Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Εγιούπ


Όταν έφθασε ο Μωάμεθ στη Μεδίνα το 622, η πόλη τον υποδέχθηκε με ξέφρενο ενθουσιασμό. Και επειδής όλοι οι κάτοικοι προθυμοποιήθηκαν να φιλοξενήσουν στο σπίτι τους τον Προφήτη και θέλαμε οπωσδήποτε να αποφύγουμε τις περιττές διενέξεις, απεφασίσαμε να αφήσουμε την καμήλα του να επιλέξει. Σ'όποιου το σπίτι μπροστά πήγαινε να κάτσει το ζωντανό, εκεί θα διανυκτέρευε ο Μωάμεθ. Και η καμήλα πήγε και κάθισε μπροστά στο σπίτι του Αμπού Αγιούμπ αλ-Ανσαρί.


Εκείνο το βράδυ, ο Αμπού Αγιούμπ αλ-Ανσαρί μαγείρεψε για τον εκλεκτό καλεσμένο του. Αλλά ο Προφήτης, του ορμήνεψε να καλέσει και όλη τη γειτονιά. Και ήρθαν εκατόν ογδόντα άνθρωποι και ως εκ θαύματος αυγάτισε το φαγητό και χορτάσανε ούλοι και δοξάσαν τον Αλλάχ.


Έκτοτε ο Αμπού Αγιούμπ αλ-Ανσαρί έγινε μαθητής και σύντροφος του Προφήτη. Πρώτος σε όλες τις μάχες που έδωσε το Ισλάμ κατά την αρχική εξάπλωσή του, σημαιοφόρος της πίστης, εντολοδόχος του μηνύματος του Μωάμεθ.


Όχι, δεν βρισκόμαστε στη Μεδίνα, αλλά στην Πόλη. Και συγκεκριμένα, στο ιερότερο ισλαμικό της τέμενος.


Το καταλαβαίνεις φαντάζομαι και από τον κόσμο. Δύσκολα συναντάς γυναίκα χωρίς μαντήλα, δύσκολα βλέπεις άντρα χωρίς μουστάκι. Είναι επόμενο να νιώθεις κάπως περίεργα -ίσως και λίγο φοβισμένος. Βρίσκεσαι τελοσπάντων σε ένα από τα πλέον σημαντικά θρησκευτικά προσκυνήματα της Πόλης. Στο Εγιούπ.


Στο σημείο αυτό αγαπημένη αναγνώστρια, θα ήταν φρόνιμο να καλύψεις τα μαλλιά σου. Και σε προειδοποιώ ότι εφεξής οι φωτογραφίες θα είναι ελαφρώς κουνημένες, καθώς δεν είναι πολύ συνετό να κυκλοφορεί κανείς με την κάμερα και να απαθανατίζει το τριγύρω. Μπορεί μεν να μην πτοούμαι εύκολα μπροστά σε τέτοιες αντιξοότητες, αλλά δεν είμαι και απερίσκεπτος για να μην λαμβάνω τις στοιχειώδεις προφυλάξεις. Διότι δεν εισέρχομαι απλώς σε έναν τόπο λατρείας, αλλά στο τέταρτο ή πέμπτο ιερότερο μέρος του Ισλάμ.


Ο κόσμος είναι αρκετός, έχει αρχίσει να ψιλοβρέχει και από τα μεγάφωνα ακούγεται το κάλεσμα του μουεζίνη. Ακολούθησέ με στα ενδότερα.


Αυτή είναι η κεντρική πύλη του ιερού τεμένους. Το ότι εσύ αδυνατείς να διαβάσεις τί λέει αυτή η επιγραφή, είναι κατανοητό και δεν στο προσάπτουμε. Το περίεργο όμως είναι ότι και η συντριπτική πλειονότητα των σύγχρονων Τούρκων, επίσης αδυνατεί. Διότι από τότες που άλλαξε ο Κεμάλ τη γραφή της γλώσσας και εισήγαγε το λατινικό αλφάβητο, τα αραβικά γράμματα έπαψαν να χρησιμοποιούνται εντελώς. Και φαίνονται στους σύγχρονους Τούρκους, όσο ακαταλαβίστικα σού φαίνονται κι εσένα!


Ανοίγω παρένθεση και σε καλώ να πας το συλλογισμό σου, ένα βήμα παραπέρα. Και πες ότι εσύ η Γκιουλέ, βρίσκεις σε ένα σεντούκι ένα γράμμα που είχε γράψει ο προπάππους σου το 1920. Αμ δεν μπορείς να το διαβάσεις όσο και να προσπαθείς. Είναι μία σκέψη που πάντοτε μου προκαλούσε έκπληξη. Και δεν μπορώ να μην επισημάνω την αντίστιξη κι ας θεωρηθεί ελαφρώς σωβινιστική: εσύ κι εγώ (αλλά σίγουρα όχι η Γκιουλέ) μπορούμε να διαβάσουμε και εν πολλοίς να καταλάβουμε μία επιγραφή στη γλώσσα μας, ουχί του 1920, αλλά του 750. Προ Χριστού. Φοβερή σκέψη. Κλείνω την παρένθεση.


Στο προαύλιο του τεμένους, βρίσκεται μία μεγάλη κρήνη. Από εκείνες που χρησιμοποιούν οι μουσουλμάνοι για να πλένουν τα πόδια τους πριν εισέλθουν στο τζαμί για να προσευχηθούν.


Το Κοράνι δίνει ακριβείς οδηγίες για το πώς πρέπει κανείς να καθαρίζεται πριν προσευχηθεί. Πλένουμε με άφθονο νερό τα χέρια και το πρόσωπο ως τα φρύδια μας και ύστερα με επιμέλεια τα πόδια μας. Πολύ σχολαστικά. Με ιδιαίτερη προσοχή στην περιοχή ανάμεσα στα δαχτυλάκια. Τέτοιες πρακτικές είναι ιδιαιτέρως εκτιμητέες, δεδομένου ότι εντός του τεμένους είμαστε όλοι ξυπόλητοι!


Αυτή είναι η εσωτερική αυλή. Δυστυχώς για τις γυναίκες, είναι ώρα προσευχής και δεν μπορούν να εισέλθουν στο ναό. 


Εγώ συνεχίζω. Να, εκεί είναι η πόρτα. Βγάζω τα παπούτσια μου και ευτυχώς φορώ μονόχρωμες, αθλητικές κάλτσες χωρίς φαντεζί σχήματα και χρώματα. 


Και να'μαστε στο εσωτερικό του τεμένους. Προχωρώ σιωπηλός με χαμηλωμένο βλέμμα. Με τη διακριτικότητα που νομίζω πως επιβάλλεται σε κάθε χώρο λατρείας ως ένδειξη σεβασμού και κατανόησης.


Φθάνω περίπου στο μέσον του τεμένους, ελέγχω με προσοχή δεξιά κι αριστερά αν τυχόν με βλέπει κανείς. Μία και μόνη φωτογραφία, θα προσπαθήσω να βγάλω. Μέσα από το μπουφάν μου. Κι ελπίζω να μην τρέμει το χέρι μου για να μην βγει θολή. Μία και μόνη. Μπορεί να είναι μόνο προσωπική μου αίσθηση, αλλά νιώθω παρείσακτος εδώ. Είμαι παρείσακτος εδώ.


Το 669, ο Αμπού Αγιούμπ αλ-Ανσαρί, γέρος πια, έφθασε για πρώτη φορά έξω από τα τείχη της Πόλης. Μαζί με αραβικά στρατά. Βλέπεις, σύμφωνα με τον Μωάμεθ, οι πρώτοι μουσουλμάνοι που θα έμπαιναν ποτέ στην Πόλη, θα πήγαιναν απευθείας στον Παράδεισο. Όπου βεβαίως θα μπορούσαν να απολαύσουν τις γνωστές ανέσεις, τα πιλάφια, τα χανουμάκια.


Παρά το σφυροκόπημα από τους Άραβες, οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αμυνθούν. Με τη χρήση του υγρού πυρός κράτησαν ανοιχτές τις θαλάσσιες οδούς ανεφοδιασμού, ενώ απέκρουσαν αποτελεσματικά όλες τις επιθέσεις κατά τη διάρκεια της πολυετούς πολιορκίας.


Ο Αμπού Αγιούμπ αλ-Ανσαρί καταβεβλημένος από τις κακουχίες, αρρώστησε. Λίγο πριν ξεψυχήσει όμως, παρήγγειλε ως τελευταία επιθυμία στους συντρόφους του να πάρουν το κορμί του, να εισέλθουν όσο πιο βαθιά μπορούσαν στις γραμμές του οχτρού και να τον θάψουνε εκεί. Πράγματι, οι Άραβες πολεμιστές έδωσαν μία σκληρή μάχη και έφθασαν μπροστά στα τείχη της Πόλης. Και λίγο πριν υποχωρήσουν και πάλι υπό τις πιέσεις των Βυζαντινών, έσκαψαν έναν τάφο και έθαψαν το νεκρό τους.


Νομίζω το έχεις καταλάβει. Αυτός ο περίφραχτος χώρος εντός του τεμένους είναι ο τάφος. Του Αμπού Αγιούμπ αλ-Ανσαρί. Του ανθρώπου που φιλοξένησε στο σπίτι του τον Μωάμεθ. Και που έδωκε μάχες σε αμέτρητα μέρη μαζί με τους Άραβες, φθάνοντας εντέλει μπροστά στην περίφημη Βασιλεύουσα. Την οποία διεκδίκησε για την πίστη του. Και στην οποία έμελλε να συναντήσει τον Παράδεισό του.


Οκτώ αιώνες αργότερα, όταν ο Μωάμεθ ο Πορθητής έμπαινε μαζί με τους Οθωμανούς στην Πόλη, έδωσε εντολή να βρεθεί ο τάφος του Αμπού Αγιούμπ αλ-Ανσαρί. Και τριγύρω του, χτίστηκε το πρώτο τζαμί της ισλαμικής Ισταμπούλ.


Η περιοχή ετούτη, που βρίσκεται στο τέλος του Κεράτιου, ονομαζόταν από τους Βυζαντινούς, Κοσμίδιον. Μετονομάστηκε όμως σύντομα από τους Οθωμανούς, σε Εγιούπ -λέξη που αποτελεί παρήχηση του ονόματος του Αμπού Αγιούμπ αλ-Ανσαρί.


Αυτή είναι η κεντρική πλατεία. Που γιομίζει καθημερινά από προσκυνητές -όχι μόνο Τούρκους, αλλά και κάμποσους Άραβες που φθάνουν ως την Πόλη. Στα παγκάκια, θα βρεις παρέες από ηλικιωμένους, γριές με τα μπογαλάκια τους και μαμάδες με νήπια που τρέχουν τσιρίζοντας τριγύρω από το κεντρικό σιντριβάνι.


Εδώ στήνουν την πραμάτεια τους και μικροέμποροι. Που πουλάνε το Κοράνι και άλλα θρησκευτικά βιβλία στα τούρκικα και στα αραβικά. Και σπόρια μπορείς να βρεις, να μασουλήσεις. Και ντοντουρμά. Και λουκουμάκια.



Εντυπωσιακό το τζαμί, ενδιαφέρουσα η ιστορία, αλλά αν δεν είσαι προσκυνητής, το τουριστικό σου ενδιαφέρον μάλλον εξαντλείται κάπου εδώ. Θα με ρωτήξεις λοιπόν εύλογα γιατί συνεχίζω να επισκέπτομαι αυτό το μέρος. 


Ίσως γιατί ετούτος ο κόσμος, ο κόσμος του Εγιούπ, είναι τόσο μακριά από τη δική μου πραγματικότητα. Κοιτάζω τις γυναίκες με τις μαντίλες, παρατηρώ τους μορφασμούς του προσώπου τους, τον τρόπο που κινούνται, που μιλούν, που ψωνίζουν, που επαναλαμβάνουν τις ρουτίνες τους.


Αυτός είναι ο κεντρικός πεζόδρομος του Εγιούπ. Εδώ βρίσκεται η συνοικιακή αγορά του. Μικρομάγαζα, φθηνιάρικα προϊόντα, παλιακές βιτρίνες.


Μία δύσκολη Τουρκία. Βαθιά συντηρητική και προσκολλημένη στο Ισλάμ.


Μία Τουρκία θλιμμένη και κλειστοφοβική. Μία Τουρκία απρόθυμη να ακολουθήσει τον ταχύ βηματισμό προς έναν πιο δυτικότροπο τρόπο ζώης, όπως τουλάχιστον αυτός διαφημίζεται στα τουρκικά σήριαλς. Είναι βεβαίως βολικό να διαπιστώνεις καθηλώσεις στους άλλους. Ακούγεται λιγότερο χαιρέκακο, όταν δεν διστάζεις να παραδεχτείς και τις δικές σου καθηλώσεις.


Τον 17ο και 18ο αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία βίωσε ένα συνεχιζόμενο ξεπεσμό, ως αποτέλεσμα της κακοδιοίκησης και της αδυναμίας της να παρακολουθήσει τις εξελίξεις της βιομηχανικής επανάστασης. Η υποχώρηση των εκ δυσμάς συνόρων λόγω της παλιγγενεσίας των βαλκανικών εθνών (ναι, για του λόγου μας ομιλώ), έφερε στην Πόλη κάμποσους μουσουλμάνους πρόσφυγες, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στη Νότια Ελλάδα ή στα δυτικά Βαλκάνια. Πολλοί εξ αυτών εγκαταστάθηκαν στο Εγιούπ.


Λόγω της πληθώρας φθηνών εργατικών χεριών, η περιοχή μετατράπηκε συντόμως σε βιομηχανική ζώνη. Μην φανταστείς παραγωγή έντασης κεφαλαίου ή τεχνολογίας. Το μεγαλύτερο εργοστάσιο της περιοχής, φέσια έσιαχνε.


Θες η μπόχα από τα εργοστάσια, θες ο συνωστισμός που δημιουργήθηκε γύρω από τον Κεράτιο, αυτές εδώ οι γειτονιές -περιλαμβανομένου του Εγιούπ- υποβαθμίστηκαν ραγδαία. Και από τα τέλη του 19ου αιώνα, τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα άρχισαν να εγκαταλείπουν την περιοχή για να μετακινηθούν προς τα παράλια του Βοσπόρου ή -αργότερα- την ασιατική πλευρά.


Σήμερα, το Εγιούπ παραμένει ίσως η πιο ισλαμική γειτονιά της Πόλης. Και γι'αυτό, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες, αν θέλει κανείς να καταλάβει την τουρκική κοινωνία στις πιο ακραίες της τιμές.


Κι αν αναρωτιέσαι από πού αγοράζει η Χατιμέ τις μαντίλες της, η απάντηση είναι από αυτό το μαγαζί. Πούχει και την επώνυμη τη μαντίλα, τη Σαράρ. Και την Πιερ Καρντέν.


Κι ύστερα βλέπω αυτό το κοριτσάκι. Που φοράει το ροζ μπουφανάκι και τα γαντάκια του. Και που μέσα από το κασκόλ και την κουκούλα, φέρει ήδη τη μαντήλα του. Και σκέφτομαι τον Αμπού Αγιούμπ αλ-Ανσαρί. Και τους Βυζαντινούς. Και τον Μωάμεθ τον Πορθητή. Και καθώς περιπατώ σε ετούτο το μέρος, περνούν μπροστά από τα μάτια μου οι αιώνες. Μίας ιστορίας σπάταλης. Σε ανθρώπους, σε ζωές και σε ιδέες. Που ήρθε και κατέληξε σε ένα κομμάτι πανί. Που δένεται γύρω από τα μαλλιά ετούτου του κοριτσιού. 

Εδώ, στο Εγιούπ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου