Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

Η αγελάδα που κλωτσά

Στις 23 Ιανουαρίου του 1904, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στην οδό Nedre Strandgate 39, μία αγελάδα κλώτσησε έναν πυρσό και τον έριξε κάτω. Οι λόγοι που την οδήγησαν σε αυτή την απονενοημένη πράξη παραμένουν αδιευκρίνιστοι (Ήταν τσαντισμένη με τις άλλες αγελάδες; Έβλεπε εφιάλτη ότι την επροόριζαν για μπέικον; Ήταν απλώς πυρομανής;), αλλά το αποτέλεσμα ήταν πως ξέσπασε γρήγορα πυργκαγιά. 

Οι ισχυροί άνεμοι που έπνεαν κείνο το κρύο βράδυ του χειμώνα στην περιοχή, μετέδωσαν σύντομα τις φλόγες σε παρακείμενους φράκτες και κτήρια. Για πολύ κακή μας τύχη, όλα τα σπίτια της πόλης ήσαν ξύλινα, ιδανικά για να θεριέψουν το κακό. 

Άρχισαν να χτυπάνε δαιμονισμένα οι καμπάνες και ο κόσμος έτρεξε να σώσει ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει από τα υπάρχοντά του -που δεν είχαμε δηλαδής και πολλά γιατί φτωχοί άνθρωποι ήμασταν. Ό,τι απέμεινε πίσω έγινε στάχτη και μπούρμπερη. 

Η πόλη εκκενώθηκε από τους ένδεκα χιλιάδες κατοίκους της μέσα σε ελάχιστα λεπτά, γεγονός αξιοθαύμαστο με δεδομένο ότι η φωτιά, μας έπιασε στον ύπνο -κάποιοι πήραν το δρόμο προς το Volsdalen και το Nørve, άλλοι επιβιβάστηκαν σε πλεούμενα, ενώ οι γέροντες και οι ανήμποροι, μεταφέρθηκαν με κάρα ή άλλα τροχήλατα μέσα, μακριά από τις φλόγες. Καμιά διακοσαριά άνθρωποι κατέφυγαν στην εκκλησία του γειτονικού χωριού Borgund όπου πέρασαν το υπόλοιπο της δραματικής εκείνης νύχτας. 

Μέσα σε μερικές ώρες, το μεγαλύτερο μέρος της πόλης είχε καταστραφεί και δηλαδής θαύμα ήταν που δεν θρηνίσαμε εκατοντάδες θύματα. Μοναχά μια γερόντισσα που όρμησε στο φλεγόμενο σπίτι της για να πάρει την τσάντα της, εχάθη για πάντα.

Όταν ξημέρωσε, το Ålesund δεν ήταν πλέον πόλη. Αποκαϊδια ήταν. Μα εδώ στον ψυχρό Βορρά της Νορβηγίας, ξεύρουμε να πνίγουμε τον πόνο μας στην ανάγκη και να προχωρούμε. Άλλοι λεν πως μας το έμαθε η σκληρότητα των χειμώνων μας που δεν αφήνουν περιθώρια για πένθη και μνημόσυνα. Κι άλλοι πως μας το κληροδότησαν οι προγόνοι μας, που οι στερήσεις, τους ανάγκασαν να σκέφτονται πρακτικά και συλλογικά. 

Τέσσερα χρόνια, μας πήρε. Από το 1904 έως το 1907. Μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια, αναγεννήσαμε την πόλη από τις στάχτες της. Χαράξαμε τους δρόμους, ξαναχτίσαμε τα σπίτια, υψώσαμε τις γέφυρες, ανακατασκευάσαμε τις αποβάθρες.

Στην αρχή, έγινε συστηματικός σχεδιασμός. Πολεοδομικό σχέδιο με πρόνοιες για πάρκα και πλατείες και σχολεία και δημόσια κτήρια. 

Εν συνεχεία επιλέχθηκαν τα υλικά -τσιμέντο και πέτρα. Διότι ωραίο το ξύλο, αλλά θα'μασταν τελοσπάντων ανόητοι αν διαπράτταμε το ίδιο λάθος δύο φορές.

Τα νέα σπίτια ήσαν μεγαλύτερα και πιο άνετα από τα παλιά και βεβαίως διέθεταν μπάνια και συνδέονταν με αποχετευτικό σύστημα.

Μπορεί όλα να έγιναν υπό την πίεση του χρόνου, καθώς έπρεπε να επαναστεγαστούν τόσες χιλιάδες άνθρωποι, μα αυτό δεν σημαίνει πως δεν δόθηκε σημασία στο αισθητικό κομμάτι. 

Χρήματα δεν περίσσευαν για ακριβές διακοσμήσεις ή μεγαλειώδεις προσόψεις, μα πάρθηκε η απόφαση να τηρηθεί συνέπεια και να αποκτήσει η πόλη μας συγκεκριμένη αρχιτεκτονική ταυτότητα.

Οι τοίχοι βάφτηκαν με έντονα χρώματα, οι γωνίες στρογγυλεύτηκαν, τα παράθυρα καδραρίστηκαν.

Και προστέθηκαν ανάγλυφες μορφές. 

Και κάμποσα αγάλματα.

Κάπως έτσι το Ålesund έγινε μια πόλη αρ-ντεκώ. Ως αποτέλεσμα απόφασης, σχεδιασμού και συστηματικής υλοποίησης.

Αν υποθέτεις πως όλα αυτά τα θαυμαστά έγιναν διότι είχαμε την πολυτέλεια των χρημάτων, κάνεις μεγάλο λάθος. Η Νορβηγία των αρχών του 20ου αιώνα ήταν μια χώρα φτωχή και υστερούσε σημαντικά, αν την συνέκρινες με τη γειτονική Σουηδία ή τη Δανία.

Του λόγου μας μάλιστα, ψαράδες ήμασταν.

Στη Βόρεια Θάλασσα ξανοιγόμασταν με τα πλοία μας και αλιεύαμε ρέγγες -δύσκολη κι επικίνδυνη δουλειά στις δικές μας τις φουρτούνες.

Μα πέρασαν χρόνια πολλά από εκείνη τη φωτιά. Τα πράγματα εξελίχθηκαν, οι καιροί άλλαξαν, η πόλη έμεινε ευτυχώς στη θέση της. 

Αραδιασμένη στα επτά νησιά της, είδε τον πληθυσμό της να αυξάνει. Και την οικονομία της να ανθίζει. Μονάδες κατασκευής επίπλων σιάχτηκαν, ξενοδοχεία και εστιατόρια ανοίξανε και βεβαίως ρέγγες συνέχισαν να αλιεύονται από τα νερά μας. Από έναν σύγχρονο στόλο που θεωρείται από τους καλύτερους στη βόρεια Ευρώπη.

Αν μας ρωτήσεις, θα στο επιβεβαίωσουμε: πως η ζωή είναι ήσυχη, γαλήνια και ευχάριστη εδώ. Το βιοτικό επίπεδο είναι υψηλό, η ευημερία ειναι κερδισμένη, η οργάνωση είναι δεδομένη. Και όλα φαίνεται πως λειτουργούν εις όφελός μας και όχι εναντίον μας. Σταθήκαμε τυχεροί, δεν θα στο αρνηθεί κανείς. Μα και κάπως άξιοι. 

Διότι στον παγωμένο τον χειμώνα μας, αν δεν ομονοήσεις κι αν δεν συνεργαστείς, αν δεν επιδείξεις εμπιστοσύνη, πάει χάθηκες καημένε. Απόφαση ήτανε λοιπόν -και όχι μονάχα τύχη- πως χτίσαμε τις ζωές μας πάνω στη συνεργασία. Κι είναι η πόλη που σιάξαμε, ασύγκριτα καλύτερη από εκείνη που εχάσαμε.

Ξεύρεις, νομίζω πως εντέλει η αγελάδα μήτε από εκνευρισμό μήτε από πείσμα, κλώτσησε στις 23 Ιανουαρίου του 1904, εκείνον τον πυρσό. Μπορεί και να το έκαμε εντελώς ηθελημένα και συνειδητά για να μας νουθετήσει. 

Τώρα δηλαδής που το ξανασκέφτομαι, ίσως και χάρη να της εχρωστούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου