Πάρκαρα το αυτοκίνητο δίπλα στο δρόμο και έσβησα τη μηχανή. Άνοιξα το παράθυρο για μία καλύτερη εκτίμηση της κατάστασης. Ένα παγωμένο ρεύμα αέρα μπήκε μέσα στο αμάξι, κατεβάζοντας κάθετα τη θερμοκρασία.
Δεν είναι το κρύο όμως που με ανησυχούσε -φορούσα τελοσπάντων τα ισοθερμικά μου και κάμποσες στρώσεις ρούχων. Ήταν αυτή η αναθεματισμένη βροχή. Μία βροχή στρωτή, επίμονη και ακατάπαυστη.
Ομπρέλα; Αστειεύεσαι βέβαια. Δεν έχει νόημα εδώ η ομπρέλα. Μόνο η αδιάβροχη στολή σου μπορεί να σε κρατήσει -κι αυτή ως ενός σημείου. Αν εκτεθείς για ώρα, το νερό βρίσκει τρόπους να διεισδύσει και να μουλιάσει το μέσα σου.
Έπρεπε λοιπόν να λάβω μία απόφαση: να το επιχειρήσω ή όχι; Να ξεκινήσω την πορεία στηριζόμενος στην καλή μου τύχη και ελπίζοντας ότι σύντομα η βροχή θα κοπάσει; Δεν είναι κρίμα να έχω φθάσει ως εδώ και να μην τον αντικρίσω;
Αποφάσισα να το κάμω. Κουμπώθηκα, ανέβασα το φερμουάρ του μπουφάν μου, φόρεσα τα γάντια, την full-face κουκούλα, τον σκούφο και βγήκα από το αυτοκίνητο.
Το gps έδειχνε ότι η διαδρομή είναι μικρή -μόλις δύο χιλιόμετρα. "Το'χω!" διαβεβαίωσα τον εαυτό μου και άρχισα να ακολουθώ τον ανώμαλο χωματόδρομο προς την κατεύθυνση του βουνού.
Η βροχή έδειχνε προς στιγμή να χαλαρώνει, αλλά ο άνεμος φρόντιζε να σου τη στέλνει από παντού. Από πάνω, από δεξά κι αριστερά σου. Είχα ήδη μουσκέψει στα πρώτα διακόσια μέτρα.
Οι κορφές του Έρεφαγιεκουλ υψώνονταν μπροστά μου. Κι αν περνιέται για απλό βουνό, εσύ μην ξεγελιέσαι: είναι ένα επικίνδυνο ηφαίστειο, το μεγαλύτερο της Ισλανδίας σε ύψος (φθάνει τα 2.110 μέτρα) και σε όγκο. Σχηματίστηκε στην Πλειστόκαινη περίοδο, αλλά εκρήξεις του έχουν καταγραφεί και στους τελευταίους αιώνες. Χειρότερη όλων, εκείνη του 1362 που νέκρωσε όλο το νοτιοανατολικό μέρος της νήσου για σαράντα περίπου χρόνια.
Τότε είναι που έλαβε αυτή την ονομασία το Έρεφαγιεκουλ. Βλέπεις, "έρεφι" (Öræfi) στα ισλανδικά σημαίνει έρημος, χώρα ακατοίκητη και βασανισμένη. Αλλά η λέξη χρησιμοποιείται και για να αποδώσει την εσωτερική απομόνωση. Την υπαρξιακή μοναξιά που βιώνεις, όταν αποκομμένος από τον κόσμο, βρίσκεσαι στον κενό χώρο του εαυτού σου.
Το λιβάδι τριγύρω μου σιωπηλό. Θαμνώδης βλάστηση και λειχήνες.
Καφετιά λούπινα, με καρπό κελυφωτό, ακτινωτά πράσινα φύλλα και καφέ λοβούς.
Οι ανθοί τους έχουν χρώμα μενεξεδί και ροζ.
Είναι από τα ελάχιστα είδη βλάστησης που αντέχουν αυτές τις συνθήκες. Και λειτουργούν κάπως προστατευτικά, εμποδίζοντας τη διάβρωση.
Ήμουν ήδη στα μέσα της διαδρομής, όταν η βροχή άρχισε να δυναμώνει. Ο φακός της μηχανής είχε γεμίσει νερό και σταμάτησα για λίγο να βγάζω φωτογραφίες. Έτσι όπως ήμουν εκτεθειμένος σε αυτή την απέραντη απλωσιά, δίχως τη δυνατότητα κάποιας καταφυγής, ένιωσα ελάχιστος κι αδύναμος.
Χωρίς προστατευτικά, χωρίς ευκολίες, χωρίς νοήματα, μεγάλα σχήματα και ασφαλείς αφηγήσεις. Χωρίς βεβαιότητες. Ελάχιστος. Κι αδύναμος.
Κοίταξα ενστικτωδώς προς τα πίσω. Το αυτοκίνητο ήταν μία κουκκίδα στον ορίζοντα. Μήπως να επέστρεφα; Μπα, έχω ήδη απομακρυνθεί πολύ για να επιστρέψω. Άφησα την απόσταση να αποφασίσει για μένα. Συνέχισα με ακόμα ταχύτερο ρυθμό.
Ο χωματόδρομος έστριβε, ανηφόριζε και γινόταν ακόμα πιο τραχύς. Έπρεπε να σιγουρεύω περισσότερο τα πατήματά μου στις μαύρες κοτρώνες που γλιστρούσαν στο διάβα μου.
Στον ορίζοντα άρχισε πλέον να φαίνεται πιο καθαρά εκείνος, για τον οποίον είχα έρθει. Ο παγετώνας Svínafellsjökull.
Ένας τεράστιος όγκος αρχέγονου πάγου που σκεπάζει το μεγαλύτερο μέρος του βουνού.
Οι λευκές του κορφές συναντούν το πράσινο και το χρυσαφί της τούντρας και δημιουργούν τόπια εξωπραγματικής ομορφιάς. Διακρίνονταν πια οι ρωγμές και οι πύργοι του, οι κάθετες πλαγιές του.
Φθάνω. Το αισθάνομαι στο τράνταγμα του εδάφους, στον άνεμο που θεριεύει, στο υπόκωφο τρίξιμο που ακούεται από τα σπλάχνα του παγετώνα. Κάθε φορά που προσεγγίζεις ένα τέτοιο μεγαθήριο, αφήνεσαι στο έλεός του. Σε σπρώχνει προς τα πίσω, σε απωθεί με τις πανίσχυρες δυνάμεις του. Σαν ένας υπαρκτός θεός. Που δεν σου επιτρέπει να τον πλησιάσεις.
Σκαρφαλώνοντας τον τελευταίο λόφο, αντίκρισα τη λίμνη. Και ξωπίσω της, τη γλώσσα του Svínafellsjökull που χύνεται μέσα της και καθρεπτίζεται στα νερά της. Ο αέρας λυσσομανούσε, αλλά τουλάχιστον κόπασε η βροχή.
Στάθηκα στην όχθη να χορτάσω το θέαμα.
Προσπάθησα να συλλάβω την κίνηση. Ο Svínafellsjökull αλλάζει συνεχώς θέση. Κυλάει αργά -με έναν ρυθμό που δεν συλλαμβάνει τ'ανθρώπινο μάτι- σαν ένα ποτάμι που δεν βιάζεται, σαν μία ύπαρξη που μετράει το χρόνο ουχί σε ημέρες και σε χρόνια, αλλά σε αιώνες και σε χιλιετηρίδες.
Κι αν δεν τη βλέπεις την κίνησή του, την ακούς. Με έναν ήχο εσωτερικό. Του παγετώνα που γουργουρίζει το ψύχος του και του εδάφους που του υποτάσσεται.
Λευκό και γαλάζιο. Αυτό είναι το χρώμα του πανάρχαιου νερού που κλειδώθηκε στον παγετώνα από τις εποχές που οι άνθρωποι κατοικούσαν σε σπηλιές. Τόσα και τόσα σημαντικά έχουν συμβεί έκτοτε, όλα τους ασήμαντα.
Τα σύννεφα πύκνωσαν και πάλι -πόσο γρήγορα αλλάζουν εδώθε οι καιροί. Πρέπει να γυρίσω. Δεν θέλω να γυρίσω. Ο Svínafellsjökull έστεκε μεγαλοπρεπής, αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία μου. Μ' όλους του κόσμου τους εγωισμούς ακυρωμένους, αισθάνθηκα πιο ταπεινός. Νομίζω και πιο σώφρων.
Σιγανά, έκαμα βήματα προς τα πίσω. Δίχως να στρέψω την πλάτη μου σε εκείνον. Για να συγκρατήσω την αίσθησή του στη μνήμη μου όσο μπορώ περσσότερο.
Τα ξεσπάσματα της βροχής στη διαδρομή της επιστροφής, δεν με ένοιαζαν πλέον. Εκείνα τα δυο χιλιόμετρα, έμοιαζαν πιο εύκολη υπόθεση. Χαιρετίστηκα με τις κορφές, τις πέτρες και τα χρώματα.
Τα τελευταία μέτρα, τα έτρεξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει, καθώς η βροχή είχε γίνει πλέον καταιγίδα. Έβγαλα τις πάνω στρώσεις των αδιάβροχων, τις πέταξα γρήγορα στο πίσω κάθισμα, έβαλα το αυτοκίνητο μπροστά για να ανάψει το καλοριφέρ. Έκανα όπισθεν, βγήκα στην άσφαλτο και πήρα κατεύθυνση προς τ'ανατολικά. Ο δρόμος ήταν έρημος, οι ριπές τ' ανέμου κλυδώνιζαν τ'αμάξι.
Αλλά τίποτα δεν με σκίαζε. Ίσως γιατί με είχα βρει σε εκείνη την άδεια διαδρομή. Ίσως γιατί με είχα αντικρίσει σε εκείνη την παγωμένη λίμνη. Ίσως γιατί με είχα ακούσει σε εκείνη την αρχέγονη βοή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου