Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024

Tirana by night


Δεν συνηθίζω τους νυχτερινούς περιπάτους. 


Δεν μου αρέσει να κυκλοφορώ το βράδυ, δεν με έλκουν οι διασκεδάσεις του, δεν με συγκινούν οι διαθέσεις του, δεν σηκώνει ο οργανισμός μου τα ξενύχτια. Ξένος νιώθω μέσα στα σκοτάδια.


Μα έχει έναν τρόπο τούτη η πόλη να μου σιάχνει οικειότητες, ακόμα και μέσα στη νυχτιά.


Κι ας φέρει λογής λογής προβλήματα. Κι ας την κακοχαρακτηρίζεις από τις κάμποσες ασχημίες της. Έχουν θαρρείς ποτίσει οι δρόμοι και οι γειτονιές της τόσο βαθιά με θλίψη, που δεν φυτρώνουν μέσα της παρά μονάχα μιζέριες.


Αν δεν είσαι συνηθισμένος στα Βαλκάνια και μας έρχεσαι από κάποια πλούσια χώρα, μπορεί να σε καταβάλει τούτη η αίσθηση. Μπορεί βέβαια να την βρεις και ενδιαφέρουσα ή κάπως συναρπαστική, αλλά ως εκεί.


Αν πάλι έρχεσαι από την Ελλάδα, μάλλον δεν θα σου κάμει έκπληξη. Αν είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου, θα διαπιστώσεις σύντομα τις ομοιότητες. Δεν είναι τόσο μακριά τα Γρεβενά και η Κοζάνη, οι Σέρρες και η Φλώρινα. Πολλές από τις εικόνες που αντικρύζεις θα σου φέρουν στο μυαλό γειτονιές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. 


Ούτε η αναρχία, ούτε η έλλειψη αισθητικής είναι ξένες προς εσένα.


Αν μου έλεγες πως περπατάμε στην Αχαρνών ή στην Θησέως, σχεδόν θα σε πίστευα. 


Ναι, οφείλεις να δεις τις ομοιότητες.


Αναγνωρίζοντας όμως και τις διαφορές. Ε, δεν θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς: οι ιστορικές διαδρομές ήσαν πολύ αλλιώτικες. Κι είναι η Αλβανία από τις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες η ρημάδα η ιστορία σπανίως χαρίστηκε.


Παντού είναι ζωγραφισμένες οι πληγές της, μα πιότερο στους ανθρώπους.


Όχι, δεν βγήκαμε νυχτιάτικα για να κάμουμε τίποτις βαθυστόχαστες συζητήσεις ή περίπλοκες αναλύσεις -για έναν απλό περίπατο σε κάλεσα.


Στους κεντρικούς δρόμους των Τιράνων. 


Και στις γειτονιές με τα ασοβάντιστα σπίτια, τα καλώδια που κρέμονται, τις κεραίες που βολοδέρνουν και τα ανοίγματα που χάσκουν.


Τα ακανόνιστα πεζοδρόμια, τα ανήλιαγα μπαλκόνια, τις αυθαιρεσίες που γίνονται κανονικότητες και από ένα σημείο κι έπειτα, ούτε καν τις αντιλαμβάνεσαι.


Τις αλάνες που καταλαμβάνονται από αυτοκίνητα και τα διπλοπαρκαρίσματα στα στενά.


Τους δρόμους που απελευθερώνονται από την ανυπόφορη κίνηση, μόνο τις βραδινές ώρες. 


Κοντεύει οχτώ το βράδυ. Το Haji Et'hem Bey αποχαιρετάει τους τελευταίους πιστούς του λίγο πριν κλειδώσει τις πόρτες του. Στις 18 Ιανουαρίου του 1991, δέκα χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν με σημαίες σε ετούτο το τζαμί, αψηφώντας τις απαγορεύσεις του κομμουνιστικού καθεστώτος και ξεκινώντας από εδώ την οριστική του κατάλυση.


Οι θρησκείες επανήλθαν στην Αλβανία για να ξεδιπλώσουν τις πολιτικές τους ατζέντες και ο σφοδρός ανταγωνισμός τους για την ψυχή αυτής της κοινωνίας παραμένει βασική διάσταση της πρόσφατης ιστορίας της. 


Μερικές εκατοντάδες μέτρα παρακεί ο ογκώδης Καθεδρικός Ναός Ανάστασης του Χριστού λαμπυρίζει με μεταμοντέρνους φωτισμούς, επισημαίνοντας με δηλωτικό τρόπο την παρουσία της ορθοδοξίας. Όχι πολύ μακριά του, οικοδομείται εδώ και χρόνια ένα νέο τζαμί που χρηματοδοτείται από την Τουρκία -όταν ολοκληρωθεί η κατασκευή του, θα είναι το μεγαλύτερο των Βαλκανίων. Διότι ναι, το παιχνίδι παίζεται με όρους μεγέθους και εντυπωσιασμού. 


Παρά τις προσπάθειες όμως και τα κεφάλαια που δαπανούνται ένθεν κακείθεν, η χώρα παραμένει πολύ πιο κοσμική από ό,τι θα περίμενε κανείς.


Στην κεντρική πλατεία Σκεντέρμπεη, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο φέρει την αρχιτεκτονική υπογραφή του προηγούμενου καθεστώτος. Τεράστιο για τα μεγέθη της πόλης, το κτήριο εγκαινιάστηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1981 από τον Ενβέρ Χότζα. Εκείνη ακριβώς την περίοδο, ο Χότζα προχωρούσε σε εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στο κομμουνιστικό κόμμα, ξηλώνοντας ή και εξαφανίζοντας διάφορους ανεπιθύμητους. Μεταξύ αυτών και το δεξί του χέρι, τον πρωθυπουργό Μεχμέτ Σέχου, ο οποίος βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού του με μία σφαίρα στο κεφάλι -το καθεστώς αποφάνθηκε πως επρόκειτο για αυτοκτονία και η ταφή του έγινε σε έρημη τοποθεσία καθώς ο Σέχου χαρακτηρίστηκε "εχθρός του λαού". 


Πάνω από την είσοδο του μουσείου δεσπόζει μία εμβληματική τοιχογραφία που τιτλοφορείται "Οι Αλβανοί" και εικονίζει μορφές από διάφορες περιόδους της αλβανικής ιστορίας. Μπροστάρηδες οι εργάτες, οι μηχανικοί και οι στρατιώτες της κομμουνιστικής επανάστασης.


Το μπρουταλιστικό κτήριο με τις ψηλές, τσιμεντένιες κολόνες, εγκιβωτίζει το αφήγημα μιας μακράς και δύσκολης ιστορίας που ξεκινά από τα πανάρχαια χρόνια και καταλήγει στο σήμερα.


Στη νότια πλευρά της πλατείας, ένα σύνολο από κατάφωτα, φροντισμένα κτήρια διεκδικούν αέρα κεντρικής Ευρώπης. 


Πρόκειται για κτήρια που στεγάζουν Υπουργεία, δημόσιες υπηρεσίες και κάποια θέατρα. 


Αν είσαι πάντως ανυποψίαστος, εκείνο που θα σου κάμει τη μεγαλύτερη ίσως εντύπωση είναι τα μοντέρνα κτήρια και οι ουρανοξύστες. 


Που έχουν ξεφυτρώσει την τελευταία δεκαετία παντού στο κέντρο και έχουν αλλάξει άρδην τη φυσιογνωμία του. Δεν προλαβαίνεις να συνηθίσεις το ένα και ξεπετάγεται μπροστά σου το επόμενο. 


Ιδιωτικές εταιρίες, τράπεζες, ξενοδοχεία, αλλά και κτήρια διαμερισμάτων.


Για άλλους, η αλματώδης ανοικοδόμηση των τελευταίων ετών αποτελεί ένδειξη προόδου. Άλλοι πάλι ασκούν έντονη κριτική και εκφράζουν προβληματισμό, μιλώντας για αλλοίωση του (ήδη επιβαρυμένου) αστικού περιβάλλοντος. Πάντως και παρά τις ακρότητες και τις ενίοτε κιτς υπερβολές, οι σύγχρονες αυτές προσθήκες ανταποκρίνονται θαρρώ σε μία εκκωφαντική (και κάπως συγκινητική) ανάγκη: την προσπάθεια να ξεφύγουμε από ένα παρελθόν στερήσεων και να αναπνεύσουμε ένα πιο αισιόδοξο μέλλον. Να διεκδικήσουμε επιτέλους μια κάποια ευημερία.


Στο περίφημο Blloku, την άλλοτε σφραγισμένη γειτονιά στην καρδιά των Τιράνων, όπου κατοικούσαν μόνο οι επιτελείς του καθεστώτος με τις οικογένειες τους και απαγορευόταν η πρόσβαση σε οποιονδήποτε άλλο, στέκει σκοτεινή η έπαυλη του Χότζα.


Στο κέντρο ενός μεγάλου κήπου, το κτήριο αποτελεί διαρκή υπενθύμιση. Της αλλόκοτης, ιδιόρρυθμης, νοσηρής, σκοτεινής και αυτοκαταστροφικής ιστορίας της κομμουνιστικής Αλβανίας. Τίποτα δεν μπορείς να αφήσεις οριστικά πίσω σου -όλα θα σε κατατρέχουν και θα σε ορίζουν. 


Εντούτοις το νερό στο μικρό ποτάμι που διατρέχει την πόλη, συνεχίζει να κυλάει. Με τις αλλαγές του, τις ανατροπές του, τις εξελίξεις του, τις αυξομειώσεις της τάσης του. Ναι, το ποτάμι ευτυχώς κυλάει.


Αλλά περπατάμε τόσην ώρα. Μήπως πείνασες; Αν τυχόν θες ν'αγοράσουμε κάνα ξηροκάρπι, μερικά φρούτα ή κανένα ζαρζαβάτι, οι μανάβηδες στο κεντρικό Pazari i Ri παραμένουν ανοιχτοί μέχρι αργά το βράδυ.


Ο κόσμος βέβαια είναι απείρως λιγότερος σε σχέση με το πρωί, αλλά εγώ την απολαμβάνω αυτή την ησυχία και την προτιμώ.


Κοιτάζω τους φροντισμένους πάγκους, θαυμάζω την ευταξία και οργάνωση του χώρου, αγοράζω και το κατιτίς μου. 


Το παζάρι αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα αστικής ανάπλασης στα Τίρανα.


Το καλαίσθητο στέγαστρο του τοποθετήθηκε το 2017 και έκτοτε το μέρος αναβαθμίστηκε θεαματικά, απευθυνόμενο ουχί μόνο στους ντόπιους, αλλά και στους τουρίστες. Που έρχονται ολοένα και πιο μαζικά για να ανακαλύψουν τα αινιγματικά Τίρανα -μια από τις δυοτρεις πιο άγνωστες και τουριστικά αχαρτογράφητες πρωτεύουσες της Ευρώπης!


Πολλά από τα τριγύρω κτήρια έχουν επίσης αναπαλαιωθεί και φιλοξενούν ωραιότατα καφέ και εστιατόρια όπου μπορείς να απολαύσεις τον μεζέ σου και να πιεις ρακί.


Ή να φας βρε αδελφέ, ένα γλυκό, μία πάστα. Που σερβίρεται συνήθως σε μεγάλα, μπαμπάτσικα κομμάτια. Σαν να κάθεσαι σε παλιό ζαχαροπλαστείο της Αθήνας.


Το βλέπεις, το αντιλαμβάνεσαι, το βιώνεις: η πόλη είναι ιδιαιτέρως ζωντανή. Με διασκεδάσεις, με ταβέρνες, με περίπτερα που μένουν ανοιχτά ολημερίς και οληνυχτίς.


Με κόσμο που σουλατσάρει, με οικογένειες που βγαίνουν για το κεμπάπ τους, με κυρίες που πηγαίνουν σε θέατρα, με παρέες νέων που αράζουν σε καφετέριες χαζεύοντας τα κινητά τους.


Με ανθρώπους που εργάζονται, που ψωνίζουν, που βολτάρουνε τους σκύλους τους.


Που στριμώχνουν τις ζωές τους γύρω από έναν ακάλυπτο ή με θέα στον φωταγωγό.


Που ερωτεύονται, που παντρεύονται, που κάμουν οικογένειες.


Που ονειρεύονται, ελπίζουν στο καλύτερο και ζωγραφίζουνε ομπρέλες στους τοίχους.


Γιατί έχουν καταλήξει τόσες και τόσες φορές μούσκεμα από τις καταρρακτώδεις βροχές που έπεσαν στα κεφάλια τους που έχουνε μάθει πια να κρατάνε πρόχειρη την ομπρέλα. Για καλό και για κακό.


Ε και; Δεν σου περιγράφω δα κάτι που δεν το έχεις συναντήσει και αλλού. Με έναν τρόπο γνώριμες, σου είναι τούτες οι εικόνες και ετούτες οι ζωές. Ή τουλάχιστον, μπορείς να τις καταλάβεις. Σε έναν βαθμό.


Ίσως αυτή είναι η οικειότητα για την οποία σου μιλάω. Η οικειότητα της μνήμης. Που διατρέχει ακόμα και πραγματικότητες που χαρακτηρίζονται από τις αποκλίσεις τους. Έρχονται και δένουν όλα σε έναν κοινό καμβά αναφορών.


Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που κάμει τούτη την πόλη να μου μιλάει πιο συναισθηματικά. Με τρόπους που ποτέ δεν μπόρεσαν να μου μιλήσουν πόλεις απίθανα ομορφότερες και πιο συγυρισμένες.


Το ότι στους δρόμους της συναντάς αραδιασμένα στοιχεία κι από το δικό σου το παρελθόν. Με τα παιδιά που παίζουν ακόμα στους δρόμους και τις αλάνες. Με τους ηλικιωμένους που μένουν ως αργά στα καφενεία βουτηγμένοι στην αναμονή του τίποτα. Με τους νέους που προσδοκούν μίαν υπέρβαση, αλλά που δύσκολα θα την πετύχουν.

Αλλά με αυτήν την ελπίδα πορεύεσαι -την ελπίδα ότι εις πείσμα των πιθανοτήτων, των τραυμάτων, των αποτυχιών και των συντριβών, εντέλει μπορεί και να σου ξημερώσει. Ουφ!

Μακάρι, αχ μακάρι να ξημερώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου