Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

Το Μαύρο Σπίτι


Βουτηγμένοι είναι τούτοι οι τόποι στην ομίχλη και σε μία μόνιμη υγρασία. Που'ρχεται και παγώνει απάνω σου σαν την ψυχραίνει ο αγέρας του ωκεανού. Δύσκολοι οι καιροί οι δικοί μας -να δοκιμάσεις να τους δαμάσεις, χαμένος κόπος. Μόνο να τους υπομείνεις μπορείς.


Για αιώνες μοιραζόμασταν με δράκους και μάγισσες τις ακτές και τα νησιά μας. Φυλαγόμασταν από τις αντάρες τους, ξορκίζαμε τους θυμούς τους, λαχταρούσαμε την εύνοια τους. Κι είχαμε μάθει να ακούμε. Τα όσα μας ψιθύριζαν οι νεράιδες των νερών και τα ξωτικά που κατοικούν στα πολύχρωμα μωσαϊκά των λόφων και των κοιλάδων μας. Και ν'απαντούμε με θάρρος στις απειλές των γαλάζιων ανθρώπων του Μινχ που παραμόνευαν τους ψαράδες μας μέσα στα κύματα, όταν αυτοί ξανοίγονταν στα θαλάσσια περάσματα προς την κατεύθυνση που ξυπνάει ο ήλιος.


Τη γη αυτή την άσπλαχνη, μας έδωκαν οι θεοί, στη γη αυτή δέσαμε τις ζωές μας. Σφιχτά για να μην μας παρασύρουν οι ανέμοι της και μας πετάξουν στα γκρεμνά της ερεβώδους Χελ.


Και ζήσαμε. Με αποφασιστικότητα και εις πείσμα των εποχών και των αγριανθρώπων που πέρασαν κατά καιρούς από τα μέρη μας. Μωβόρικοι Πίκτες, σκληροτράχηλοι Βίκινγκς, Κέλτες και Νορμανδοί.


Μα βλέπω πως είσαι αμάθητος στην ψύχρα τ'ωκεανού. Έλα να περάσεις στα ενδότερα -έχουμε θρεμμένη φωτιά να στεγνώσεις και να φχαριστηθείς.


Δεν ξεύρω πώς τα'χες τα πράματα στο νου σου, μα φτωχοί άνθρωποι είμαστε. Ψαράδες και αγρότες. Σε μικρές κοινότητες μέναμε πάντα. Πολυτέλειες μην περιμένεις, μήτε ανέσεις. Για αιώνες από πέτρες κι άχυρα, ήσαν καμωμένα τα σπίτια μας.


Ορθογώνια και μονοκόμματα, δίχως διακριτά δωμάτια και εσωτερικά χωρίσματα. Δίχως παράθυρα και δίχως φώτα. Ένας ενιαίος χώρος και στη μέση η φωτιά. Που'καιγε μέρα νύχτα και που τριγύρω της, άνθρωποι και ζα, κοιμόμασταν αντάμα. Μες στο σκοτάδι και την κάπνα. Μες τις σκιές και τα χνώτα. Αρνιά, πουλερικά κι εμείς. Σκιές μέσα στο ίδιο έρεβος.


Θαρρώ πως άρχισες κι εσύ ν'αντιλαμβάνεσαι λοιπόν γιατί τις έχουμε ονοματίσει έτσι τις δικές μας κατοικίες. Blackhouses. Που πάει να πει "μαυρόσπιτα". Πηχτή είναι η ανάσα μας, γιομάτα στάχτη τα πνευμόνια μας, μαύρο κατράμι το σπιτικό μας.


Και για αιώνες έτσι ζούσαμε -μέχρις προσφάτως δηλαδής. Είναι δεν είναι καμιά εκατοστή χρόνια που αποκτήσαμ' έπιπλα. Μη φανταστείς τίποτις περίτεχνα σκρίνια και βιβλιοθήκες και δερμάτινους καναπέδες -ένα απλό ξύλινο τραπέζι και μερικά σκαμνιά.


Μεγάλη καινοτομία ήταν η λάμπα πετρελαίου που φώτισε τις ατέλειωτες νυχτιές μας. Κι ακόμα μεγαλύτερη, το κρεβάτι. Ώχου καημένε, μήτε μπορείς να διανοηθείς πόσο άλλαξε ο ύπνος μας σαν βάλαμε τούτο δω στην άκρη του Μαυρόσπιτου. Δεν πιανότανε πια η μέση σου από τ'αχυρένια στρώματα, δεν ξεπάγιαζε το σώμα σου από το παγωμένο δάπεδο. Άσε τ' άλλο: που τράβαγες πλέον τις κουρτίνες και κάπως απομονωνόσουν -σπουδαίο πράμα! Δεν ξεύρω εσύ πώς τα'χεις συνηθίσει σπίτι σου, αλλά στο δικό μας που'ναι μονοκόμματο, το να'χεις χώρο δικό σου μήτε υπήρχε ως δυνατότητα, μήτε πέρναγε καν από το μυαλό μας.


Είχες στ'αλήθεια άλλη γνώμη για του λόγου μας; Άκουες για κάστρα και πόλεις σπουδαίες και νόμιζες πως ζούσαμε αρχόντοι; Λάθος στα είχανε πει, λάθος τα'χες καταλάβει.


Για χίλια και πλέον χρόνια, κάπως έτσι ήσαν οι ζωές μας. Τα ζα μας κι εμείς, η κάπνα και το σκοτάδι, οι ανέμοι και τα δαιμόνια. Κι αν φαίνονται τούτα τα Μαυρόσπιτα -που'ναι χτισμένα τον 18ο και τον 19ο αιώνα- απλοϊκά και πρωτόγονα στα μάτια τα δικά σου, πού να'βλεπες τα προγενέστερά τους. Με λάσπη ήσανε καμωμένα, με χώμα. Κανένα τους δεν σώθηκε, μην ψάχνεις να βρεις δείγμα. Σαν τα εγκαταλείπανε οι νοικοκυραίοι τους -είτε γιατί πεθαίναν είτε γιατί φτιάναν άλλο, καλύτερο από πέτρες- τα σπίτια εκείνα τα παλιά κατέρρεαν κι επέστρεφαν στο χώμα όπου ανήκαν.


Σαν τους ανθρώπους που κι αν ξεγελιόμαστε και νιώθουμε παντοτινοί στ´απόγειά μας, σχεδόν ξεχνάμε πως μετά από λίγο καιρό, πάλι σκόνη θα γίνουμε στα υπόγειά μας. Και πάλι με χώματα θ'ανακατευτούμε. Θα μας χωνέψει η ίδια γη που μας επέτρεψε για λίγο να την επερπατήσουμε.


Αλλά οι εποχές άλλαξαν και έφθασαν κι εδώ στην άκρη του χάρτη, οι ανθρώπινες πρόοδοι. Μάθαμε να σιάχνουμε σπίτια αλλιώτικα, πιο άνετα και γερά. Με τοίχους βασταζερούς, παράθυρα που μας συστήσανε το φως, πόρτες με κλειδαριές και άνετα δωμάτια. Κι έτσι σιγά σιγά αλλάξαν οι ζωές μας. Λιγόστεψαν οι επισκέψεις των μαγισσών, σιωπήσανε οι ψίθυροι των ξωτικών, σπανίσανε τα φλογίσματα των δράκων. 


Και στα θαλάσσια περάσματα ανάμεσα στο νησί μας και τη σκωτσέζικη ενδοχώρα, έπαψαν να εμφανίζονται οι γαλάζιοι άνθρωποι του Μινχ πάνω στα πελώρια, παχιά κύματα που χορεύουνε τους ψαράδες και τους ναυτικούς.


Το σπίτι το δικό μας απέκτησε τότες για πρώτη φορά κουζίνα και κατσαρολικά. Μέσα στα μεγάλα τα τσουκάλια σιγοβράζανε από νωρίς οι σούπες -λογής λογής λαχανικά θυμάμαι να κολυμπάνε μαζί με φρούτα, σε συνδυασμούς που ίσως εσένανε να σου φανούνε αλλόκοτοι. Και πατάτες έβρισκες συνήθως στο τραπέζι μας και ψάρια. Κρέας σπανιότερα. Καμιά πουλάδα ίσως. Που την έπιανε η μάνα και με μια κίνηση αριστοτεχνική, της γύριζε το κεφάλι. Ώχου πως κλαίαμε τότες εμείς τα παιδιά και πώς αγριευόμασταν που ακούαμε το στερνό της το κακάρισμα. Μα άλλοι καιροί ήσαν αυτοί, πιο μονοκόμματοι.


Ένα κι ένα κάμανε δύο. Ένα μείον ένα και σου'μενε αέρας κοπανιστός.


Κι ύστερα φύγανε οι πατεράδες μας για θάλασσες μακρύτερες.


Κι αρχινήσαμε ν'αποκτούμε σερβίτσια και μπουφέδες. Γυάλινα μπιμπελό, πλεχτά μαξιλάρια και τραπεζομάντηλα.


Άχου πως αλλάζουν οι καιροί! Αιώνες απαράλλαχτοι και μέσα σε δυοτρεις γενιές αλλάξανε θαρρείς τα πάντα. Σιμά στο τζάκι και με τη λάμπα να φεγγοβολάει φως, μοιάζουν λιγότερο αγριωποί οι χειμώνες μας.


Και σαν γυρνάμε το κουμπί, σκίζουνε ήχοι πρωτάκουστοι τις δικές μας ησυχίες. Λέξεις αλλιώτικες από τις δικές μας γαέλικες λέξεις και μουσικές που δεν εμοιάζουν με τα δικά μας τα τραγούδια. 


Εκείνα τα τραγούδια που έβγαιναν σαν μουσικές κραυγές από τα βάθια μας και που χορεύανε μαζί με τις αέρινες δίνες πάνω από τις πολύχρωμες ακτές μας, σκαρφαλώνανε στα γλιστερά μας βράχια κι ύστερα τσαλαβουτούσανε στα παγωμένα τα νερά των οριζόντων μας.


Σαν βρεθείς κατά τα μέρη μας, εδώ στ'Αρχιπέλαγος των Εβρίδων, θα σου κάμει εντύπωση ακόμα και σήμερα η γαλήνη μας. Είναι η ποινή και η ανταμοιβή μας. Για κάποιους εδώ τελειώνει ο κόσμος, για κάποιους εδώ αρχινάει -εξαρτάται πώς θα μετρήσεις.


Κι αν μείνεις κάμποσο, ίσως να καταλάβεις. 


Πως ο άνεμος δεν σου σφυράει, σου τραγουδάει. Και πως οι δράκοι, οι μάγισσες, οι γαλάζιοι άνθρωποι του Μινχ, φίλοι σου ήτανε εντέλει εξαρχής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου