Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Τα τρένα που φύγαν


Το Σάββατο, 30 Ιουνίου 2018, στις 21:40 η αμαξοστοιχία υπ'αριθμόν 340 αναχώρησε από τον Κεντρικό Σταθμό του Βελιγραδίου με προορισμό τη Βουδαπέστη. Είναι από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που δεν αποχαιρέτούσε ο σταθμός ένα τρένο που έφευγε, αλλά το τρένο αποχαιρετούσε έναν σταθμό που έκλεινε. 


Μετά από έντεκα δεκαετίες λειτουργίας, ο σταθμός τερμάτισε τη λειτουργία του, καθώς η ευρύτερη περιοχή στην οποία είναι εγκατεστημένος, αποφασίστηκε πως έπρεπε να αλλάξει φυσιογνωμία στο πλαίσιο ενός φιλόδοξου σχεδίου αστικής ανάπλασης με σύγχρονους ουρανοξύστες και εμπορικά κέντρα. Αλλάζουν οι εποχές και οι ανάγκες, γηράσκουνε τα κτήρια. Και αποστρατεύονται, συνταξιοδοτούνται. 


Καθώς περπατώ στις εγκαταλειμένες απαβάθρες, έχω την αίσθηση πως επισκέπτομαι έναν ηλικιωμένο συγγενή σε κάποιον οίκο ευγηρίας. Νομίζω χαίρεται που με βλέπει κι ας είναι σβησμένα τα χαρακτηριστικά του. Του χαμογελάω με ειλικρινή στοργή σαν αρχιζει να μου διηγείται ιστορίες από το παρεθλόν.


Ο σταθμός λειτούργησε για πρώτη φορά το 1884 (αν και όχι πλήρως ολοκληρωμένος), μετά από πολλές καθυστερήσεις, προβλήματα και αντιδράσεις. Η κατασκευή του υποστηρίχθηκε σθεναρά από τον τότε Βασιλιά της Σερβίας, Μίλαν, ο οποίος επέμενε πως το νεότευκτο Βασίλειο θα έπρεπε να αποκτήσει σιδηροδρομική σύνδεση με την Κεντρική Ευρώπη. Εκείνος ήταν μάλιστα που υπέδειξε ως καταλληλότερη τοποθεσία την ανατολική όχθη του ποταμού Σάβα. Το γεγονός πως η έκταση στην οποία χωροθετήθηκε, ανήκε στη σύζυγό του Βασίλισσα Ναταλί, η οποία έλαβε γενναία αποζημίωση για την εκχώρησή της, φαντάζομαι πως συνέβαλε στην απόφασή του. Το σίγουρο είναι πως η όχθη αυτή ήταν καλυμένη με έλη και η εκχέρσωσή της υπήρξε δύσκολο και κοπιώδες εγχείρημα.


Δυο χιλιάδες πολίτες και κάμποσοι ξένοι επίσημοι παρευρέθησαν στην τελετή των εγκαινίων που ήταν τελοσπάντων λαμπρή και εντυπωσιακή. Αν κάμεις λίγη ησυχία, θαρρώ πως ακούγονται ακόμα οι τυμπανοκρουσίες από τη στρατιωτική μπάντα, τα χειροκροτήματα και οι φωνές του κόσμου. 


Η πρώτη αμαξοστοιχία των Σερβικών Σιδηροδρόμων αναχώρησε από τον σταθμό με επιβάτες, το βασιλικό ζεύγος Μίλαν και Ναταλί μετά του ιού τους Πρίγκιπος Αλέξανδρου και προορισμό τη Βιέννη. 


Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1888, ετούτος ο σταθμός καθιερώθηκε ως στάση του θρυλικού Οριάν Εξπρές που ένωνε το Παρίσι με την Κωνσταντινούπολη και εμπνέει ακόμα μυθιστορηματικές ιστορίες για μυστηριώδεις επιβάτες, μυστικούς πράκτορες, μοιραίες γυναίκες, βαθύπλουτους τραπεζίτες, ξεπεσμένους αριστοκράτες και ριψοκίνδυνους τυχοδιώκτες που συναντώνται στα πολυτελή του βαγόνια. 


Το 1892 η Σερβία υποδέχθηκε εδώ με πανυγηρισμούς τον Νίκολα Τέσλα. Ήδη καταξιωμένος διεθνώς για την εξαιρετική του συνεισφορά στη φυσική, ο Τέσλα επέστρεψε για επίσκεψη στο Βελιγράδι και αποθεώθηκε από τους συμπατριώτες του. Και αυτές τις ζητωκραυγές μπορείς ν'ακούσεις, αν το θελήσεις πραγματικά πολύ.


Αλλά και εκρήξεις θα ακούσεις και κραυγές αγωνίας. Το κτήριο βομβαρδίστηκε δύο φορές: από τους Γερμανούς τον Απρίλιο του 1941 και ακόμα σφοδρότερα από τους Συμμάχους το 1944. Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, Σοβιετικοί μηχανικοί και αρχιτέκτονες ανέλαβαν την ανοικοδόμησή του, η οποία ολοκληρώθηκε το 1953. Ο αρχικός γλυπτός διάκοσμος με τους πτερωτούς λέοντες που βαστούσαν τα λάβαρα του Βασιλείου της Σερβίας, όπως σωστά μαντεύεις, δεν αποκαταστάθηκε τότε για λόγους πολιτικούς και ιδεολογικούς. 


Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στις αρχές της δεκαετίας του '90, μείωσε δραματικά την επιβατική κίνηση, καθώς περιορίστηκαν τα άλλοτε τακτικότατα πηγαινέλα προς το Σεράγιεβο ή το Ντουμπρόβνικ. Αποχαιρετιστήκαμε βιαίως, περάσαμε σύνορα αναμεταξύ μας και αλλάξαμε τα δρομολόγιά μας.


Ναι, η ιστορία επιβιβάστηκε και αποβιβάστηκε πολλές φορές σε ετούτον τον σταθμό. Όπως το συνηθίζει άλλωστε. Πέρασαν από εδώ λογής λογής άνθρωποι -Σέρβοι, Γιουγκοσλάβοι, Γερμανοί, Σοβιετικοί. Βασιλείς, βιοπαλαιστές, διάσημοι, κατακτητές, κατακτημένοι, επώνυμοι και ανώνυμοι. Με πολλών ειδών ταυτότητες και διαθέσεις. 


Ένας από όλους κι εγώ. Στέκομαι στο σταθμό, περιμένοντας ένα τρένο που πέρασε πριν πολλά χρόνια. Ένα τρένο που γνωρίζω καλά πως δεν θα έλθει.


Τον Ιούνιο του 1977, οι γονείς μου επιβιβάστηκαν σε μία αμαξοστοιχία στη Θεσσαλονίκη με προορισμό το Μόναχο και ύστερα τη Φρανκφούρτη. Εκεί θα τους περίμενε ένας θείος που έμενε μόνιμα στη Γερμανία και θα τους φιλοξενούσε για δεκαπέντε περίπου ημέρες. Ήταν η πρώτη φορά που έβγαιναν εκτός Ελλάδας και ήταν κάπως ανήσυχοι για ένα ταξίδι που τότες έμοιαζε -και ήταν- δύσκολο. Για πολλά χρόνια, τους θυμάμαι να μνημονεύουν στιγμές από εκείνη την περιπετειώδη εκδρομή τους. Κάθε φορά που γινόταν δε λόγος για τη Γιουγκοσλαβία, ο πατέρας μου σχολίαζε πόσο ατελείωτη ήταν η διαδρομή εντός της. Ώρες επί ωρών ταξίδευε το τρένο, διασχίζοντας κάμπους, προσπερνώντας χωριά, κάνοντας στάσεις σε πόλεις. 


Κάποια στιγμή έφθασαν σε ετούτον εδώ το σταθμό. Ήταν αργά μετά τα μεσάνυχτα και κατέβηκαν να αγοράσουν κάτι να φάνε. Με το άγχος μην τυχόν και χάσουν το τρένο, έσπευσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στο μοναδικό ανοιχτό μαγαζάκι και πήραν κάτι μπισκότα και δύο μικρά ψωμάκια. Ήταν από τα λίγα πράγματα που διατείθεντο, δεν υπήρχε δα η πολυτέλεια της επιλογής. 


Επιστρέφοντας στην κουκέτα τους, αντιλήφθηκαν πως μια θορυβώδης παρέα μεθυσμένων Γιουγκοσλάβων την είχε καταλάβει. Με όσο πιο ευγενικό τρόπο μπορούσαν και με τα κουτσοαγγλικά τους προσπάθησαν να τους απομακρύνουν. Πέρασαν κάποιες αγωνιώδεις στιγμές μέχρι να τους πείσουν. Εντέλει τα κατάφεραν. Κλείδωσαν -αρκετά τρομαγμένοι- το λουκέτο της κουκέτας τους για να αποφύγουν άλλες παρόμοιες μεταμεσονύχτιες λαχτάρες. Και κάθισαν δίπλα στο τζάμι, τρώγοντας σιωπηλοί τα ψωμάκια τους καθώς το τρένο άρχισε αργά να κινείται και να αποχαιρετά τον σταθμό.        


Σαραντατόσα χρόνια μετά στέκομαι στο ίδιο μέρος. Οι πλατφόρμες είναι χορταριασμένες, οι ράγες είναι ξεχαρβαλωμένες, τα γκισέ έχουν μόνιμα κατεβασμένα τα ρολά τους, οι πινακίδες έχουν για τα καλά βυθιστεί στο λήθαργό τους.  


Μόνο κάποιοι άστεγοι κυκλοφορούν εδώ. Μπαινοβγαίνουν από τις σπασμένες πόρτες, κουλουριάζονται στις γωνίες, κάθονται στα σακατεμένα παγκάκια. Επιβάτες χωρίς αμαξοστοιχία και προορισμό. Τα βλέμματά τους είναι απλανή.


Μα το δικό μου το βλέμμα είναι καρφωμένο. Μακριά. Στη νοητή ευθεία των γραμμών. Στο σημείο φυγής που κάποτε οδηγούσανε οι ράγες. Πασχίζω να ιδώ εκείνο το τρένο. Και νομίζω πως το βλέπω να απομακρύνεται σιωπηλά στον ορίζοντα. Μία μικρή κουκίδα είναι, μία ελάχιστη κουκίδα. Μία αίσθηση μόνο. Που όσο περνάει ο χρόνος γίνεται και περισσότερο ασαφής. Παρότι προσπαθώ να τη συγκρατήσω, σβήνει.  


Στέκομαι σε έναν σταθμό που δεν λειτουργεί. Κοιτάζω ένα τρένο που δεν υπάρχει. Κι όμως εγώ το διακρίνω μέσα από μία χαραμάδα στο χρόνο και στον τόπο. Γι'αυτό στέκομαι εδώ. Για να το ξεπροβοδίσω.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου