Μήτε που ξεύρουμε πότε ιδρύθηκε το χωριό. Αλλά οι σοφοί γερόντοι λέγανε πως ήτανε το πρώτο χριστιανικό χωριό σ'ολάκερο τον κόσμο. Και πως προέρχεται από την πρώτη εκείνη χριστιανική κοινότητα της Εφέσου, που βαφτίστηκε από τον Απόστολο Παύλο.
Βέβαια εσύ θα πεις πως ένα μέρος σαν κι ετούτο, πούναι χωμένο μέσα σε κατάφυτα βουνά και που για να το ψάξεις και να τόβρεις πρέπει νάσαι λιγουλάκι κουζουλός, θα τόχει στα σίγουρα ξεχασμένο κι ο Θεός.
Αλλά όσοι το ζήσανε, το ξεύρουνε καλά και μπορούν να στο βεβαιώσουν: πως ο Θεός ουχί μόνον δεν τόχει ξεχασμένο, αλλά το προίκησε με όλες της γης τις χάρες. Και πως τ'αντίκρυσμά του μοιάζει με θάμα, από το πρώτο φως της ημέρας που λαμποκοπάει τα λιόδεντρα και τα στάχια ως το πρώτο σκοτάδι της νύχτας που μυρίζει δροσιά αναμεμιγμένη με το καυσόξυλο απ'τ'αναμμένα μαγκάλια.
Τώρα βέβαια θα ρωτήξεις, πού μας ήρθε και τ'ονομάσαμε Κιρκιντζέ. Ξεύρεις, στα τούρκικα, κιρκιντζέ σημαίνει "ασχημούλης" κι είναι μαθές το κόλπο που μηχανεύτηκαν θεόπαλια οι χριστιανοί προγόνοι για ν'αποτρέπουν τους Οθωμανούς να σκαρφαλώνουν μέχρις εδώ. Για νάχουν το κεφάλι τους ήσυχο καημένε, πως ο κρυμμένος τους παράδεισος δεν θα προκαλέσει μήτε την περιέργεια, μήτε το κακόβουλο ενδιαφέρον των αλλόθρησκων αφεντάδων.
Και μη θαρρείς πως ήτανε τότες χωριό φτωχό και μιζεριασμένο. Τουναντίον! Ούλη η γη που βλέπεις μπροστά σου ίσαμε κάτου την πεδιάδα της Εφέσου -τρεις ώρες δρόμος με τ'άλογο σε μήκος και μιάμιση τουλάχιστον σε πλάτος- την είχανε κτήμα τους οι κάτοικοι. Και τ'ορεινά, τις πλαγιές, τους λόγγους. Τους φυτεμένους με ελιές κι αμπέλια και συκοπερίβολα.
Με το που σφίγγανε οι ζέστες, άδειαζε το χωριό. Παίρναν οι άντρες τα γυναικόπαιδα και κατηφορίζαν στην πεδιάδα. Και μέναν για μήνες στους κουλάδες, τ'αγροτόσπιτα πούχαν μέσα στα κτήματα. Και χαίρονταν τις λιακάδες τους και χόρταιναν με τους καρπούς των κόπων τους. Μα με το που χύνονταν οι πρώτες δροσιές του φθινοπώρου, ξαναμαζεύονταν όλοι στα κονάκια τους. Αψηλά στον Κιρκιντζέ. Και μονάχα οι άντρες κατεβαίνανε για να δουλέψουνε τα κτήματα.
Το βλέπεις μικρό, αλλά σαν το περιπατήσεις, θα διαπιστώσεις πως δεν είναι. Τέσσερις συνοικίες είχε το χωριό.
Τον απάνω Μαχαλά με τις ανηφοριές του, πούχε στο κέντρο του την εκκλησιά του Άη Δημήτρη. Ερειπωμένη τώρα, μα έχουνε μπει οι σκαλωσιές και ακούγονται τα ντάπα ντούπα των μαστόρων.
Τον κάτω Μαχαλά, που ήταν κεντρικό σημείο συνάντησης. Βλέπεις εκεί, στην αυλή του Άη Γιάννη του Προδρόμου -πούταν και ο πολιούχος ντε, μα τώρα είναι τζαμί- έκαμε τις συναντήσεις της η δημογεροντία. Οι τέσσερις δηλαδής εκλεγμένοι αρχόντοι που ανελάμβαναν να επιλύουν τις διαφορές, να διοικούνε το χωριό, να καταγράφουν τις γεννήσεις και τα θανατικά και να συγκεντρώνουν τους φόρους για λογαριασμό των Τούρκων.
Οι άλλες δύο συνοικίες ήταν τ' Ασακί Τσαρκί πούχε κάμποσα καφενεία όπου τ'απόγεμα φουντώναν οι κουβέντες και το Γκοζλούκ Μαχαλεσί πούχε τα μαγαζιά και τους εμπόρους. Τους φουρναρέους, τους τσαγκάρηδες, τους μπαρμπέρηδες, τους ράφτες και τους πραματευτάδες.
Ωραία ήσαν όλα καμωμένα κι ακουμπισμένα. Αλλά αν τυχόν προσπαθήσεις να βρεθείς απ'το ένα άκρο του χωριού στ'άλλο, σκούρα θε να τα βρεις. Γιατί είν'οι δρόμοι άλλοτε μπόσικοι κι άλλοτε στενοί, μία ίσιοι και μια στριφογυριστοί, ανηφορίζουν, κατηφορίζουν κι όπου θέλουν αυτοί σε οδηγούνε.
Μα κι αν χαθείς, μήτε που θα σε νιάξει. Γιατί κάθε γωνιά και κάθε σπίτι, σε καρτεράει με το χαμόγελο.
Με τ'ανοιχτά του παραθύρια, διάπλατα σαν αγκαλιές.
Με τα σαχνισιά να σκύβουνε για να σε κανακέψουν.
Με τις καμινάδες να σε χαιρετούν, ξεπεταγμένες απάνου από τις κεραμοσκεπές.
Με τα δρομάκια ν'αρμενίζουνε μαζί σου γύρω απ' αυλές και μάντρες και κοτέτσια.
Τρία και τέσσερα και πέντε δωμάτια. Και υπόγεια για τις αποθήκες και τους στάβλους.
Και ωραίες ξύλινες οροφές, σιαγμένες με μεράκι.
Και πέτρινους τοίχους, και μεγάλα ανοίγματα. Και στρωσίδια και υφαντά και καναπέδες. Και τετζέρια και σκεύη για το φαγητό και πιάτα και ποτήρια.
Ακόμα και οι πιο φτωχοί, τον έβρισκαν τον τρόπο.
Όχι, δεν έφθασαν ποτές μέχρις εδώ οι νεοκλασικισμοί των παραλιακών ελληνικών πόλεων. Γιατί ήταν πάντα κοντά η Σμύρνη, μα και μακριά. Και τελοσπάντων, τί να τις κάμει τις ξενόφερτες αναφορές ο Κιρκιντζές, σαν μεθούσε με το κρασί της γλυκιάς του απομόνωσης; Ελληνικό χωριό, χριστιανικό και προκομμένo.
Ήδη από τα 1885, είχε και ολόδικό του σχολειό. Κι όταν ο κόσμος πλήθυνε και οι ανάγκες αυγάτισαν, χτίστηκε μεγάλο κτήριο, εντυπωσιακό.
Μονώροφο και ορθογώνιο, με τετράριχτη κεραμοσκεπή και ωραία είσοδο με σκαλοπάτια.
Όπου τα παιδιά διδάσκονταν τα ελληνικά, τα θρησκευτικά και την ιστορία. Και γαλλικά και μουσική και τέχνες. Κι είχε μάλιστα ορίσει ο μητροπολίτης παιδονόμο, να ελέγχει μην τυχόν και τα παιδιά χρησιμοποιούν τα τούρκικα και δεν ομιλούν ελληνικά. Όπως πολλοί από τους γονιούς τους, που τάχανε ολωσδιόλου ξεχάσει.
Το σχολείο είναι σήμερα εστιατόριο. Και λειτουργεί και ως μουσείο. Με καρτ ποστάλ και κιτρινισμένες αναμνήσεις. Από ένα αντιπροχθές που σχεδόν δεν πιστεύεις ότι υπήρξε. Με τετράδια και βιβλία. Με γράμματα και σφραγίδες. Με συμφωνητικά συναλλαγών.
Με εκδόσεις εν Κωνταντινουπόλει.
Με τα πρόσωπα των απόντων να παραμένουν ως φωτογραφική ανάμνηση.
Διότι βλέπεις, ξαφνικά, ήρθε μια μέρα θαυμάσια κι ανέλπιστη. Μια μέρα αναπάντεχη και σαστισμένη. Κι ύστερα ξέφρενη. Που ήρθανε στο χωριό τα νέα πως έγιναν οι τόποι ετούτοι ελληνικοί. Αποβιβάστηκε ο στρατός από την πατρίδα κι ελευθερώθηκε η Μικρασία. Κι υψώθηκαν σημαίες γαλανόλευκες. Και γιόρτασε ο Κιρκιντζές τ'αντάμωμά του με την ιστορία. Το 1919.
Κι όλα εγίνηκαν αλλιώς, όλα αλλάξαν όψη. Άλλος θαρρείς πως ήτανε ο ήχος της καμπάνας. Αλλιώς έψαλλαν οι εκκλησιές, αλλιώς τα πανηγύρια. Αλλιώς μιλούσαν πια οι νιοι, αλλιώς τα μαθητούδια. Αλλιώς κι ο τόπος τούτος δω, θωρούσε τον εαυτό του.
Και πέρασαν έτσι δυοτρία χρόνια. Σαν όνειρο φύγαν, σχεδόν δεν μπόρεσες να τα συγκρατήσεις. Κι ήρθε το εικοδιδύο. Κακό και τούτο, να κυλούνε γρήγορα οι χαρές, να σου ξεμένουν οι λαχτάρες.
Τα νέα ξέσπασαν, βούηξε ο τόπος. Το μέτωπο έπεσε, όλα σου τέλεψαν. Σαν να σταμάτησε θαρρείς ο χρόνος, σαν να σκυθρωπιάσαν τα βουνά, σαν να σιωπήσανε οι λόγγοι. Ό,τι μπορούσαν πήρανε, ό,τι προλάβαν κάμαν. Κι έτρεξαν να σωθούνε. Αφάγωτο έμεινε το ψωμί, απότιστη η γλάστρα, μισάνοιχτο παράθυρο, στη μέση η μπουγάδα.
Κι έτσι ορφάνεψε το χωριό. Κι έτσι ορφανέψαν ούλοι.
Και μια ασκίαστη σιωπή απλώθηκε στους δρόμους. Που τύλιξε σε σάβανο, της λησμονιάς τ'υφάδι. Από τους κουλάδες και τα κτήματα ως τ'αψηλά καμπαναριά, τις στάνες, τα υπόγεια και τα σαχνισιά, βυθίστηκαν όλα μονομιάς στην έρημη κατάντια.
Όσοι περάσαν στα νησιά, σώσανε τις ζωές τους. Και συνεχίσαν να τις ζουν, εξόριστοι κι αλύτρωτοι. Γιατί ο δικός τους ο Παράδεισος, δεν ήτο μεταθανάτιος υπόσχεση, μα στερημένη ανάμνηση.
Σύντομα συνειδητοποίησαν πως εκείνα τα σπίτια δεν θα τους αντάμωναν πια. Εκείνα τα παράθυρα δεν θα τους χαμογελούσαν.
Εκείνα τα σαχνισιά δεν θα έσκυβαν ξανά για να τους κανακέψουν. Οι καμινάδες δεν θα τους χαιρετούσαν στο διάβα τους. Οι δρόμοι -εκείνοι οι ακανόνιστοι δρόμοι- δεν θα αρμένιζαν πλέον τις διαδρομές τους.
Κι εκείνη η γωνιά της γης, με τις πλούσιες απλωσιές της δεν θα τους ξαναδώριζε τα ξημερώματα και τα δειλινά της. Τις μυρουδιές των εποχών, τα χρώματα των δέντρων, τις αντηχές των κοπαδιών.
Εκατό περίπου χρόνια μετά. Βρίσκομαι στον Κιρκιντζέ. Σε ένα μέρος που μπορείς να γνωρίσεις με δυο τρόπους. Ο πρώτος, είναι να έρθεις ίσαμε εδώ και να αναζητήσεις τα όσα ψιθυρίζει τούτος ο τόπος. Ο δεύτερος, είναι να τον γνωρίσεις μέσα από τις λέξεις, μέσα από τις μνήμες, μέσα από τα σπαραχτικά λόγια της Διδώς Σωτηρίου. Γιατί ο Κιρκιντζές είναι η πατρίδα και η αναφορά της.
Γιατί ο Κιρκιντζές είναι τα Ματωμένα Χώματα.
Μετά τον ξεριζωμό των Ελλήνων και τη μικρασιατική καταστροφή, ετούτο το χωριό ερήμωσε και κάποια από τα σπίτια παραδώθηκαν σε τουρκοκρητικούς που έφθασαν εδώ -κι αυτοί κατατρεγμένοι- ύστερα από την απόφαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Οι νέοι κάτοικοι του χωριού διατήρησαν ακέραιη την αρχιτεκτονική του και δεν έκαμαν παρά ελάχιστες επεμβάσεις στα σπίτια και τα λοιπά κτίσματα. Με αποτέλεσμα νάχεις σχεδόν την τύχη, να περιπλανηθείς σε όλα εκείνα που περιγράφει η Διδώ Σωτηρίου. Και να τ'αναγνωρίζεις ένα προς ένα.
Ο Κιρκιντζές λέγεται σήμερα Σιρίντσε. Και θεωρείται ένα από τα ομορφότερα χωριά της Τουρκίας.
Με κάμποσους παραδοσιακούς ξενώνες -πούναι πρώην σπίτια ελληνικά- και ολοένα περισσότερους τουρίστες να το επισκέπτονται κάθε χρόνο.
Για καφέ έκατσα, τσάι ήπια. Και σκέφθηκα πως δεν κάμουν μόνο οι άνθρωποι, τους τόπους. Αλλά συμβαίνει και τ'αντίθετο. Και πως εδώ στον Κιρκιντζέ, στον χαμένο παράδεισο, συνάντησα μετά από τόσα και τόσα χρόνια, ουχί μονάχα μνήμες, αλλά και συναισθήματα. Πούναι χτισμένα στους τοίχους και σπαρμένα στα χώματα, πουναι αφημένα στα στενά δρομάκια και φυτεμένα στις γλάστρες. Χαρές, λύπες, δάκρυα, γέλια, προσμονές, απογοητεύσεις, λαχτάρες. Όλα όσα αφήκανε πίσω τους, νομίζω πως τα βρήκα. Κι αυτό ξεύρεις, ωφέλησε και το δικό μου το γαλήνεμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου