Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Η ιδανική μου πατρίδα

Μην είν'οι κάμποι; Μην είναι τ'άσπαρτα ψηλά βουνά; Μην είναι ο ήλιος της που χρυσολάμπει; Μην είναι τ'άστρα της τα φωτεινά; Όχι, δεν με έπιασε πατριωτικός οίστρος, μήτε νοστάλγησα κείνες τις κάπως άχαρες μαθητικές εορτές. Κοιτάζω απλώς τριγύρω μου κι αναρωτιέμαι. Τι είναι άραγε αυτή η πατρίδα; Και πως αλήθεια να την εορτάσεις; Εδώ να την ορίσεις δυσκολεύεσαι -σε έναν κόσμο που ξέμαθε να συμφωνεί ακόμα και στις βασικές έννοιες.


Αν με ρώταγε ένας ξένος, τι είναι η πατρίδα μου, δεν θα'ταν απλό να του την εξηγήσω. Θα του μίλαγα ασφαλώς για το ένδοξο παρελθόν, για τις ιδέες των αρχαίων προγόνων, τις μεγάλες τους υπερβάσεις. Θα του μίλαγα για τη μακρά ιστορία μιας γλώσσας σημαντικής και των συνηθειών που καλλιέργησε. Θα αναφερόμουν στις μεγάλες στιγμές που μνημονεύουν τα βιβλία. Σε θριάμβους, μα και σε αποτυχίες. Θα του'λεγα και για τα σημερνά τα αδιέξοδα -να'μαστε και ειλικρινείς στον άνθρωπο που κουβαλήθηκε τόσο δρόμο από τα εξωτερικά- για την καφρίλα και την αδυναμία μας να λειτουργήσουμε συλλογικά, να συνεννοηθούμε πολιτισμένα, να δουλέψουμε συστηματικά. Θα του μίλαγα και για την τοξικότητά μας. Στην καθημερινότητα, στο σπίτι, στη δουλειά, στο δημόσιο λόγο, στα σόσιαλ μίντιά μας. Που δεν αντιλαμβανόμαστε πόσο πολύ δηλητηριάζει τους άλλους, όταν συνεχώς κραυγάζουμε για τις εκάστοτε οργές μας. Και πόσο αλλοτριώνει τον εαυτό μας και κατατρώγει στο τέλος τα σωθικά μας τα ίδια. 


Τι να του πρωτοπώ δεν θα'ξευρα. Θα'πρεπε μάλλον να του δείξω. Θα τον τριγύρναγα λοιπόν στο κέντρο της Αθήνας να συντονιστεί με τους ρυθμούς της πόλης. Θα τον ανέβαζα στην Ακρόπολη -σ'ένα μέρος πανανθρώπινα σημαντικό- να αφουγκραστεί την ουσία του παρελθόντος. Θα τον ξεναγούσα στους δρόμους των κεντρικών γειτονιών της. Στην ασφυκτική Κυψέλη, την υποβαθμισμένη Αχαρνών, το νοσταλγικό Κουκάκι, τα εξαντλημένα Εξάρχεια, τη Νεάπολη, το Μετς, τους Αμπελόκηπους και τα Πατήσια. Κι ακόμα παραπέρα, στη Νέα Ιωνία θα τον πήγαινα. Και στο Περιστέρι. Στις γειτονιές του Πειραιά.


Νομίζω τέλος θα τον έφερνα σε ετούτο το μουσείο. Που δεν είναι πολύ γνωστό, αλλά είναι με έναν τρόπο πολύτιμο. Γιατί εγκιβωτίζει έναν πλούτο και μία παρακαταθήκη που διαμόρφωσε τη σύγχρονη ταυτότητα και που είναι φοβούμαι ένα από τα λίγα σημεία αναφοράς, μία άγκυρα για να συγκρατήσουμε το πλοίο στη φουρτούνα. Εδώ μέσα βρίσκω τα συστατικά της ιδικής μου πατρίδας. Τα υλικά της. Ένα προς ένα.


Καλά το κατάλαβες από τις πρώτες φωτογραφίες. Ξεκινάμε με φιγούρες από το θέατρο Σκιών. Του Σπαθάρη είναι οι συγκεκριμένες! Κείνο που με τρώει, κείνο που με σώνει είναι που ονειρεύομαι σαν τον καραγκιόζη.


Όταν ήμουν μικρός έδενα ένα σεντόνι ανάμεσα σε δύο πολυθρόνες, καθόμουν ανακούρκουδα ξωπίσω του και έστηνα παράσταση. Ο Καραγκιόζης φούρναρης, ο Καραγκιόζης γιατρός, ο Καραγκιόζης αστροναύτης. Την ενθυμούμαι τη φωνή του Σπαθάρη. Αφηγείται ακόμα τις χωρατατζίδικες εκείνες ιστορίες στη μνήμη μου. 

Ναι, φέρει η πατρίδα μου την πονηριά του Καραγκιόζη, το φιλότιμο, την αλέγκρα τη διάθεση, τον διαρκή σαρκασμό, τα χούγια του. Αλλά και τη φτώχεια και την παράγκα και την καθήλωση.

Θα πεις, φταίει το άτιμο το Σαράι. Φταίει το οθωμανικό της το προχθές. Αλλά και το βυζαντινό της το αντιπροχθές.


Τα φέρει κι αυτά τα παρελθόντα πράγματι η πατρίδα μου. Στις ώχρες, στα καστανά και στα κόκκινα βάφει τα πέπλα της. Εκεί, στις πινελιές της βυζαντινής τέχνης ανιχνεύονται τα στεγανά της σκέψης της. Τα ισχυρά της δεσμά. 


Εκεί, στους πίνακες του Φώτη Κόντογλου. Που παίρνει το μοτίβο και του δίνει ώθηση να πάει παρακάτω. Συζητώντας θέματα που υπερβαίνουν το ασφυκτικό θρησκευτικό περιεχόμενο. Τον Οδυσσέα να συναντά την Ιθάκη και τον Αίαντα στον αντικατοπτρισμό του. Πατρίδα μου, είναι η νοσταλγία και η αυτογνωσία.


Πατρίδα μου είναι και η καθημερινότητα του καφενείου. Του ανταμώματος και της επικοινωνίας. Του κουτσομπολιού και της έντονης πολιτικής συζήτησης. Της διαρκούς διαφωνίας. Του ξέρω-εγώ-καλύτερα. Του ώχου-καημένε-είσαι-βαθιά-νυχτωμένος. Του αν-ήμουν-εγώ-πρωθυπουργός. Του εδώ-θα-τα-χαλάσουμε. Του ναι-μεν-αλλά. Υπό τη συνοδεία συνήθως του καφέ.


Αυτές τις κουβέντες ζωγράφισε ο μεγάλος Κύπριος Αδαμάντιος Διαμαντής.


Παρότι παιδί της πόλης, την έχω γνωρίσει αυτή τη νωχελικότητα της ξύλινης καρέκλας. Τον καφέ πολλά βαρύ, το τσιγάρο και το μπεγλέρι. Τα ζάρια που κελαρίζουνε στο τάβλι. 


Και την άχρονη νωχελικότητα μίας ατελείωτης αναμονής.


Που καταγράφεται στις φωτογραφίες του Χαρισιάδη. Εδώ, είμαστε στα 1956. Στο καφενείο Ζαχαράτου. Επί της πλατείας Ομονοίας. Είσαι μικρός, δεν το πρόλαβες.


Κοίτα πόσο διαφορετική ήταν η ζωή στην πρωτεύουσα το 1955. "Γλέντι, Λεφτά κι Αγάπη" στο Θέατρο Κοτοπούλη. Χοτέλ Πάνθεον και οδοντόκρεμα Κολυνός.


Έκτοτε άλλαξε πολύ η όψη της πόλης. Τσιμέντο να γίνει, είπε ο Καραμανλής και τσιμέντο γίνηκε. Ολάκερη η χώρα στριμώχτηκε στον φωταγωγό της αντιπαροχής. Μια από τις μεγαλύτερες συλλογικές μας ήττες είναι η εξορία της αισθητικής από την καθημερινότητά μας. Η άνευ όρων παράδοσή μας στην αυθαιρεσία και την υποβάθμιση. Κι είναι φοβούμαι τόσο βαθιά διαβρωτική αυτή η ήττα, που πλέον δεν μπορούμε καν να αναγνωρίσουμε την ασχήμια που μας περιβάλλει. Απλώς δεν την βλέπουμε. 


Θα μπορούσε όμως και αλλιώς. Υπήρχε η δυναμική, υπήρχαν και οι ιδέες. Το βλέπεις στα σχέδια του Πικιώνη. Στο πολύπλευρο έργο του, στην οραματική αρχιτεκτονική του. Η πατρίδα μου είναι η απλότητα των λευκών επιφανειών που αφήνονται στο ζεστό φως. Είναι η παραδοσιακή της αρχιτεκτονική. Η οικονομία των παλαιών της κτισμάτων. Ο νεοκλασικισμός που στραγγαλίστηκε από τις πολυκατοικίες. 


Πού βρισκόμαστε τόσην ώρα, θα ρωτήξεις. Τι μέρος είναι ετούτο που'χει από Καραγκιόζη μέχρι Πικιώνη κι από Κόντογλου μέχρι Κοντόπουλο (δεν είναι ωραία και μυρωδάτα τα λεμόνια εδώ από πάνου;), θα αναρωτηθείς.


Βρισκόμαστε στο παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη που'ναι αφιερωμένο στους Έλληνες Δημιουργούς του 20ου αιώνα. Στεγάζεται σε ένα τριώροφο κτήριο στην Κριεζώτου 3 -καρακέντρο της Αθήνας, δύο βήματα από το Σύνταγμα- και αποτελεί δωρεά του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα. Υπήρξε το σπίτι του, το ατελιέ του. Ω, σήμερα είναι πολλά παραπάνω. Όλα όσα βλέπεις, είμαι εγώ. Και είσαι εσύ. Το μέρος αυτό επέλεξα για να σχηματίσω την απάντηση στο αρχικό ερώτημα.


Μέσα από τις φωτογραφίες, τα γλυπτά, τους πίνακες. Μέσα από το αρμένισμα με την κόκκινη συναισθηματική βάρκα του Κοντόπουλου. Φαντάσου την να διασχίζει το γαλάζιο του Αιγαίου. Δεν μυρίζεις θάλασσα; Δεν γεύεται το στόμα σου αλμύρα; Δεν το νιώθεις το γλυκό αεράκι; Αυτές οι αισθήσεις είναι η πατρίδα μου.

Μα δεν τ'αντέχουν όλοι να κολυμπούνε στα νερά της.


Περί τις 2:30 το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου του 1928, εκείνος επισκέφθηκε το παραλιακό καφενείο ο "Ουράνιος Κήπος" στη θέση Βρυσούλα, όπου παρήγγειλε και ήπιε μία βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε από το ανέλπιστο πουρμπουάρ των 75 δραχμών, τη στιγμή που η βυσσινάδα εκόστιζε μόλις 5 δρχ. Δύο ώρες αργότερα, ο Κώστας Καρυωτάκης έβαλε ένα πιστόλι τύπου Pieper Bayard 9mm στην καρδιά και αυτοκτόνησε σε ηλικία 32 ετών. Αφήνοντας ένα ιδιόχειρο σημείωμα που εξηγεί τους λόγους της απονενοημένης πράξης. Και το οποίο καταλήγει στο εξής υστερόγραφο:

"Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι, αν επιχειρήσουνε να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης, να δέσουν και μία πέτρα στο λαιμό τους. Όλη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πως, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου."

Καλά το κατάλαβες, ετούτο είναι το πιστόλι με το οποίο αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης. Κι αυτό από πάνω είναι το σημείωμα που μας άφησε.


Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος που τον εδείχνει κοστουμαρισμένο, με το κεφάλι του ακουμπισμένο πάνω στο ψάθινο καπέλο του και το όπλο στο χέρι του.

Η πατρίδα μου είναι πάντοτε έτοιμη να αυτοκτονήσει. Με ή χωρίς προφανή αιτία.


"Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
καμμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει 
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ'άσπρα και στα χρυσά.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες..."

Κάπως έτσι, βαρύθυμα και μελαγχολικά κοιτάζω την πατρίδα μου μέσα από τους στίχους του Σεφέρη. Ναι, αυτό που είδες είναι το πρώτο Βραβείο Νομπέλ που απονεμήθηκε σε Έλληνα. Είναι κι αυτό εδώ.


Στην παραδίπλα προθήκη, τα γυαλιά του και η πίπα του. Τα χειρόγραφά του. Με την τακτικότητα και την καλλιγραφία ενός ανθρώπου βαθιά πολιτισμένου.


Είναι κυτταρική η ανάγκη για έκφραση στην πατρίδα μου! Η Παξινού και παρακάτω ο Μινωτάκης με τον νεαρό Αλέκο Αλεξανδράκη. Στις αρχαίες τραγωδίες που ορίζουν τις σταθερές της παγκόσμιας μυθοπλασίας.


Τα βλέμματα, οι εκφράσεις, τα σώματα, τα ηθικά διλήμματα και οι πέτρες.


Ένα σημείωμα του Βιτόριο Γκάσμαν προς την Κατίνα Παξινού. Miss you all very much. Hope to see you soon. Best love. Και από πάνω ένα τηλεγράφημα από τη Ρώμη. Με μία πρόταση για ρόλο σε ταινία. Υπογραφή, Ντίνο Ντελαουρέντις.

Η πατρίδα μου είναι και ιντερνάσιοναλ. Αφορά πολλούς. Και με ποικίλους τρόπους. Από τη Μαρία Κάλλας μέχρι τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη.


Στη φωτογραφία, η υπέροχη Μαίρη Αρώνη. Από την Κλυνταιμνήστρα στην Πάστα Φλώρα. Αυτή είναι η πατρίδα μου. Μπορεί να γίνει σοβαρή, αλλά και αλαφριά. "Εγώ θα πάρω κάτι που δεν έχει αλκοόλ. Παχαίνει το αλκοόλ. Ας πιω ένα ουίσκι."


Αυτή η σοβαρότητα και η αλαφράδα κεντάνε τις καθημερινότητες. Αυτές ζωγράφισε με τις μπογιές του, ο Ζογγολόπουλος. Τις νεκρές μας φύσεις. Τα φρούτα και τα κουζινικά.


Το βάζο με τα λουλούδια και το παλιό ρολόι. Που μετρούσε μέσα στο σπίτι τις ζωές μας με ένα τικ τακ.


Οι λαϊκές οι αγορές, τα μανάβικα. Τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά. Το έλα να πάρεις ψαράκι που σπαρταράει. Το διαλέχτε φρέσκα πορτοκάλια. Το τι να μαγειρέψουμε αύριο. Να κάμω μπριάμ ή ντομάτες γεμιστές;

 
Ή μήπως πατάτες μπλουμ; Και πολέμους έδωσε η πατρίδα μου καμπόσους. Και εξορίες έχει. Και κώνειο τρατάρει. Σε εμείς και εσείς, χωρίζεται η πατρίδα μου. Κι ανάμεσα το χάος. Ξανά και ξανά. 


Με αγώνες είναι γιομάτες οι σελίδες της ιστορίας της. Με χέρια ψηλά. Με συνθήματα και ιδεολογίες και διεκδικήσεις. Αλλά και με ψευδαισθήσεις και με περιχαρακώσεις. Και με άσβεστο μίσος. Ξανά και ξανά.


Ευτυχώς και με έρωτα. Εκεί στ' απέραντο γαλάζιο των νησιών της. Στο απέραντο υπέροχο των ματιών σου.

"Σ'αγαπάω μ'ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλα που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια."

Στους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη αφήνομαι για να ορίσουν τα αισθήματά μου. Εδώ, στην προθήκη μπροστά σου και το δεύτερο Νομπέλ. Το ερωτικό, το παθιασμένο, το εις υγείαν τού Ήλιου του Ηλιάτορα.


Είναι η πατρίδα μου, μοιραία. Καβαφική. Κι αλλιώτικη. Πατάει σε πολλούς χρόνους και σε πολλούς τόπους, στην Αλεξάνδρεια, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη. Από την Κύπρο ως την Καλαβρία. Από τον Πόντο και την Καππαδοκία μέχρι τα πέρατα του κόσμου. Στ'αλήθεια σου το λέω, όπου κι αν έχω πάω, την έχω συναντήσει. 


Όπου κι αν πάω, παραμένει μέσα μου το τραγούδι της. Γιατί τραγουδιέται η πατρίδα μου. Ακόμα και στα παράπονά της και τις πίκρες της. Τα ντέρτια και τους καημούς της. Ιδίως σε αυτά. Τραγουδιέται η πατρίδα μου. Με τη φωνή της Μαρίκας Νίνου, της Μαίρης Λίντα, της Μαρινέλας. Του Καζαντζίδη και του Μπιθικώτση. Τραγουδιέται σπαραχτικά και δυνατά.


Είναι μεγάλο φορτίο να είσαι Έλληνας. Η ταυτότητά σου φέρει έναν πλούτο χρωμάτων, μουσικών, αισθήσεων και ιδεών που υπερβαίνουν ετούτον τον τόπο κι ετούτο το χρόνο, ανατέμνοντας την πίκρα, τη χαρά, την απελπισία και την ελπίδα. Τα συστατικά δηλαδής της ίδιας της ζωής. Που συζητιούνται εδώ και χιλιάδες χρόνια σε ετούτο δω το μέρος. Είναι σπουδαίο φορτίο να είσαι Έλληνας.


Ένα φορτίο που μαθαίνεται και βιώνεται. Από τα μικράτα σου. Λόλα, να ένα μήλο. Μίμη, να ένα τόπι. Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ. Σε μια ρώγα από σταφύλι έπεσαν οχτώ σπουργίτες και τρωγόπιναν οι φίλοι. Τσίρι τίρι, τσιριτρό, τριριτρί τσιριτρό!


Στις φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου, συναντάς τα βλέμματα των παιδιών αυτής της χώρας. Την ανάγκη τους για παιχνίδι. Αλλά και τον κάματο της δυσκολίας. Το βάσανο που τους επιβάλλει ο ιδρυματικός τρόπος με τον οποίο ανέκαθεν τ'αντιμετώπιζε αυτή η χώρα.


"Τί ωραία που'ναι τα καινούργια μου παπούτσια!" σκέφτεται η μικρή κοιτάζοντάς τα σχεδόν σαστισμένη! Κείνα τα παπούτσια που κάποτες τα έφερνε μία φορά το χρόνο η νονά! Και ήσαν το πιο σπουδαίο δώρο.


Η μικρή Νούλα του Καπράλου. Σε στάση αναμονής. Για ένα μέλλον που πάντα θα διαψεύδει τις προσδοκίες της.


Και ο τσομπανάκος. Με τον αδελφό του. Σε φωτογραφία της Nelly's.


Γενιές ελληνοπαίδων, πέρασαν από την ξυπολησιά και τα χιλιόμετρα πεζοπορίας στο πλέιστέισον, τα λόουερς και τα σερτιφικά. Από τη βέργα και την καρπαζιά στο φροντιστήριο-αγγλικά-μπαλέτο. Κι ύστερα στο τάμπλετ, στο κινητό και τη ρομποτική.

Η πατρίδα μου διατείνεται πως αγαπάει τα παιδιά της. Πως τα μορφώνει και τα κανακεύει. Πως τ'ανατρέφει με τη στοργή της και το γάλα της. Αλλά είναι και μία πατρίδα Μήδεια που τα σκοτώνει και τα καταβροχθίζει.

Μα τι γένους να'ναι πια αυτή η λέξη;


Είναι θηλυκή η πατρίδα. Είναι γυναίκα η αγάπη. Είναι μητέρα η αγκαλιά. Είναι κι ελπίδα και παρηγοριά -όλες τους λέξεις θηλυκές. Είναι κι αξιοπρέπεια. Πιασμένες χέρι-χέρι οι Σουλιώτισσες του Ζογγολόπουλου μεγαλώνουν και ανυψούνται, λίγο πριν γκρεμνιστούν. Έχετε γεια βρυσούλες.


Οι γυναίκες της πατρίδας μου είναι αγωνίστριες. Κι εργάτριες. Και μάνες. Και σύζυγοι. Και χήρες. Όπως -θα πει κανείς- σε όλες τις πατρίδες. Οι φωτογραφίες είναι της Nelly's. Κι ο στίχος "Α ναι, ξέχασα να σου πω ότι τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα, γιατί σ'αγαπώ" είναι του Τάσου Λειβαδίτη.


Γιατί είσαι ερωτική και αιθέρια, όπως ακριβώς σε αποτυπώνει στο φωτογραφικό της φακό η Nelly's. Αρχέγονη όσο και οι πέτρες, συμμετρική όπως οι κολόνες που στηρίζουνε τον κόσμο.


Υπερήφανη και ανυπότακτη. Σαν τη Μελίνα. "Από την πόρτα μου σαν βγω, δεν υπάρχει κανείς που να μην τον αγαπώ. Και σαν το βράδυ κοιμηθώ ξέρω πως, ξέρω πως θα τον ονειρευτώ."


Η γυναίκα του Μποστ. Με βλέμμα ολίγον ανατολίτικο. Πολίτισσα και Σμυρναία. Με ένα ανάλαφρο μειδίαμα.


Η Έφη με κόκκινη μπλούζα. Του Βουρλούμη. Γυναίκες σ'όλες τις ηλικίες. Νιες, μεσήλικες, μεγάλες.


Η Νίκη Καραγάτση -σύζυγος του Μ. Καραγάτση- ζωγραφίζει το είδωλό της στον καθρέπτη.


Γυναίκες προοδευτικές και συντηρητικές. Μητέρες και μάνες. Αλλά κυρίως μαμάδες. Με το τάπερ και το ζακετάκι σου. Να μην κρυώσεις. Να τρως καλά. Και να μην τρέχεις. Για όλα σου, εκείνες κυρίως ευθύνονται. Και για τα καλά σου και για τα κακά σου.


Και κάποιες φορές, ιδεαλίστριες. Η αυστηρή προτομή της λογοτέχνιδας Μέλπως Αξιώτη. Γεννήθηκε το 1905, έζησε στη Μύκονο και στην Τήνο. Παντρεύτηκε, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, εργάστηκε ως ράπτρια. Κι ύστερα ξέσπασε ο Πόλεμος. Κι εντάχθηκε στο ΕΑΜ και την Αντίσταση. Στη διάρκεια του εμφυλίου, αναγκάστηκε να φύγει αυτοεξόριστη στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Σοβιετική Ένωση και την Πολωνία. Δίδαξε Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Βερολίνου. Επέστρεψε στην Ελλάδα, το 1964 με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης. Πέθανε το Μάιο του 1973 σε οίκο ευγηρίας. Με προϊούσα αμνησία και σωματική καχεξία.


Ένας αγώνας είναι η ζωή. Στις αδρές μορφές και στα σχήματα της κορυφαίας μας χαράκτριας Βάσως Κατράκη, έρχεται το μαύρο και σε υποψιάζει.


Στη φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα, έρχεται η Γυναίκα της Ηπείρου να σου το επιβεβαιώσει. Η πατρίδα μου είναι πολύχρωμη κι ασπρόμαυρη. Είναι εύθυμη και τραγική. Είναι οικεία μου και ξένη.


Συναντάω την πατρίδα μου στο κάλλος των αρχαιοελληνικών αγαλμάτων. Στην εξιδανίκευση του σώματος και του πνεύματος. Και πάλι στις φωτογραφίες της Nelly's.


Και του Χαρισιάδη. Σχολή Καλών Τεχνών, 1957. Τ'αγάλματα έμαθαν ν'αναπνέουν σε ετούτη τη γη. Άλλοι βρήκαν εδώ τις ανάσες τους, άλλοι τις εστερήθησαν. Έτσι είναι τα πράγματα.


Είναι κι αντρίκια όμως η πατρίδα μου. Άλλοτε ιδρωμένη στο μεροκάματο, άλλοτε παραδομένη σε μια μαγκιά ποικίλων αποχρώσεων. Από τον καφενέ ως τα μπουζούκια. Με τις μπύρες, τα τσιγάρα και τα σπασμένα πιάτα. Με τις παλιοπαρέες και τις αλητείες. Με τα παϊδάκια και τα σουβλάκια. Με τα ζεϊμπέκικα. Με την ξεροκεφαλιά και τον ωχαδελφισμό. Αλλά και με την ανάγκη για το καλύτερο. 


Ενίοτε και με το ανέλπιστο ανάστημα. Της λεβεντιάς. Ο στρατιώτης στη φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου. Με το αμπέχονο και τις πατερίτσες. Με το καθαρό το βλέμμα προς το φως.


Και ο τσέλιγκας του Κώστα Μπαλάφα. Με το σμιλεμένο πρόσωπο, το μουστάκι και το τσιγάρο στο στόμα. Στις ραχούλες, στα βουνά, στα σκαμμένα χωράφια.


Μα αλήθεια, ακόμα περιμένεις την απάντηση; Εντύπωση μου κάμει, διότι δεν έχω πάψει να σου απαντώ. Είναι πολλά πράγματα η πατρίδα μου. Ορίζεται γεωγραφικά από τον ορθολογισμό στη σκέψη και τον διονυσιασμό στην ψυχή. Αυτή είναι η πατρίδα μου. Σε εκείνη αναφέρομαι. Σε εκείνη πάντα θα ελπίζω. Ακόμα κι όταν με απογοητεύει -και επιμένει διαρκώς να με απογοητεύει. Ακόμα κι όταν με συντρίβει -και επιμένει διαρκώς να με συντρίβει. Είμαι γέννημά της όμως και αναπόδραστα τούτο τουλάχιστον της το χρωστώ: να προσπαθώ συνέχεια να την εκαταλάβω. Ακόμα κι όταν πασχίζω να λυτρωθώ από εκείνη.


Όχι, δεν θα σε αφήσω με το Όσκαρ του Βασίλη Φωτόπουλου για το Ζορμπά. Θα σου ευχηθώ -μέρες που είναι- με ένα συρτάκι. Και με ένα δυνατό και εξαγνιστικό "ώπα"! Που ξεκινάει με ωμέγα. Που καταπίνει τις πίκρες και τις αδικίες. Που αντιτάσσει ένα πανάρχαιο φιλοσοφείν στη φαιδρότητα και την απελπισία του σήμερα. Διότι πατρίδα μου παραμένεις εσύ. Και σε σένα, είμαι ευλογημένος και καταδικασμένος να αναζητώ τα πάντα μου. Μέσα στον ίδιο το σκοπό. Που θα μου πεις και θα σου πω το σ'αγαπώ.

12 σχόλια:

  1. Τα είπες όλα!! Με Συγκίνησες πάρα πολύ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είναι αυτή η συζήτηση εξ ορισμού συναισθηματική.
      Ευχαριστώ, Άρτεμις.

      Διαγραφή
  2. ΑΠΛΑ ΥΠΕΡΟΧΑ ΑΛΗΘΙΝΟ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΑ ΒΑΘΗ. ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολύ καλό, γεμάτο νοσταλγία. Μια μικρή διόρθωση μόνο: το όπλο με το οποίο αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης δεν είναι περίστροφο αλλά πιστόλι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Εύχομαι να έχω πάντα την τύχη και την ευτυχία να γνωρίζω Έλληνες που να μπορούν να απολαμβάνουν όλη αυτή την φωτεινή και σκοτεινή μαγεία που τόσο εξαιρετικά περιγράφεις εδώ. Είναι καταπληκτικό το κείμενο σου και νομίζω ότι θα ήσουν ο καλύτερος Πρέσβης δημοσιότητας του μουσείου Μπενάκη και λοιπών. Το απόλαυσα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή