Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

Αστυνέον, το λευκό


Σε ετούτο το ύψωμα, μερικά χιλιόμετρα από τις ακτές της Αδριατικής, ήρθαν και έσιαξαν οι Μεσσάπιοι, έναν οικισμό. Όχι ιδιαίτερα μεγάλο, ούτε πλούσιο και τρανό. Μα για κακή τους τύχη, βρέθηκαν οι δυστυχείς στο διάβα των μαινόμενων Καρχηδονίων που υπό τον Αττίλα δεν άφησαν τίποτις όρθιο.


Μετά το τέλος κείνου του πολέμου που άλλαξε αποφασιστικά την τύχη του δυτικού κόσμου, οι Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας επανίδρυσαν την πόλη και για να της δώκουν συμβολικά μια νέα, αισιόδοξη πνοή, την εβάφτισαν Αστυνέον  -παραφθορά του οποίου είναι και η ονομασία “Ostuni” με την οποία την αποκαλούμε εμείς σήμερα.


Σουρούπωνε όταν έφθασα. Δεν υπήρχε μεγάλη κίνηση στους δρόμους - μοναχά μερικοί ηλικιωμένοι που κοίταζαν με περιέργεια τον κάθε ξένο διερχόμενο. Οι πρώτες γειτονιές που διέσχισα δεν ήσαν ιδιαιτέρως όμορφες. Χαμηλά σπίτια, μάλλον αδιάφορα, με κάμποσες αισθητικές αυθαιρεσίες από αυτές που συναντάς στις περισσότερες επαρχιακές πόλεις της Μεσογείου.


Το σκηνικό άλλαζε όσο πλησίαζα προς το ιστορικό κέντρο. Μεγαλύτερα σπίτια με μνημειακή αρχιτεκτονική και πιο περίτεχνα διακοσμητικά στοιχεία. Πάρκαρα το αμάξι σε έναν μικρό δρόμο δίπλα στην κεντρική πλατεία και συνέχισα με τα πόδια.


Στάθηκα για μερικά λεπτά να χαζέψω το εντυπωσιακό κτήριο του Δημαρχείου και δίπλα του κολλητά, την εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης. 


Από την πληθώρα των Αγίων της χριστιανικής θρησκείας, κείνος ο φτωχούλης του Θεού πάντα μού προκαλούσε τη μεγαλύτερη συμπάθεια. Και κάποια θλίψη για τη ρομαντική ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης. 


Που αποθεώνεται στις πιο ακραίες και φλογερές προσπάθειές της να υπηρετήσει τα μεγαλειώδη πιστεύω της και ν’απαρνηθεί τη σαρκική της υπόσταση.


Από την πλατεία ξεκινά ένας στενός δρόμος με όμορφα σπίτια, τουριστικά καταστήματα και μερικές τρατορίες, ο οποίος μετά από πεντέξι στροφές καταλήγει στην κορφή του λόφου, όπου βρίσκεται ο Καθεδρικός Ναός.


Στα σπίτια του λόφου κυριαρχεί το λευκό χρώμα, για το οποίο φημίζεται άλλωστε η πόλη: Ostuni, la Città Bianca. Λευκά ήσαν τ’αρχοντόσπιτα που έσιαξαν εδώ κατά τη διάρκεια της Ιταλικής Αναγέννησης, οι οικογένειες των τοπικών αριστοκρατών. 

Των Palmieri, των Petrarolo, των Giovine, των Ayroldi και κάμποσων άλλων.


Βλέπεις, το Ostuni ήταν πάντοτε μικρό, αλλά γνώρισε καιρούς δόξας, εκεί στις αρχές του 16ου αιώνα, όταν πέρασε στην κυριότητα της Ισαβέλλας, Δούκισσας του Μπάρι και συζύγου του άτυχου Gian Galeazzo Sforza που καθ’όπως λέγεται δηλητηριάστηκε από τον θείο του. 


Η Ισαβέλλα πολύ ωφέλησε το μέρος, υποστηρίζοντας όχι μόνο την εμπορική του ανάπτυξη, αλλά και την άνθιση των τεχνών και των γραμμάτων.


Ίσως το πιο εμβληματικό κτήριο της πόλης είναι ο Καθεδρικός της. Που είναι αφιερωμένος στην Ανάληψη της Θεοτόκου (καθώς κατά τους Καθολικούς, η Παναγία αναλήφθηκε ενσώματα). 


Στη θέση που βρίσκεται σήμερα ο ναός, υπήρχε μέχρι το έτος 1000 μία ορθόδοξη εκκλησία. Το 1229 χτίστηκε καθολικός ναός σε Ρωμανικό στυλ, ο οποίος σακατεύτηκε από ισχυρό σεισμό το 1456 και ξαναχτίστηκε λίγο αργότερα σε Γοτθικό ρυθμό. Τότε είναι που απέκτησε στην πρόσοψή του έναν μεγάλο ρόδακα.


Έκατσα σε μία από τις καρέκλες για να θαυμάσω τις εικονογραφήσεις της οροφής. Σε κάποια εξ αυτών, ο Ιησούς εκδιώκει τους εμπόρους από τον Ναό του Σολομώντα. "Ο οίκος μου πρέπει να είναι οίκος προσευχής (Ησαΐας 56, 7), εσείς όμως τον κάνατε σπήλαιο ληστών". (Ιερεμίας 7, 11) Έχει ενδιαφέρον ότι ο Ιησούς εικονίζεται θεόρατος σε σχέση με τους εμπόρους -προς υπεράσπιση των οποίων, οφείλουμε να πούμε ότι βιοπορίζονταν οι άνθρωποι από το θρησκευτικό τουρισμό.   


Έξω από τον ναό υπάρχει μία μικρή πλατεία με εκκλησιαστικά κτήρια σε όλες τις πλευρές της. Στα δεξιά του καθεδρικού βρίσκεται το Palazzo Vescovile, η επισκοπική κατοικία και αντίκρυ το Palazzo del Seminario.


Τα δύο κτήρια ενώνονται με μία πέτρινη αψίδα, την Arco Scoppa που είναι μάλλον το πιο μπαρόκ αρχιτεκτονικό στοιχείο της πλατείας.


Αρχικά, η αψίδα ήταν ξύλινη, αλλά επειδής ήταν κάπως ασταθής και οι περισσότεροι απέφευγαν να τη χρησιμοποιήσουν, ο τότε επίσκοπος απεφάσισε να την αντικαταστήσει με ετούτη την πιο στιβαρή εκδοχή της. Η εν λόγω αναβάθμιση αποτυπώνεται στην επιγραφή που φέρει η αψίδα, η οποία λέει "PONS ERAT E LIGNO / CONSTRUXIT MARMORE / SCOPPA / MUNIAT UT TIMIDIS / PER LOCA TUTA CIAM / CESI RECTOR FECIT / A.D.1750". Όχι την αναφέρω για να ξεσκονίσεις τα λατινικά σου. 


Αλλά για να ολοκληρώσω τα της Ισαβέλλας, όταν εκείνη πέθανε το 1524, άφησε για προίκα την πόλη, στην μόνη εν ζωή κόρη της, την καπάτσα Bona Sforza που’χε καλοπαντρευτεί με τον Βασιλιά της Πολωνίας.  


H Bona Sforza συνέχισε το έργο της μητρός της και θωράκισε το Ostuni με τα πολύτιμα τείχη του, προκειμένου να τ'ασφαλίσει από τις επιθέσεις των Οθωμανών που ορέγονταν τις απέναντι ακτές της Αδριατικής -τότε που ακόμη το θέμα δεν ήταν οι υφαλοκριπίδες και οι εναέριοι χώροι, αλλά γίνονταν ευθείες επιθέσεις για κατάληψη περιοχών.


Ολοκλήρωσα τον περίπατό μου, βγαίνοντας στην πλευρά των τειχών της Bona Sforza. Σύννεφα βροχής μαζεύονταν βαριά στον ουρανό, η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να φύγω.


Μα καθώς πέρναγα τα στενά δρομάκια της πόλης στην πορεία επιστροφής προς το αυτοκίνητο, άρχισα να αντιλαμβάνομαι μία δυσεξήγητη αίσθηση συγγένειας με το μέρος. Σαν να είχα ξαναπερπατήσει πριν καιρό τούτους τους δρόμους, σαν να είχα ξανασυναντηθεί με τούτα τα σπίτια, σαν να με περίμενε μια παλιά μου ανάμνηση σε κάθε γωνιά.


Ομοιότητες και διαφορές, αυτό είναι το σχήμα βάσει του οποίου πασχίζει κανείς να ερμηνεύσει την κάθε νέα του εμπειρία. Γυρεύουμε ομοιότητες και διακρίνουμε διαφορές. Οι πρώτες προσφέρουν την ασφάλεια της οικειότητας, οι δεύτερες θέτουν την πρόκληση της ανατροπής. Ε λοιπόν όσο περισσότερο γνώριζα την πόλη, άρχισαν οι ομοιότητες να μου γίνονται προφανείς.



Συνειδητοποίησα πως τούτα τα λευκά σπίτια έμοιαζαν να’ταν βουτηγμένα στο αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο μου. Τούτοι οι δρόμοι, περπατούσαν τη Χώρα κάποιου κυκλαδίτικου νησιού μου. Τούτα τ’ανεβάσματα, είχαν τ’αποτύπωμα από τα μελτέμια κάποιου ανυπότακτου καλοκαιριού μου.



Σε αυτές τις ομοιότητες αφέθηκα να με αγκαλιάσουν στοργικά.



Στο υπέροχο λευκό που κάθε δειλινό μετατρέπεται σε ροζ, σε λιλά και σε μαβί. 


Στις ασβεστωμένες επιφάνειες των τοίχων που φέρουν ευδιάκριτα τα σημάδια του παρελθόντος τους.


Στα πλακόστρωτα δρομάκια που με τα νυχτερινά φώτα μετατρέπονται σε σκηνικό και σε αναγορεύουν πρωταγωνιστή. Όλα εσένα έχουν στο επίκεντρο: σκιές, ήχοι, βήματα, αισθήσεις.


Κοντοστάθηκα κάτω από μία αψίδα και αναρωτήθηκα: μήπως έτσι τα βλέπω, γιατί έτσι θέλω να τα δω; Μήπως για κάποιο λόγο πασχίζω να ανακαλύψω πατρίδες, ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχουν;



Κατόπιν λίγης σκέψης, αποφάνθηκα πως ο καθείς μας διαβάζει τα πράματα αναγκαστικά με τον τρόπο που’χει μάθει ανάγνωση. Τα μετρά με την προπαίδειά του. Έτσι κι εγώ, ανακάλυψα στο Ostuni ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί που ίσως χάθηκε στ’αρμένισμά του και βρέθηκε αλλού. Κι έφυγα ικανοποιημένος με αυτή την εξήγηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου