υπενθυμίσεις.
Δύο γυναίκες ποδηλατούν σε αγροτικό τοπίο της Αλβανίας.
Ο αέρας κυματίζει τα μαντίλια και τα φουστάνια τους. Οι εκφράσεις τους είναι σφιγμένες, αλλά κρύβουν και μια μακαριότητα. Που έχει δουλευτεί με το μόχθο τους.
Κάποιες άλλες ξεπροβάλουν μέσα από τα χόρτα. Και ρίχνουν φούχτες σποράς.
Με την ελπίδα οι επόμενες σοδειές να'ναι καλύτερες. Για να μας θρέψουν, να μας χορτάσουν. Και για να μας απαλλάξουν. Από τις λογής λογής τυραννίες. Που μας εγκλωβίζουν στις κορνίζες μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου