Τον Κιρκιντζέ, τον πρωτογνώρισα μέσα από τις αναμνήσεις που έπλεξε μαζί με λέξεις, η Διδώ Σωτηρίου, στον καμβά του βιβλίου της. Κι ύστερα, βρέθηκα εδώ. Για να αναπνεύσω τον αέρα του.
Με έναν τρόπο, έγινε και για μένα ο Κιρκιντζές, ένας παράδεισος που έχασα. Κι ένας παράδεισος που εβρήκα.
Ακουμπισμένο στοργικά στις πλαγιές πάνου από την πεδιάδα της Εφέσου, μερικά χιλιόμετρα ανατολικότερα από τα μικρασιατικά παράλια, ετούτο το μέρος κατάφερε να επιζήσει των μεγάλων αλλαγών και των δραμάτων που επιφυλάσσει η ιστορία στις ανθρώπινες ζωές.
Στους περιπάτους μου εδώ, ακουμπώ στοργικά το βλέμμα μου σε ένα προς ένα τα σπίτια.
Από το χώμα και τα θεμέλιά τους ίσαμε τα κεραμίδια. Όλα τα παρατηρώ! Με πρόθεση να τα απομνημονεύσω.
Σε μια άσκηση ιχνηλάτησης. Του τόπου και των ανθρώπων του.
Σε ένα διάλογο, κουβαριάζομαι. Για τις ζωές εκείνων που έφυγαν κι αναγκάστηκαν να στερηθούν τη σαγήνη τούτης της πατρίδας.
Για τις συνήθειές τους, τις αρετές και τα κουσούρια τους. Τον τρόπο που υποδέχονταν την Ανατολή, που μετράγαν τους καιρούς, που ατένιζαν τους κάμπους, που ξαπλώνανε τα δειλινά τους. Που δουλεύανε τη γη τους, που γλεντάγανε τις χαρές τους, που θρηνούσαν τις απώλειές τους.
Για αιώνες, τον Κιρκιντζέ, τον κατοικούσαν χριστιανοί ορθόδοξοι. Έλληνες δηλαδής; Από ένα σημείο και μετά, τα δυο αυτά ταυτίζονται. Παρότι οι κάτοικοι του Κιρκιντζέ μιλάγανε και τουρκικά αναμεταξύ τους, η συνείδησή τους και η αυταναφορά τους ήταν ρωμέικη.
Το μαρτυρούν τα όσα απέμειναν εδώ. Το κρατούν στη θύμησή τους οι εκκλησιές. Ο Άη Δημήτρης στον απάνω μαχαλά. Πούναι πια στριμωγμένος στην εσωτερική αυλή ενός καφέ. Ή ο Άη Γιάννης ο Πρόδρομος στον κάτω μαχαλά. Πούχει πλέον γενεί τέμενος μουσουλμανικό. Και συγκεντρώνονται πρωί-απόγεμα, κάμποσοι πιστοί να κάμουνε τις επικύψεις τους και να απευθυνθούνε στο Θεό τους.
Τώρα θα μου πεις, τι τα θες και τα θυμάσαι τα παλιοκαιρισμένα σου; -αλλάζουνε τα πράματα και προχωράνε οι εποχές. Και για καλό και για κακό. Και με τη θέλησή μας και δίχως αυτή. Αλλά δεν μπορώ να μη διαβάσω σε αυτούς τους τοίχους, τον ξεριζωμό. Δεν μπορώ να αγνοήσω την απουσία.
Εκείνων που έχτισαν δαύτα τα σπίτια και τα πρωτοκατοίκησαν. Εκείνων που για χρόνια και δεκαετίες και αιώνες ολάκερους συνέδεσαν τις ζωές και τις αναφορές τους με αυτό το μέρος.
Και δεν μου επιτρέπεται να μην νιώσω. Τον πόνο τ´αποχωρισμού, τη θλίψη του μισεμού, την αντάρα μιας ιστορίας αμείλικτης και αλαφιασμένης.
Αλλά και τη θέρμη. Ενός τόπου που επειδής ακριβώς διαφυλάχθηκε και επέζησε σχεδόν αναλλοίωτος ως τα σήμερα, που δεν γκρεμίστηκε ούτε ακυρώθηκε από την προσπάθεια διαγραφής που έγινε συστηματικά αλλού, σε υποδέχεται σχεδόν σαν τόπος δικός σου. Σαν πατρίδα και σαν αγκαλιά.
Οξυγόνο αναπνέεις εδώ απάνου και ησυχία. Την οποία διακόπτουν μοναχά τα γουργουρίσματα από τις νωχελικές γάτες που απλώνουν τις αράδες τους όπου τις εβολέψει, τα βελάσματα από τις ατίθασες γίδες που μπορεί εξάφνου ν'ανταμώσεις σε κάποια γωνιά και ν'αλληλοταραχθείτε και τα κοταρίσματα από τις λαίμαργες πουλάδες που ξεχύνονται στις κατεβασιές και τσιμπολογούνε το φαγί τους.
Κι αν ποτέ διασταυρωθείς με κάναν άνθρωπο, τότες αρκεί ένα νεύμα σου, ένα χαμόγελο, μια καλημέρα. Για να σου ανταποδώσει εγκαρδίως, σα να τόχει για μέγα ευεργέτημα που τούδωκες τη σημασία σου.
Σήμερις ο Κιρκιντζές -που λέγεται στα τούρκικα Sirince- θεωρείται ένα από τα ομορφότερα χωριά της Τουρκίας. Κι έχει ευτυχώς, ανακηρυχθεί προστατευόμενος οικισμός και διατηρητέος.
Κάμποσα σπίτια έχουν επισκευαστεί και φροντιστεί με επιμέλεια. Και με σεβασμό στην αρχική τους μορφή και την υπόστασή τους.
Πολλά εξ αυτών, έχουν γενεί ξενώνες. Με πολυτελή δωμάτια που υποδέχονται τους όλο και περισσότερους τουρίστες.
Και παρά τις όποιες επεμβάσεις, μπορείς και σήμερα να ιδείς σαν μπεις σε κάποιο σπίτι, τα τούτα και τα κείνα μιας ζωής νοικοκυρεμένης και παστρικής. Μιας ζωής που παρέμεινε θαρρείς ως κληροδότημα από τους ξεριζωμένους ιδιοκτήτες του αντιπροχθές στους μουσαφιρέους κατοίκους του σήμερα. Τα κονάκια και τα βαριά τα έπιπλα. Οι φλοκάτες στα πατώματα, οι δαντέλες στα ράφια, οι κουρτίνες στα παραθύρια.
Ο Κιρκιντζές είναι μέρος αφηγηματικό. Δεν τον επερπατάς, μα τον διαβάζεις. Δεν τον εκατοικούνε άνθρωποι, μα ιστορίες.
Ιστορίες πούχουν γυρίσματα κι ανατροπές. Να, σαν βρεθείς ας πούμε στο Παλιό Σχολείο, ξεδιπλώνονται μπροστά σου αρκετές από τις διηγήσεις αυτές. Σε ετούτη δω την αίθουσα, μάθαιναν κάποτες τα παιδάκια, τα Ρωμέικα. Κι ακούγονταν ποιήματα ελληνικά και τραγούδια και φωνές χαρούμενες. Τώρα πια λειτουργεί ως μικρό μουσείο. Και βρίσκεις εδώ, μπερδεμένες δικές σου αναφορές.
Σαν ετούτο το Ενδεικτικό από την Αστική των Αρρένων Σχολή της Ορθόδοξης Κοινότητας Σταυροδρομίου. Ο μαθητής Φώτιος Γ. Γαβριηλίδης εκ Κωνσταντινουπόλεως γεννήσεως 1917 διακούσας πάντα τα εν τη Γ' τάξει της Β Αστικής των Αρρένων Σχολής διδασκόμενα μαθήματα και τας εν αυτοίς επί προβιβασμών εξετάσεις υποστας εκρίθη άξιος του γενικού βαθμού άριστα (9). Εξαίρετος ο αγαπητός μας Φώτιος εις τα Θρησκευτικά, τα Μαθηματικά, τα Τουρκικά και τα Γαλλικά. Φιλότιμος η προσπάθεια εις την Οδικήν και την Ιχνογραφίαν! Μήτε που ξεύρω πώς έφθασε ετούτο το Ενδεικτικόν κι εκτίθεται σήμερις στο μουσείο. Τι να απέγινε άραγε ο Φώτης;
Σ'έφερα λοιπόν δεύτερη φορά μέχρις εδώ για να σου τ'αποδείξω. Πως δεν είμαι ντε, υπερβολικος. Για να το ιδούν τα ίδια τα ματάκια σου, να τ'ακούσει η ψυχούλα σου. Εκείνο το τραγούδισμα που πνέει εδώ απάνου. Ανάμεσα στα τρίστρατα, παρέα στα ντουβάρια.
Ν'ακούσεις τη μικρή Διδώ. Που τρέχει με λαχτάρα. Και κατοικεί για πάντα εδώ, στο θρόισμα της μνήμης, στο ξαπόστεμα του ύστατου αναστεναγμού. Που δίνει συγχώρεση σε όλες τις πίκρες της ζωής και ξεθωριάζει τις ματαιότητές της.
Τι πανέμορφο μέρος.... Κάθε γωνιά έχει κάτι να πει... Οι φωτογραφίες και το κείμενο σου αγαπητέ μου φίλε είναι ανεπανάληπτα. Μπράβο σου!
ΑπάντησηΔιαγραφή