Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Γενισέα

Όταν κατέλαβαν οι Οθωμανοί τη Θράκη εκεί κάπου στα 1330, η περιοχή που σήμερα ορίζεται ως Νομός Ξάνθης, ήταν σχεδόν ερημωμένη. Επιδρομές, συγκρούσεις, πόλεμοι, συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμών -για πολλούς αιώνες, δεν είχε το μέρος ησυχία. Μέχρις που όλα εγκαταλείφθηκαν και ρημάξανε. Είναι πολύπαθη η Θράκη, δύσκολος τόπος για να σπείρεις ιστορία και να σου ανθίσει.

Αναγκάστηκαν λοιπόν οι νέοι κατακτητές να φέρουν αποίκους από τα βάθη της Μικρασίας με σκοπό να σιάξουν έναν μεγάλο οικισμό. Τον ονόμασαν Karasu Yenicesi (διότι ήταν δίπλα στον Mesta Karasu, τον Νέστο δηλαδής) -αν και αργότερα, τον αποκαλούσαν και Tütün Yenicesi λόγω των καπνών (σ.σ. tütün σημαίνει "καπνά") που αναδείχθηκαν σε βασική καλλιέργεια των κατοίκων.

Τον καπνό, τον έμαθαν οι Οθωμανοί από τους Ισπανούς που τον έφεραν από την Αμερική. Μα εξέλιξαν την καλλιέργειά του, καθώς ευδοκίμησε στην περιοχή αυτή της Θράκης και από τον 18ο ως και τις αρχές του 20ου αιώνα έγινε ένα από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Χάρις σε αυτόν τον εξαιρετικής ποιότητας, αρωματικό καπνό ήκμασε οικονομικά η Γενισέα (όπως την εβαφτίσαμε εμείς και την φωνάζουμε μέχρις σήμερα). Κι όταν η Ξάνθη σωριάστηκε από δύο αλλεπάλληλους σεισμούς το 1829, έγινε πρωτεύουσα, καθώς πολλοί Ξανθιώτες κατέφυγαν εδώ για να σιάξουν το κονάκι τους.

Μεγάλες καπναποθήκες χτίστηκαν την περίοδο εκείνη. Και πλούτος πολύς σωρεύτηκε στην πόλη, καθώς τα καπνά της Γενισέας απέκτησαν φήμη διεθνή και ταξίδεψαν στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική. Η Γενισέα μάλιστα δάνεισε το όνομά της σε θεόρατο καπνεργοστάσιο στη Δρέσδη και σε εταιρία ειδών καπνού με έδρα τη Βρετανία.

Όμως το 1870, μια μεγάλη πυρκαγιά -που λέγεται πως προέκυψε από την έριδα δύο αγάδων- κατέκαψε τον οικισμό και του αφαίρεσε τα πρωτεία προς χάριν και πάλι της Ξάνθης. Ουδέποτε ανένηψε η Γενισέα από κείνη την καταστροφή -που δεν ήταν δα και η τελευταία. 

Την περίοδο της κατοχής, όταν οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Δυτική Θράκη, προχώρησαν σε μεγάλες καταστροφές των οθωμανικών μνημείων της Γενισέας. 

Κι έπειτα, ήρθε ο νεοελληνικός οδοστρωτήρας και γκρέμνισε τα απομεινάρια αρκετών καπναποθηκών και όμορφων κτηρίων -λίγα δυστυχώς απομείνανε.

Γιατί κάθομαι και στα εξιστορώ όλα αυτά; Περαστικός ήμουν, ζέστη έκαμνε, ένα αναψυκτικό σταμάτησα ν'αγοράσω. Μα μου κίνησαν το ενδιαφέρον οι μιναρέδες και τα παλιά τ'αρχοντικά. Και δοκίμασα καμπόσες κατευθύνσεις μέσα στους δρόμους του οικισμού.  

Από τα λίγα σωσμένα αρχοντικά που συνάντησα, το πιο εντυπωσιακό είναι κείνο του Γεωργίου Χιάλη που ευτυχώς μερίμνησε ο Δήμος και το μετέτρεψε σε Πολιτιστικό Κέντρο. 

Μα όσο πολύτιμες κι αν είναι τέτοιες παρεμβάσεις, δεν σώνουν τη γενική εικόνα της εγκατάλειψης και του μαρασμού. Τα κουφάρια των κτηρίων, θαρρείς πως κατοικούνται μονάχα από φαντάσματα. Και από τους πελαργούς, που στήνουν τις φωλιές τους απάνου στους στύλους του ρεύματος. 

Δύο τζαμιά έχει ο οικισμός. Το μεγάλο, ονόματι Çarsi, καταστράφηκε από τους Βούλγαρους και στέκει ερειπωμένο αγκαλιά με ένα βενζινάδικο.

Το άλλο, το μικρότερο -που λειτουργεί ακόμα- χτίστηκε από τον Μουσαχίπ Μουσταφά Πασά το 1683. Ο Μουσταφά ήτανε φίλος καρδιακός του Σουλτάνου Μεχμέτ Δ' και είχε παντρευτεί την κόρη του, την Χατιτζέ Σουλτάνα. Που'χε μητέρα ελληνίδα, την Εμετουλάχ Ραμπιά Γκιουλνούς Σουλτάνα (Ευμενία Βεργίτση εκ Ρεθύμνης, για να συνεννοούμαστε) και τον επαντρεύτηκε όταν ήταν μόλις δεκατριών ετών. Μια που τον επήρε, μια που τον έχασε: στα εικοσιτόσα της έμεινε χήρα, μα ξαναπαντρεύτηκε τον Μόραλη Χασάν Πασά που'χε τον τρόπο του και γίνηκαν οι δυο τους ισχυρότατοι μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Να, κάτι τέτοιες ιστορίες εμένα μπορούν να με βολοδέρνουν για μέρες σε διαβάσματα κι αναζητήσεις.

"Άσε με να χαθώ μέσα σου" που λέει και τούτο το ερωτικό ραβασάκι στα τούρκικα. Ναι, είναι μικτός ο πληθυσμός εδώ. Χριστιανοί, μουσουλμάνοι, ρωσοπόντιοι, αθίγγανοι. Μόνο αν είσαι αμάθητος από τη Θράκη, στέκεις με έκπληξη σε τέτοιες παρατηρήσεις. 


Το είπαμε, δύσκολα βλαστάνει η ιστορία σ'αυτά τα μέρη. Και να θέλεις να προκόψεις, έρχεται ένας σεισμός, μια πυρκαγιά, κάποια αντάρα κι αναποδογυρίζεται ο τέτζερης. Μένουν τα καπνά ξεχασμένα κάτου από τον ήλιο.


Όσο περιπλανάται κανείς -ειδικά σε μέρη σαν ετούτο- τόσο περισσότερο το επιβεβαιώνει. Πως ερμηνείες αναπνέουμε, αφηγήσεις καπνίζουμε, παρελθόντα ανακατεύουμε για να σιάξουμε χαρμάνι. Και είναι μεγάλη η ποικιλία -για να διαλέξει ο καθείς τι θα φουμάρει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου