Σε προειδοποιώ εξαρχής ότι αυτή είναι μία δύσκολη βόλτα. Από εκείνες που σε αναγκάζουν να βαδίσεις μέσα σου, να διασχίσεις σκέψεις, να διασταυρωθείς με συναισθήματα και να σκάψεις στα τρίσβαθα του εαυτού σου. Για να εντοπίσεις το νόημα. Ή να αναρωτηθείς αν υπάρχει νόημα.
Περπατάμε σε μία πόλη που δεν υπάρχει. Θα μου πεις, μα πώς γίνεται αυτό; Τριγύρω υπάρχουν κτήρια, δρόμοι, καταστήματα, πινακίδες, φανάρια, αυτοκίνητα, ποδήλατα και μπόλικος κόσμος.
Άνθρωποι κανονικοί και απολύτως υπαρκτοί. Που πηγαίνουν στις δουλειές τους, ψωνίζουν, τρώνε, μιλάνε και αναπνέουν. Άνθρωποι που πασχίζουν, ερωτεύονται, προβληματίζονται, χαίρονται και υποφέρουν. Πώς μπορεί να μην υπάρχει αυτή η πόλη; Αποκλείεται! Υπάρχει και την βλέπεις μπροστά σου!
Κι όμως. Αυτή η πόλη εξαφανίστηκε ολοσχερώς πριν ακριβώς ογδόντα χρόνια. Μέσα σε μερικά δέκατα του δευτερολέπτου. Σε λιγότερο από ένα ανοιγόκλειμα των ματιών. Σε λιγότερο από μία αναπνοή.
Ο Paul Tibbets ήταν τριάντα ετών. Πιλότος με αρκετές ώρες πτήσης στην πλάτη του, που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης για την ακρίβεια και την ψυχραιμία του σε δύσκολες αποστολές στη Βόρεια Αφρική και την Ευρώπη. Ήταν ένας άνθρωπος ταγμένος στο καθήκον. Με αδυναμία στη μητέρα του, την κυρία Enola Gay, μία απλή νοικοκυρά, το όνομα της οποίας έμελε να μείνει στην ιστορία και να αποτελέσει ακόμα και τίτλο τραγουδιού.
Διότι, βλέπεις, ο Paul επέλεξε να δώσει στο μαχητικό αεροσκάφος του, εκείνο το όνομα για να την τιμήσει. Υπό άλλες συνθήκες, θα έβρισκες ίσως τρυφερή και συγκινητική αυτή την πράξη αγάπης από έναν γιο προς τη μητέρα του.
Δευτέρα, 6 Αυγούστου 1945. Το ζεστό, καλοκαιρινό ξημέρωμα βρήκε την πόλη στους συνήθεις της ρυθμούς. Οι άνθρωποι ξεκίνησαν τις δουλειές τους, πολλά παιδιά που είχαν επιστρατευθεί σε εργασίες υπηρεσίας προς την πατρίδα, βρίσκονταν ήδη στα πόστα τους, βοηθώντας στη διάνοιξη πυροσβεστικών ζωνών. Ήταν ένα ήσυχο, ασυνέφιαστο πρωινό με καθαρούς ορίζοντες.
Τρία αμερικανικά αεροσκάφη εμφανίζονται πάνω από την πόλη. Το μεσαίο είναι το Enola Gay. O Paul Tibbets γνωρίζει ότι μεταφέρει κάτι σημαντικό. Γνωρίζει ότι η αποστολή του είναι κορυφαίας σημασίας. Ίσως και να υποψιάζεται ότι γράφει ιστορία. Μην αναζητάς προσωπικές ευθύνες και συνειδησιακές ευαισθησίες. Έχουμε πόλεμο, άνθρωποι σκοτώνονται καθημερινά -και στο κάτω κάτω της γραφής, ο Tibbets εκτελεί εντολές ανωτέρων. Έτσι δεν είναι; Ναι, έτσι είναι.
8:15 π.μ. Το Enola Gay απελευθερώνει μία πυρηνική βόμβα ουρανίου-235, μήκους τριών μέτρων και βάρους περίπου τεσσάρων τόνων. Η βόμβα έφερε την κωδική ονομασία "Little Boy" -ένα αεροπλάνο με το όνομα μιας μαμάς και μία βόμβα με το όνομα ενός παιδιού.
Εξακόσια μέτρα πάνω από την πόλη, γίνεται η έκρηξη. Αντιστοιχεί σε 15.000 τόνους TNT.
Η θερμοκρασία στο επίκεντρο αγγίζει τους 4.000°C.
Οι άνθρωποι που βρίσκονταν εγγύτερα εξαϋλώνονται, αφήνοντας μόνο σκιάσεις των σωμάτων τους σε τοίχους και πεζοδρόμια. Σαν να σβήστηκαν από αυτόν τον κόσμο. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Η πόλη μετατρέπεται σε ένα πύρινο τοπίο καταστροφής. Τα ξύλινα σπίτια αφανίζονται, οι δρόμοι παύουν να υπάρχουν. Εβδομήντα με ογδόντα χιλιάδες άνθρωποι σκοτώνονται ακαριαία.
Η λάμψη της έκρηξης ήταν τόσο εκτυφλωτική, που μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότι ήταν ορατή σε απόσταση έως και 80 χιλιομέτρων από το επίκεντρο. Κάτοικοι στη Χιγιασίματσουγιάμα -περίπου 20 χιλιόμετρα μακριά- ανέφεραν πως είδαν μια «τεράστια λευκή λάμψη στον ουρανό», ενώ άλλοι από την Ιουάκου, σε απόσταση 60–70 χλμ., περιέγραψαν ότι ο ουρανός φωτίστηκε «σαν να είχε ανατείλει δεύτερος ήλιος». Ακόμα και οι αμερικανοί πιλότοι των τριών αεροσκαφών, που πλέον πετούσαν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, ένιωσαν το ωστικό κύμα και είδαν τον πύρινο στύλο να ανεβαίνει.
Αν υπάρχει κόλαση, αυτή είναι η ακριβέστερη αποτύπωσή της.
Μέσα στους επόμενους μήνες, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι θα χάσουν τη ζωή τους από εγκαύματα, τραύματα ή τη ραδιενεργό μόλυνση, εκτοξεύοντας τον αριθμό των νεκρών στους 140.000. Αλλά και από εκείνους που κατάφεραν να επιζήσουν, πολλοί θα υποφέρουν για χρόνια από λευχαιμίες και καρκίνους.
Πέραν όλων των άλλων, οι επιζώντες απέκτησαν τα επόμενα χρόνια μία ονομασία: τους έλεγαν "hibakusha" (που σημαίνει στα ιαπωνικά "άτομο που επλήγη από έκρηξη"). Ποιοι χαρακτηρίζονταν hibakusha; Όσοι βρίσκονταν στο σημείο που έπεσε η βόμβα και επέζησαν, όσοι εισήλθαν στην πόλη τις επόμενες ημέρες μετά την έκρηξη και εκτέθηκαν στη ραδιενέργεια, τα άτομα που εκτέθηκαν στη ραδιενεργό βροχή που ακολούθησε και τα βρέφη που γεννήθηκαν από μητέρες που είχαν εκτεθεί στην ακτινοβολία.
Οι hibakusha ήταν καταδικασμένοι να κουβαλούν ένα τεράστιο ψυχικό τραύμα, βλέποντας τις οικογένειες τους να καίγονται ή να εξαφανίζονται μπροστά τους. Ξεύρεις, όταν έχεις αντικρίσει την κόλαση, δεν μπορείς έτσι απλά να συνεχίσεις να προσμένεις παραδείσους. Την φέρεις μέσα σου ως αναπόδραστο βίωμα, ως προσωπική σου συνθήκη. Έχεις να αντιμετωπίσεις το φυσικό της αποτύπωμα στο αίμα σου, στο δέρμα σου, στα σωθικά σου. Αλλά και το ψυχικό της αποτύπωμα στους εφιάλτες σου.
Και σαν να μην έφταναν όλα ετούτα, σε περίμενε κοινωνικός στιγματισμός και διακρίσεις. Με εργοδότες που δεν σε προσλάμβαναν διότι φοβόντουσαν ότι δεν είσαι υγιής ή παραγωγικός, με υποψήφιους συντρόφους που σε απέρριπταν για προβλήματα γονιμότητας, για έναν περίγυρο που σε αντιμετώπιζε σαν απόκληρο. Σαν μια σκιά που θα έπρεπε κανονικά να σβηστεί σε κάποιον τοίχο ή σε κάποιο πεζοδρόμιο.
Ναι, πολύ καλά το κατάλαβες, βρισκόμαστε στην Χιροσίμα. Και είναι 6η Αυγούστου.
Μία μακρά σειρά από σιωπηλούς ανθρώπους έχει σχηματιστεί σε πολλά σημεία μνήμης. Πολλοί είναι εκείνοι που θέλουν να αφήσουν ένα λουλούδι, να εκφράσουν το σεβασμό τους στους νεκρούς. Ανάμεσά τους πολλοί ηλικιωμένοι, άλλοτε μόνοι τους και άλλοτε υποβασταζόμενοι από τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Άνθρωποι που είδαν τη λάμψη, άκουσαν τον ήχο, περπάτησαν πάνω στα αποκαΐδια. Άνθρωποι που έζησαν και πάλεψαν με ένα από τα πιο τραυματικά κεφάλαια της παγκόσμιας ιστορίας. Hibakusha που ογδόντα χρόνια μετά, στέκουν ζωντανοί πάνω στο νεκροταφείο τους.
Κάθε 6η Αυγούστου, η Χιροσίμα δεν πενθεί. Θυμάται. Με ήρεμες εκδηλώσεις στους δρόμους και τις πλατείες, με ήσυχες συγκεντρώσεις κόσμου δίπλα στο ποτάμι.
Αυτό είναι το Q-Dome, το εμβληματικότερο σύμβολο της πόλης και ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα μνημεία ειρήνης στον κόσμο.
Πρόκειται για το διατηρημένο ερείπιο ενός κτιρίου που επέζησε της ατομικής έκρηξης. Παρότι όσοι βρίσκονταν εντός του πέθαναν ακαριαία, ο σκελετός του και ο μεταλλικός του θόλος δεν κατέρρευσαν.
Το κτίριο είχε χτιστεί το 1915 και ονομαζόταν Hiroshima Prefectural Industrial Promotion Hall. Σχεδιασμένο από τον Τσέχο αρχιτέκτονα Jan Letzel, χρησιμοποείτο για εμπορικές εκθέσεις και στέγαζε δημόσιες υπηρεσίες.
Το κουφάρι του παραμένει σήμερα ένα πανανθρώπινο σύμβολο.
Ακριβώς κάτω από το σημείο που εξερράγη η βόμβα, υπήρχε μία ζωντανή γειτονιά με σπίτια, σχολεία και καταστήματα που βεβαίως επίσης αφανίστηκε.
Στη θέση της έχει φτιαχτεί το Peace Memorial Park. Και σε μιαν άκρη του, υπάρχει το Μουσείο της Μνήμης.
Το φως εντός του είναι χαμηλό, οι τοίχοι είναι γκρίζοι. Πρωταγωνιστές είναι οι νεκροί.
Το μουσείο σου διηγείται την κάθοδο τους στον Άδη.
Το καμένο ρούχο ενός μαθητή, το μισολιωμένο τρίκυκλο ενός τρίχρονου παιδιού, οι ανθρώπινες τρίχες πάνω στο μέταλλο, τα κουμπιά από το πουκάμισο που έλιωσαν από τη θερμότητα, τα ρολόγια που σταμάτησαν στις 8:15.
Ναι, έχω βρεθεί και σε άλλους τέτοιους χώρους μνήμης. Σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε φυτείες σκλάβων, σε νεκροταφεία. Μέρη σαν αυτό κραυγάζουν μέσα στο κεφάλι σου. Δοκιμάζουν τους αρμούς της συνείδησής σου.
Και επιβεβαιώνουν πόσο εύθραυστα είναι όλα.
Στέκομαι δίπλα στο ποτάμι, ανάμεσα στο πλήθος, και αφήνω το βλέμμα μου να κυλήσει μαζί με τα φαναράκια που σιγά σιγά διασχίζουν το νερό. Είναι καμωμένα από τα παιδιά της πόλης. Άλλα έχουν μέσα τους μια λέξη, άλλα κάποιο σύμβολο. Αφήνονται στο ρεύμα, όπως αφήνεται η μνήμη να γαληνέψει με το χρόνο.
Η Ιαπωνία είναι μία χώρα που έχει μάθει βιωματικά να αντιμετωπίζει τις πληγές της με μέτρο και πειθαρχία. Δίχως εκρήξεις συναισθηματισμών, δίχως εκδηλώσεις οργής ή θυμού ή αντεκδίκησης. Σιγανά και εσωτερικά. Ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί.
Τα φαναράκια, οι υποκλίσεις, τα σημειώματα και οι σιωπές μάλλον θα ξενίσουν κάποιον που έρχεται από τα δικά μας τα μέρη. Φαντάζομαι θα βρει κάπως άψυχες και άνευρες, τούτες τις τελετουργίες. Δίχως μια κραυγή κάποιας χαροκαμένης μάνας, δίχως συνθήματα και φωνές, δίχως απαιτήσεις για αποζημίωση ή αποκατάσταση. Τίποτε από όλα αυτά.
Ο τρόπος που η ιαπωνική κοινωνία διαχειρίστηκε το τραύμα της μπορεί ίσως να ερμηνευθεί καλύτερα με αναφορά στη βουδιστική και σιντοϊστική φιλοσοφία, στο ζεν που διδάσκει την αποδοχή, στο mujō που υπενθυμίζει ότι τίποτα δεν διαρκεί για πάντα και όλα είναι παροδικά. Ο θάνατος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας και τελοσπάντων μπορεί υπό μίαν έννοια να αποτελέσει λύτρωση από τα δεσμά της επιθυμίας και του πόνου. Μαθαίνεις να τον αντικρίζεις όχι με θρήνο αλλά με τρυφερή μελαγχολία. Με τη συνειδητή επίγνωση ότι η ζωή είναι σύντομη και τη βαθιά συγκίνηση που σου προσφέρει η αξία της.
Νομίζω πως δεν υπάρχει μίσος εδώ, αλλά αλήθεια. Άλλωστε δεν είναι η αλήθεια, ισχυρότερη και πιο σημαντική; Θαρρώ πως πολύ συχνά κοινωνίες σαν τη δική μας που κραυγάζουν τόσο ανοικονόμητα το μίσος τους, αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν τις αλήθειες τους. Όλα ανθρώπινα είναι, θα πεις. Και σ'αυτό, πάλι δίκιο θα'χεις.
Η συζήτηση για το αν ήταν σκόπιμη η ρίψη αυτής της βόμβας (και βεβαίως της δεύτερης που έπεσε μερικές ημέρες αργότερα στο Ναγκασάκι) θα απασχολεί για πάντα τους ιστορικούς, τους πολιτικούς επιστήμονες και τους φιλοσόφους. Από τη μία τερμάτισε τον ολέθριο πόλεμο που συνέχιζε να στοιχίζει σε ανθρώπινες ζωές, έδωσε ένα εκκωφαντικό πολιτικό μήνυμα προς τη Σοβιετική Ένωση για το ποιος διεκδικεί πλέον σθεναρά το ρόλο του ηγέτη στον μεταπολεμικό κόσμο και ίσως αποτέλεσε το λόγο για τον οποίο τα επόμενα ογδόντα χρόνια δεν είχαμε χρήση πυρηνικών όπλων εναντίον ανθρώπων. Από την άλλη, η εξόντωση δεκάδων χιλιάδων αμάχων μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα θα βαραίνει πάντα το ποινικό μητρώο της ανθρωπότητας.
Πέρασα αρκετές ώρες ανάμεσα στους ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί για τις εκδηλώσεις. Άλλοτε παρατηρώντας, άλλοτε φωτογραφίζοντας, άλλοτε απλώς παραμένοντας βουβός μέσα στις σκέψεις μου.
Όταν ο ήλιος άρχισε να χαμηλώνει προς τη δύση του, άρχισα να περπατώ και πάλι στις κεντρικές λεωφόρους της Χιροσίμα, προσπαθώντας να ξαναβρώ έναν βηματισμό.
Η πόλη αυτή ξαναχτίστηκε από το μηδέν. Αναγεννήθηκε μέσα από τα συντρίμμια. Κοιτάζω τα καταστήματα με τις έντονες επιγραφές από νέον, τις οθόνες με τα anime που σε βομβαρδίζουν με διαφημίσεις, τους ανθρώπους που κινούνται σιωπηλά μέσα σε ένα αστικό περιβάλλον καταιγιστικής οπτικής ρύπανσης και συντριπτικών ρυθμών καθημερινότητας -όπως παντού στην Ιαπωνία. Όλα είναι πεντακάθαρα, οι κανόνες τηρούνται ευλαβικά, το σύστημα δουλεύει στην εντέλεια -όπως παντού στην Ιαπωνία.
Όταν απομακρύνεσαι από τις εκδηλώσεις, σχεδόν ξεχνάς τις σκιές στους τοίχους και τα πεζοδρόμια. Δεν μπορείς να ζεις με τον τρόμο του παρελθόντος -πόσο μάλλον όταν σου έχουν κληρωθεί τόσο αποτρόπαιες εκδοχές του. Ούτε μπορείς να ζεις με τον τρόμο του μέλλοντος -πόσο μάλλον όταν γνωρίζεις πως προστίθενται συνέχεια νέοι τρόποι για τον αφανισμό σου. Από πανδημίες και ανεξέλεγκτες τεχνολογίες έως περιβαλλοντικές καταστροφές και πυρηνικούς ολέθρους.
Τι σου μένει αλήθεια; Πώς μπορείς εντέλει να συνεχίσεις να ζεις;
Δεν έχω εύκολη απάντηση. Θαρρώ πως ο καθείς σχηματίζει μία δικιά του. Με τις επιλογές του, με αυτά που κάμει και δεν κάμει. Με τους θορύβους και -ίσως πιότερο- με τις ησυχίες του.
Με το μικρό του φαναράκι που ρέει στο ποτάμι μέχρι να σβηστεί η φλόγα του στον απέραντο ωκεανό.
Ξεύρεις, αν διαβάσεις το "Enola" αντιστρόφως, μπορεί να κερδίσεις τουλάχιστον αυτό: το κάποτε αδύναμο και κάποτε γενναίο, μοναχικό σου φαναράκι. Και είθε με αυτό να πλεύσεις εν ειρήνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου