Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Βαλκανικό μπουλβάρτο

Δεν έχουμε πολλές λεωφόρους στα Τίρανα. Και γενικά οι ευθείες σπανίζουν στο αρκετά άναρχο και μπουρδουκλωμένο πολεοδομικό μας ιστό. Η κατασκευή λοιπόν του μεγάλου Νέου Μπουλβάρτου στη θέση του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού είναι εξέλιξη σπουδαία.

Το καταλαβαίνω πως το -μήκους ενάμιση χιλιομέτρου- Μπουλβάρτο μπορεί να μην φαντάζει εντυπωσιακό για έναν Παριζιάνο που έχει συνηθίσει να σουλατσάρει στο Champs Elysees ή έναν Βερολινέζο που ανεβοκατεβαίνει την Unter den Linden. Αλλά για τα δικά μας τα δεδομένα, αποτελεί επίτευγμα ιδιαιτέρως θαυμαστό: ουχί μόνο διαθέτει τρεις λωρίδες ανά κατεύθυνση, αλλά έρχεται να αναδιαμορφώσει μια κατά τα λοιπά αδιάφορη και υποβαθμισμένη περιοχή της πόλης.

Είναι μάλιστα η πρώτη φορά που ξεκινά τέτοιου μεγέθους παρέμβαση με μία λεωφόρο. Σκοπός είναι, γύρω της, να οικοδομηθούν νέα, μονδέρνα συγκροτήματα κατοικιών, γυάλινα κτήρια επιχειρήσεων, ενώ υπάρχει πρόβλεψη και για μεγάλους χώρους πρασίνου. 

Ήδη έχουν ξεπηδήσει οι πρώτες πολυκατοικίες με τολμηρά χρώματα που παραπέμπουν κάπως στον Μοντριάν. Νεοπλαστικισμός στα Τίρανα.

Εντούτοις και μέχρι να προχωρήσουν οι φιλόδοξοι αυτοί σχεδιασμοί (αν και εφόσον προχωρήσουν), οι δρόμοι που εφάπτονται στο Μπουλβάρτο παραμένουν κακοπαθημένοι, σκονισμένοι και ακανόνιστοι -όπως συμβαίνει άλλωστε στις περισσότερες γειτονιές της πόλης. 

Φτωχομάγαζα, μάντρες αυτοκινήτων, χαμηλά σπίτια, αποθήκες. 

Δεν απέχουμε παρά μερικούς δρόμους από το κέντρο της πόλης κι όμως αρκετά σοκάκια είναι χωμάτινα. 

Τα καλώδια του ρεύματος και του τηλεφώνου κρέμονται αδέξια πάνω από το κεφάλι σου, οι τοίχοι είναι ασοβάντιστοι, τα σπίτια στέκουν ατάκτως, φορώντας τα φτηνά τους υλικά και τις αυθαίρετες προσθήκες τους.

Δεν είναι πολύ ξένες αυτές οι εικόνες σε έναν Βαλκάνιο, μήτε του προκαλούν την εντύπωση που θα προκαλούσαν σε έναν βορειοευρωπαίο. Τέτοιες γειτονιές υπάρχουν και στη Σόφια ή στο Βελιγράδι. Τέτοιες, παρόμοιες γειτονιές υπάρχουν και στην Αθήνα, αν αποφασίσεις κάποια στιγμή να τις δεις.

Πράγματι η Αλβανία παραμένει μία από τις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης. Το διαπιστώνεις στη στερημένη καθημερινότητα, το διαισθάνεσαι στον αγώνα του μεροκάματου, το περπατάς στα αγέλαστα αστικά τοπία των Τιράνων και στις ρούγες τους.

Εδώ, στις αλάνες πίσω από το συγκρότημα των φυλακών, λειτουργεί μια λαϊκή αγορά. 

Άνθρωποι με ταλαιπωρημένα ρούχα και στραβοπατημένα παπούτσια έρχονται για να ψωνίσουν τα στοιχειώδη: πατάτες, κρομμύδια, αυγά και τίποτις σαλατικά.

Άντρες με σκαμμένα βλέμματα και γυναίκες με μαντίλια στα μαλλιά, στήνουν τα καφάσια τους ή αραδιάζουν την πραμάτεια τους πάνω σε μουσαμάδες. Τις θυμάσαι αυτές τις φυσιογνωμίες, τις έχεις κι εσύ συναντήσει στους ανθρώπους των ελληνικής υπαίθρου. Τους γνώρισες αυτούς τους παπούδες και αυτές τις γιαγιάδες. Που κινούσαν απ'τ'αξημέρωτα για το χωράφι, που τάιζαν τα κοτερά, που ήσαν όμηροι μιας καθημερινότητας γεωγραφικώς πεπερασμένης, δίχως πολλές περιέργειες και δίχως ανοιχτότερους ορίζοντες απ' εκείνους που είχαν συνηθίσει να βλέπουν. Θα μου πεις, ο καθείς με τις ομηρίες του. Και δίκιο θα'χεις.  

Οι τιμές είναι χαμηλές. Και τα προϊόντα διατηρούν τη γεύση που είχαν πριν δεκαετίες. Από τα τότες που δεν υπήρχαν σύγχρονα θερμοκήπια και τεχνολογίες τροφίμων. Που δεν χρειαζόταν να αναζητάς σήμανση βιολογικού προϊόντος για να προσδοκάς σε μια κάποια αίσθηση μυρουδιάς και γεύσης. 

Στην υπαίθρια ετούτη αγορά, μπορεί κανείς να βρει και διάφορα άλλα προϊόντα προς πώληση.

Πάμφθηνα ρούχα, μανταλάκια, παιχνίδια, φλοκάτες και πλαστικές λεκάνες.  

Βιβλία με αναλύσεις περί υπαρκτού σοσιαλισμού που επιμένουν στις κιτρινισμένες τους σελίδες να εξυμνούν το καθεστώς του Χότζα. Και εγχειρίδια Χημείας και Φυσικής, κακομεταφρασμένα μυθιστορήματα, ελληνικά και ιταλικά βιβλία που μετανάστευσαν προς τα εδώ, αλλά και σημαντικά έργα ποίησης Αλβανών συγγραφέων, γραμμένα πριν απαγορευτεί η λογοτεχνική παραγωγή που δεν υποτασσόταν στην κυρίαρχη κρατική ιδεολογία. O "Κήπος των Μαρτύρων" του Νταλίπ Φράσερι, τα "Άσματα του Μιλοσάο" του Ιερώνυμου Ντα Ράντα.

"Υπομονή καρδιά μου, υπομονή / Βαραίνει το βουνό από χιόνια για καιρό πολύ"*


Δεν είναι η ευτέλεια των προϊόντων, δεν είναι οι χαμηλές τους τιμές. Δεν είναι η πλαστική καρέκλα, δεν είναι οι στοίβες με τα ανακατωμένα ρούχα στα πανέρια.


Δεν είναι τα τζιν παντελόνια που κρέμονται από το σύρμα στο ντουβάρι.


Είναι η ανάγκη των ανθρώπων, που καθιστά τέτοια μέρη τόσο θλιβερά. Είναι η στέρησή τους, η πενιχρή τους δυνατότητα να εξασφαλίσουν εκείνα που για αρκετούς άλλους -ίσως και για εσένα- θεωρούνται δεδομένα και στοιχειώδη. 


Είναι το χαστούκι της αδυσώπητης πραγματικότητας που σε πονάει τόσο πολύ, όταν επιβεβαιώνεις ξανά και ξανά πως ναι, ο κόσμος προοδεύει, μα έχει πολύ δρόμο να καλύψει ώσπου να διανοίξει τις μεγάλες εκείνες λεωφόρους, τα μπουλβάρτα του πιο αισιόδοξου μέλλοντός του.


Κι αν ποτέ τα διανοίξει. Κι αν ποτέ τα καταφέρει.


Κοιτάζω αυτούς τους ανθρώπους. Οι περισσότεροι είναι μιας κάποιας ηλικίας. 


Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν την εποχή του Χότζα. Στον αλβανικό εξαιρετισμό. 


Σε ένα κλειστοφοβικό καθεστώς υπαρκτού σοσιαλισμού που καταδίκασε τις συλλογικές τους δυνατότητες. 


Κι ύστερα έζησαν την ταραχώδη δεκαετία του 90. Όταν άνοιξαν τα σύνορα και έσπευσαν κατά χιλιάδες να αποδράσουν από τον εγκλεισμό της χώρας τους. 


Κι ήλθαν νέα τραύματα να προστεθούν στην καταδίκη τους. Διαφθορές, πολιτική βία, παρατραπεζικά, πυραμιδικά σχήματα.


Μια κοινωνία με διαδρομή σαν αυτή που είχε η Αλβανία εδώ και δεκαετίες, δύσκολα μπορεί να απαλλαγεί από τους εφιάλτες της. 


Ανήκει βλέπεις και στα Βαλκάνια, που ως ιστορικός χώρος επιμένουν να μας υποτάσσουν σε διαστρεβλωμένες, προβληματικές και συγκρουσιακές ταυτότητες. Να μας κατακρημνίζουν σε μη λειτουργικές ερμηνείες.


Να πυροδοτούν παραδοξότητες, να καλλιεργούν αυτοκαταστροφικά σύνδρομα, να δίνουν χώρο σε ανομικές συμπεριφορές και να θεριεύουν την εσωτερική μας βία.


Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι μια διαρκής ματαίωση. Μία ματαίωση οικονομική, κοινωνική, πολιτική και εντέλει προσωπική. Είναι η μη εκπλήρωση της προσδοκίας. 


Της προσδοκίας ότι μπορούμε να αγοράσουμε και κάνα καλύτερο ζαρζαβάτι.


Ότι μπορούμε να φορέσουμε και κάνα ακριβότερο πουκάμισο.


Ότι μπορούμε να αποκτήσουμε πιο αναπαυτικά παπούτσια για το περπάτημά μας.


Ότι περπατώντας ετούτο το Μπουλβάρτο, μπορούμε να φθάσουμε σε κάνα ευτυχέστερο προορισμό. Άμποτε.


*Δική μου, ελεύθερη μετάφραση στίχων από το "Këngët e Milosaos" του Ιερώνυμου Ντα Ράντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου