Μήτε οι Ρωμαίοι μήτε οι χριστιανοί που ήλεγχαν για αιώνες τα μέρη ετούτα στην καρδιά της Ιβηρικής δεν παρατήρησαν το μάλλον προφανές: πως το φαράγγι που σκάβουν εδώ και αιώνες αγόγγυστα οι ποταμοί Júcar και Huécar αποτελεί στρατηγικής σημασίας πέρασμα και πως οι βράχοι που ορίζουν τις πλευρές του, προσφέρονται για μόνιμη εγκατάσταση.
Πιο διορατικοί οι Άραβες που φτάσανε εκεί το 714, άδραξαν την ευκαιρία και έσιαξαν ισχυρό οχυρό που τ’ονομάσανε Kunka και που κληροδότημά του ίσως και νάναι τ’όνομα στο οποίο ακούει μέχρις και σήμερα η πόλη Κουένκα.
Αραβική παρέμεινε για κάμποσα χρόνια, αλλά πολλοί επιβουλεύτηκαν την προνομιακή της θέση.
Όταν δέχθηκε επίθεση από τους Αλμοραβίδες, ο χαλίφης Αλ-Μουταμίντ ιμπν Αμπάντ που διαφέντευε κάμποσες πόλεις στην περιοχή, στράφηκε για βοήθεια στον Αλφόνσο ΣΤ’ της Καστίλλης και της Λεόν. Ως αντάλλαγμα τού έστειλε τη νύφη του Ζαϊντα με προίκα όχι χαλιά και παπλώματα, μα την Κουένκα.
Ο Αλφόνσος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα κι έστειλε χριστιανικά στρατεύματα, μα οι Αλμοραβίδες κατάφεραν και κυρίευσαν την πόλη το 1108 και την εκράτησαν για περίπου εβδομήντα χρόνια. Η Ζαΐντα δεν ξεύρω τι απέγινε, μα τώρα που το σκέφτομαι ίσως εντέλει να’πιαναν περσσότερο τόπο τα χαλιά και τα παπλώματα.
Οι χριστιανοί βεβαίως επανήλθαν. Κατόπιν σφοδρών μαχών και πολύμηνης πολιορκίας από τις συνασπισμένες δυνάμεις του πιτσιρικά Αλφόνσου Η’ της Καστίλλης, του θείου του, Φερδινάνδου Β’ της Λεόν και του γαμπρού του, Αλφόνσου Β’ της Αραγονίας, η Κουένκα πέρασε οριστικά στον έλεγχο των χριστιανικών δυνάμεων το 1177. Είναι σημαντικό νάναι δεμένη μια οικογένεια, τόσες και τόσες σαπουνόπερες το επισημαίνουν άλλωστε.
Μία πενταετία αργότερα, άρχισε να χτίζεται καθεδρικός ναός στο κέντρο της πόλης. Είναι μάλιστα ο πρώτος που χτίστηκε σε γοτθικό ρυθμό σ’ολάκερη την Ιβηρική (άντε, μαζί με εκείνον της Άβιλα, αν πρέπει να‘μαστε κάπως δίκαιοι και ακριβείς).
Η αρχιτεκτονική του ταυτότητα συνδέεται με το γεγονός πως στην κατασκευή του ηργάστηκαν Γάλλοι τεχνίτες που έφερε η σύζυγος του Αλφόνσου Η’ της Καστίλλης, η Ελεονόρα, που ήταν πριγκιποπούλα γεννημένη στη Νορμανδία με αγγλική καταγωγή και γαλλική κουλτούρα. Προφίσιενσι αντάμα με Σορμπόν.
Εξού και οι γοτθικές αψίδες.
Καμάρι της πόλης έγινε σύντομα ο καθεδρικός. Και αποτέλεσε σημείο αναφοράς στην κεντρική πλατεία (την Plaza Mayor), όπως συνέβαινε παντού στη μεσαιωνική Ευρώπη, για λόγους συμβολικούς και πρακτικούς.
Σύμφωνα με την παράδοση, αν ζητήσεις σγχώρεση με το βλέμμα σου καρφωμένο στην επιγραφή «Unum ex septem» που υπάρχει σε κάποια από τα παρεκκλήσια του ναού, λαμβάνεις πενταετή άφεση αμαρτιών. Αν μάλιστα το πράξεις στις 28 Ιανουαρίου, ημέρα εορτασμού του Αγίου Τζουλιάν της Κουένκα που υπήρξε ο δεύτερος επίσκοπος της πόλης και πλέον τιμάται ως πολιούχος της, τότες η άφεση παίρνει παράταση και σε καλύπτει για επταετία. Ε τώρα βέβαια, αν παρέλθει και τούτο το διάστημα, οφείλεις να ξανάρθεις -έχει και η άφεση αμαρτιών τη λήξη της!
Σήμερα ο ναός είναι ιδιαιτέρως φροντισμένος με καλοσυντηρημένα τα κειμήλιά του και εντυπωσιακά τα (πιο σύγχρονα) πολύχρωμα βιτρό του.
Η πρόσοψή του βέβαια είναι σχετικά καινούργια, καθώς το 1902 κατέρρευσε και ηναγκάστηκαν οι κάτοικοι να την αποκαταστήσουν. Οι νέοι δίδυμοι πύργοι στις άκρες ουδέποτε ολοκληρώθηκαν και μοιάζει κάπως μισεμένο το άνω τμήμα τους -όμως καμιά φορά τέτοιες ελλείψεις είναι που κάμνουν τα πράματα πιο συμπαθητικά.
Τους αιώνες που ακολούθησαν μετά την υπαγωγή της Κουένκα στα χριστιανικά βασίλεια, η πόλη επλούτισε χάρις την υφαντουργία και την κτηνοτροφία.
Πολύ αργότερα, τον 18ο αιώνα, ο βασιλιάς Κάρλος ο Δ΄ (που άκουε μεν σε ετούτο τ’όνομα χαϊδευτικά, αλλά αν ήσουν σχολαστικός με τους τύπους, όφειλες να τον αποκαλέσεις «Κάρλος Αντόνιο Πασκουάλ Φρανσίσκο Χαβιέ Χουάν Νεπομουτσένο Χοσέ Τζανουάριο Σεραφίν Ντιέγκο») απαγόρευσε στους κατοίκους της πόλης να ασκούν την υφαντουργία για να μειώσει τον ανταγωνισμό εις όφελος της Βασιλικής Υφαντουργικής Βιομηχανίας. Υπήρχαν και τότες διαπλεκόμενα συμφέροντα και "εθνικοί πρωταθλητές".
Ως αποτέλεσμα η Κουένκα αντιμετώπισε οικονομικό και δημογραφικό μαρασμό που επιτάθηκε λόγω των Ναπολεόντειων Πολέμων.
Τα βαριά της τραύματα, εθεράπευσε η πόλη σε έναν βαθμό με την ανάπτυξη του τουρισμού και την αναγνώριση της αξίας τού διατηρητέου οικισμού της από την UNESCO, η οποία της απέδωσε τον τίτλο του Μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Και είναι πράγματι μοναδική η Κουένκα, σαγηνεύει τον επισκέπτη από την πρώτη στιγμή που την αντικρίζει.
Γαντζωμένη στα γκρεμνά, η πόλη μοιάζει με σκηνικό επικής ταινίας. Ή με κάποιο από τα μυθολογικά βασίλεια της Μέσης Γης, έτοιμο να αποκρούσει τρομακτικές επιθέσεις τεράτων και ορδές δαιμόνων μη-χειρότερα.
Μία σειρά από πολυώροφα σπίτια συνθέτουν ένα σπάνιο θέαμα: σαν τα βλέπεις από τη μέσα πλευρά των δρόμων της πόλης, σου φαίνονται μάλλον συνηθισμένα, μα σαν τα κοιτάζεις από την πλευρά του φαραγγιού μοιάζουν με πελώριες μεσαιωνικές πολυκατοικίες.
Χτισμένα τον 15ο αιώνα, τα σπίτια αυτά που ονομάζονται Las Casas Colgadas κρέμονται θαρρείς πάνω από το κεφάλι σου σχηματίζοντας μια καστροπολιτεία.
Οι κυράδες που ξεπροβάλλουν στα παράθυρα, τ’απλωμένα ρούχα που ανεμίζουν στα σύρματα, τα πουλιά που φτεροκοπούν γύρω απ’ τις στέγες και η ηχώ που αρμενίζει τους θορύβους στο φαράγγι, σου πλέκουν την αίσθηση ενός άχρονου μέρους.
Που θα μπορούσε να’ναι σημερνό ή χθεσινό ή προαιώνιο.
Ένα σκηνικό υπαρκτό κι ανύπαρκτο.
Το πιο κατάλληλο σημείο για να χαζέψεις τη θέα είναι στα σίγουρα η γέφυρα του Αγίου Παύλου που συνδέει την πόλη με το ομώνυμο μοναστήρι που στέκει στα αντικριστά της βράχια.
Η αρχική γέφυρα του 16ου αιώνα κατέρρευσε και πριν εκατόν είκοσι χρόνια περίπου κατασκευάστηκε η τωρινή από ξύλο και μέταλλο με σαράντα μέτρα ύψος.
Αν πάσχεις από υψοφοβία, δύσκολα θα το πάρεις απόφαση να τη διαβείς. Κι αν τύχεις σε ανταριασμένο καιρό με τον άνεμο να σφυροκοπάει τη γέφυρα, καθώς τη βρίσκει εμπόδιο στο ροβόλημά του, κάθε σου βήμα μοιάζει στ’αλήθεια με παράτολμο εγχείρημα.
Μα αυτή σου η έκθεση στις διαθέσεις του φαραγγιού είναι ο μόνος τρόπος να γνωρίσεις νομίζω την Κουένκα.
Να τη νιώσεις και να την καταλάβεις.
Το τελευταίο σπίτι στην άκρη της γέφυρας από την πλευρά της πόλης, έχει εντυπωσιακά αναπαλαιωθεί και στεγάζει εδώ και χρόνια Μουσείο Ισπανικής Αφηρημένης Τέχνης.
Η ανέλπιστη συλλογή του από γλυπτά και πίνακες είναι σίγουρα ένας καλός λόγος να το επισκεφθεί κανείς –ακόμα κι αν ασυγκίνητος μένει μπροστά στις άμορφες συνθέσεις.
Εντούτοις, νομίζω πως ενδιαφέρον κυρίως έχει η περιπλάνηση καθαυτή στα δωμάτια, καθώς το να περιπατεί κανείς στα ενδότερα ενός από τα μεσαιωνικά σπίτια της Κουένκα αποτελεί ευκαιρία μοναδική.
Νιώθεις τον άνεμο να πολιορκεί έξωθεν τους τοίχους. Ακούς τα ξύλινα πατώματα να τρίζουν τα πατήματά σου. Μετράς τα ύψη, καθώς σκύβεις με προσοχή απ’τα παράθυρα κι αφήνεις το βλέμμα σου να κατακρημνίζεται στο χάος.
Με όνειρο μοιάζει η Κουένκα, έτσι όπως είναι καλά κρυμμένη μέσα στο φαράγγι της. Υπερήφανη κι αδάμαστη.
Ίσως και να’ναι όνειρο η Κουένκα. Σαν θα ξυπνήσω από τον βαθύ ύπνο και δοκιμάσω να τη βρω, καθόλου βέβαιος δεν είμαι πως θα την εντοπίσω.
Όλα παραμένουν άλλωστε εφήμερα, καθώς οι ποταμοί Júcar και Huécar συνεχίζουν αένεα να σκάβουνε τη γη και να πλάθουν τα τοπία.
Κάτω από τα απόκρημνα βράχια νομίζω πως θα δω και τη Ζαΐντα. Να περιπλανιέται με προίκα της την πίκρα της. Που την εστείλαν ως αντάλλαγμα από τη μια θρησκεία στην άλλη, για έναν πόλεμο που δεν κερδήθηκε, για μία πόλη που δεν της ανήκε, για μια ζωή που δεν την όρισε.
Αχ, σαν να τη βλέπω τη Ζαϊντα, αλλοπαρμενη να γυρίζει ξυπόλυτη με ματωμένα πόδια και λυμένα μαλλιά, στα στενά δρομάκια της πανέμορφης αυτής πόλης. Και να παρακαλάει για συγχωρεση και στις 28 Ιανουαρίου τουρτουρίζοντας απ το κρύο, και το καλοκαίρι καταϊδρωμενη, και συγχώρεση να μην παίρνει.
ΑπάντησηΔιαγραφή