Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Γκερνίκα

Ήταν μια Δευτέρα όπως όλες οι άλλες στην ήσυχη πόλη μας, εδώ στη χώρα των Βάσκων. Οι αγρότες κίνησαν προς τα χωράφια τους, οι έμποροι άνοιξαν τα μαγαζιά τους, οι πραματευτάδες στήσαν τους πάγκους τους, τα παιδιά πήγαν στα σχολεία τους, οι νοικοκυράδες βγήκαν στην αγορά για τα ψώνια τους. Και τα πράματα κυλούσαν στους συνήθεις, πολύχρωμους ρυθμούς της καθημερινότητας. 


Δίχως κανείς να μπορεί να προβλέψει πως πριν τελειώσει εκείνη η Δευτέρα, τα χρώματα θα είχαν σβηστεί. 


Λίγο μετά τις 4 το απόγευμα, τα πρώτα αεροπλάνα έσκισαν τον ουρανό. Με αυτόν τον τρομακτικό θόρυβο που σπέρνει εφιάλτες. Οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν, οι μανάδες να προσπαθούν να σώσουν τα παιδιά τους, τ'άλογα να καλπάζουν αφηνιασμένα, οι καπνοί να σκεπάζουν τις κραυγές. 


Ο βομβαρδισμός υπήρξε πολύωρος και ανελέητος. Κύματα καταστροφής διέλυσαν τους δρόμους, ισοπέδωσαν τα σπίτια, συνέτριψαν τις γέφυρες. Κι όταν ακόμα σταμάτησε να βρέχει βόμβες, συνέχισε την καταστροφή η φωτιά τους. Μέχρις που δεν υπήρχε πλέον πόλη. Μέχρις που δεν έμειναν πλέον χρώματα. Μόνο σπαρακτική αγωνία και ασπρόμαυρη παραφροσύνη.


Μήτε και σήμερα δεν ξεύρουμε να πούμε με σιγουριά πόσοι ήσαν οι νεκροί που θρήνησε η Γκερνίκα εκείνη την ημέρα, στα τέλη τ' Απρίλη του 1937. Ήσαν όμως στην πλειοψηφία τους γυναικόπαιδα. Ο ισπανικός εμφύλιος μαινόταν και το μέτωπο μεταξύ των δυνάμεων της δημοκρατικής κυβέρνησης και των εθνικιστών του Φράνκο, βρισκόταν μερικά χιλιόμετρα από εδώ. 


Η στρατηγική όμως θέση της Γκερνίκα, στο δρόμο προς το πολύτιμο Μπιλμπάο, την κατέστησε στόχο για τους Ισπανούς εθνικιστές και τους συμμάχους τους: τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. 


"Επιχείρηση Επίπληξη" (Operation Rügen). Έτσι ονόμασαν τη θηριωδία τους οι επιτιθέμενοι. Σαν να μην επρόκειτο για πόλη, μα για κάποιο άτακτο νήπιο. Σαν να έπρεπε να λάβει ο κόσμος ένα μάθημα παραδειγματισμού για να ξεύρει τί τον περιμένει αν αντιδράσει στην επερχόμενη επέλαση τού φασισμού και του ναζισμού. Πράγματι. Ένα μάθημα, αυτό ήταν η Γκερνίκα. Ένα απάνθρωπο μάθημα κατά αμάχων σε μια μικρή, ήσυχη βασκική πόλη, με αποδέκτη ολάκερο τον κόσμο.


Έχουν γραφτεί πολλά για εκείνη την καταστροφή. Ξεύρουμε πια με σιγουριά πως μετείχαν γερμανικά αεροπλάνα με εθελοντές που είχαν έρθει στην Ισπανία για να πολεμήσουν στο πλευρό των εθνικιστών. Με αγάπη από τον Χίτλερ. Αλλά και κάμποσα ιταλικά, της Aviazione Legionaria. Με τις ευλογίες του Μουσολίνι. Ξεύρουμε ότι μέσα σε τέσσερις ώρες, έπεσαν περίπου σαράντα τόνοι βόμβες. 


Ξεύρουμε επίσης και τα όσα καταμαρτύρησε ο Γκέρινγκ, πολλά χρόνια αργότερα, στις Δίκες της Νυρεμβέργης: "Πίεσα τον Χίτλερ να δώσει στήριξη στον Φράνκο πάση θυσία, πρώτον, για να αποφευχθεί η περαιτέρω διάδοση του κομμουνισμού σε εκείνο το θέατρο συγκρούσεων και δεύτερον, ως ευκαιρία για να δοκιμαστεί η νέα μου Luftwaffe ως προς την τεχνική της ικανότητα."


Ναι, ξεύρουμε πολλά για τη Γκερνίκα. Γιατί πέραν των όσων έχουν γραφτεί και ειπωθεί, φρόντισε ο Πάμπλο Πικάσο να εικονογραφήσει τη φρίκη της ίσως στον πιο εμβληματικό πίνακα του εικοστού αιώνα. Με γραμμές που ορίζουν τη συνείδησή σου και απευθύνονται στον ανθρωπισμό σου. 


Έχω περπατήσει πολλά μέρη σαν και τούτο. Μέρη σημαδεμένα από την ιστορία, μέρη σημαντικά για την αφήγηση του σύγχρονου κόσμου, μέρη που φέρουν το βάρος ενός δύσκολου ή και τραγικού παρελθόντος. Δεν είναι εύκολοι αυτοί οι περίπατοι, αν θες να είναι ουσιαστικοί.


Η σημερινή Γκερνίκα είναι μια πόλη μάλλον αδιάφορη. Νεόκτιστες πολυκατοικίες, στενοί και άσχημοι δρόμοι, τσιμεντωμένες πλατείες, παρκαρισμένα αυτοκίνητα, προσχηματικοί πεζόδρομοι. Θυμίζει -τηρουμένων των αναλογιών- ελληνικές κωμοπόλεις και μην με βάλεις να σου αραδιάζω ονόματα.


Μα επέλεξα να σε φέρω εδώ μια ειδική ημέρα. 


Μια μέρα γιορτής.


Στα μέσα τ'Αυγούστου, οι κάτοικοι της Γκερνίκα εορτάζουν τον Άγιο Ρόκε, στήνοντας μεγάλα φαγοπότια στους δρόμους της πόλης. 


Σε καζάνια ετοιμάζεται από το πρωί το παραδοσιακό βάσκικο Sukalki που είναι κρέας ραγού με πατάτες, κόκκινα κρεμμύδια, σκορδάκι και καρότα. Αλλά και χαμόν θα βρείς κάμποσο να σερβιριστείς. Και ψαρικά. Καλαμάρια και βακαλάο.


Τεράστια τραπέζια τοποθετούνται στους δρόμους και σχηματίζονται μεγάλες παρέες που τρώνε και πίνουν από νωρίς το μεσημέρι μέχρι αργά το απόγευμα. 


Δεν είναι πολύ εξωστρεφείς οι Βάσκοι, δεν γλεντοκοπούν με τον διονυσιασμό τον δικό μας, δεν θα ακούσεις πολλές φωνές και πολλά γέλια. Μα σαν τελειώσουν το γεύμα τους και απολαύσουν για επιδόρπιο ένα κομμάτι τούρτα παγωτό, όλο και κάποια μουσική θα αρχινήσει, όλο και κάποιοι θα σηκωθούνε να χορέψουν.


Το βράδυ, οργανώνεται και μια παρέλαση στο κέντρο της πόλης με μαριονέτες και με ανθρώπους που φορούν κεφαλές -έθιμο με παγανιστικά στοιχεία που ανάγεται σε μακρινές εποχές του παρελθόντος.


Μπορεί τα κτήρια της Γκερνίκα να'ναι καινούργια και οι δρόμοι της να μοιάζουν βαρετοί, μα φέρει η πόλη την κληρονομιά της μακράς παράδοσής της και του ειδικού της βάρους στην κουλτούρα και την ιστορία της χώρας των Βάσκων.


Σχεδόν όλοι φορούν λευκά πουκάμισα και σκούρα μπλε πανταλόνια ή φούστες. Σχεδόν όλοι έχουν δεμένα στο λαιμό τα μαντήλια της ταυτότητάς τους. 


Μιας πολύπαθης ταυτότητας που κατοικεί εδώ και αιώνες στις δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές των δυτικών Πυρηναίων, στο κοίλωμα του Βισκαϊκού Κόλπου. 


Μιας ταυτότητας που μοιράζεται ανάμεσα στην Ισπανία και τη Γαλλία και πολλές φορές ασφυκτιά από την υπαγωγή της αυτή στις πολιτικές γεωγραφίες. Και από την πικρή αίσθηση ενός βασανιστικού αλυτρωτισμού.


Δεν είναι μονοσήμαντες οι ιστορίες των ανθρώπων -το καταλαβαίνεις αυτό σε μέρη όπως η Γκερνίκα. Δεν έχουν ένα κεφάλαιο οι αφηγήσεις τους. Δεν αρχίζουν και δεν τελειώνουν σε αυτό που τείνει να θεωρείται εμβληματικό. Στο σημείο που έχεις τοποθετήσει εσύ τον σελιδοδείκτη της ιστορίας τους.  


Και ευτυχώς. 


Προχωράμε. Με έναν τρόπο προχωράμε. Αυτό είναι το μάθημα που μου έδωσε εμένα η Γκερνίκα.


Ακόμα και μέσα από τις στάχτες των πιο τραγικών μας στιγμών, ακόμα και μέσα από τους εφιάλτες των πιο τρομακτικών μας παρελθόντων, προχωράμε. Φθάνει η ώρα δε, που στήνουμε και φαγοπότια. Και τσουγκρίζουμε και τα ποτήρια μας.  


Είναι αυτό αρκετό; Είναι ικανό να μας σώσει από μελλοντικές κτηνωδίες; Να εξευμενίσει τις σκοτεινές μας πλευρές; Να απαλύνει την οδύνη μας; Να επαναφέρει τα χρώματα στον πίνακα;


Ίσως όχι. Μα αυτό είναι και παραμένει η τελική γραμμή άμυνάς μας. Ο αναστοχασμός και η συνάντηση. Το μακρύ τραπέζι στο οποίο θα κάτσουμε όλοι μαζί και θα φάμε παρέα από το ίδιο καζάνι. 


Η προσπάθειά μας όχι να ξεχάσουμε, αλλά να υπερβούμε.


Μόνο έτσι θαρρώ πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το παρελθόν μας και το μέλλον μας. Μόνο αυτό μας μένει όταν τα υπόλοιπα συντρίβονται από τους λογής λογής βομβαρδισμούς που επιφυλάσσει η ιστορία μας.


Είναι περασμένη πια η ώρα. Τα πιάτα μαζεύονται, οι καρέκλες διπλώνονται, τα τραπέζια ξεστρώνονται. Και οι κάτοικοι της πόλης επιστρέφουν στα σπίτια τους. 


Ελπίζοντας πως μόνο τα σύννεφα θα ζωγραφίσουν με τις διαθέσεις τους τον ουρανό της Γκερνίκα. Πως μόνο τα πουλιά θα πετάξουν πάνω από τα σπίτια της. Πως μόνο πολύχρωμα θα είναι εφεξής τα απογεύματά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου