Κι όμως. Καταμεσίς αυτής της απέραντης, επίπεδης επιφάνειας στη Νίγδη της κεντρικής Τουρκίας, συναντάς έναν οικισμό.
Μη φανταστείς τίποτις μεγάλο κι οργανωμένο. Μερικές δεκάδες σκόρπια σπίτια. Καμωμένα με τα πιο ταπεινά υλικά. Με λάσπη και με πέτρες. Με χαμηλούς μαντρότοιχους. Με κακοπαθημένους τοίχους, με φαγωμένες πόρτες και σφραγισμένα παραθυρόφυλλα.
Ένας και μόνο κεντρικός δρόμος ασφαλτοστρωμένος. Στενός και ευθύς, που διασχίζει τον οικισμό και χάνεται μέσα στη στέπα. Σα νάρχεται και να φεύγει προς το πουθενά.
Από εκεί και πέρα, χωματόδρομοι. Σκόνη πατάς, σκόνη αναπνέεις, σκόνη σηκώνεις και σκόνη κάθεται.
Άνθρωπο δύσκολα συναντάς. Μόνο υποψιάζεσαι κουκουλωμένα βλέμματα που σε κοιτούν περίεργα μέσα από τις γρίλιες και πίσω από τους μαντρότοιχους. Ξένος εδώ; Σπάνιο πράμα.
"Μα είμαι στο σωστό μέρος;" αναρωτήθηκα. "Δεν μπορεί, λάθος θα έκαμα -κρίμα τα τόσα χιλιόμετρα. Ψύλλους στ'άχυρα ψάχνω πάλι. Ας είναι, δεν πειράζει."
Μέχρι που ξαφνικά, λίγο τυχαία, την είδα σε μιαν άκρη.
Την εκκλησία.
Η όψη μου άλλαξε. Λες και συνάντησα μετά από χρόνια, έναν φίλο καρδιακό. Λες κι ανακάλυψα μέσα στον τόπο αυτό τον άκληρο, μία περιουσία δικιά μου.
Και όσο πλησίαζα, τόσο συνειδητοποιούσα. Όσο έφθανα, τόσο περισσότερο καταλάβαινα. Πως άδικα έψαχνα το Μιστί στους ορίζοντες του βλέμματός μου. Άδικα πάσχιζα να εντοπίσω εγκαταλελειμμένα σπίτια του άλλοτε ελληνικού χωριού, εδώ καταμεσίς της στέπας.
Διότι το Μιστί δεν ήτανε ποτέ μπροστά μου, δίπλα ή τριγύρω μου. Αλλά ήτανε πάντα κάτου από τα πόδια μου.
Δυοτρεις τρύπες. Κι ύστερα κι άλλες. Κι άλλες. Κι ακόμα περισσότερες. Σαν τεράστια λαγούμια, σαν κατοικίες καλικάντζαρων, σαν είσοδοι στον κάτω κόσμο.
Άρχισα να τρέχω από τη μία στην άλλη. Και να σκύβω, προσπαθώντας να δω υπογείως. Ή να τρυπώνω, κάνοντας πεντέξι βήματα στις απότομες κατηφοριές μέσα στα ανοίγματα.
Και με έναν τρόπο, συγκινητικά αποκαλυπτικό, άνοιξε το Μιστί τις αγκαλιές του και μούδειξε τα σπλάχνα του.
Ναι, ήταν χωριό ελληνικό απ'όσο θυμάται ο χρόνος την ιστορία. Αλλά αντίς για σπίτια με πανωσηκώματα και τοίχους και κεραμοσκεπές, το Μιστί ήταν λαξευμένο ολάκερο μέσα στα μαλακά βράχια της στέπας.
Η στέγη των σπιτιών γινόταν με καμάρες που σκεπάζονταν με χώμα. Κι από κάτου, βρίσκονταν τα δωμάτια και οι αποθήκες. Αλλά και οι δρόμοι ήσαν υπόγειοι. Και οι πλατείες. Ακόμα και η παλιά τους εκκλησιά. Που λέγεται πως έπρεπε να κατέλθεις κάμποσα σκαλοπάτια, βαθιά μέσα στη γη, για να τη φθάσεις. Και για να συναντήσεις το Θεό, ουχί στα επουράνια όπως τόχεις ίσως συνηθίσει, αλλά χθόνια στα τρίσβαθα του υπεδάφους.
Δεν ήταν όμως μοναχά που ζούσαν στα κελέρια: είχαν οι Μιστιώτες κάμποσα ολοδικά τους γνωρίσματα. Και πρώτα πρώτα η γλώσσα τους: γιομάτη λέξεις αρχαιοελληνικές, μέχρις και πρόσφατα. Η απομόνωση βλέπεις, τους απέκοψε από την εξέλιξη της γλώσσας στα μικρασιατικά παράλια και την Πόλη. Κι απέμειναν -θαρρείς ξεχασμένοι στα χαρακώματά τους- να ομιλούν ωσάν τους αρχαίους τους προγόνους.
Αλλά και οι χοροί τους έμοιαζαν λένε, με χορούς πανάρχαιους και παρέπεμπαν σε τελετουργίες πούχαν για θέμα τους την κάθοδο της Δήμητρας στον Άδη.
Ποιοι ήρθαν και κατοίκησαν πρώτοι αυτό το μέρος, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα. Λένε πως ήσαν μισθοφόροι του Μεγαλέξανδρου. Που δεν άντεξαν τις αντιξοότητες κατά την εκστρατεία κατά των Περσών κι απεφάσισαν να εγκατασταθούν εδώ για ν'ασχοληθούνε με τη γη. Ίσως και να πήρε απ'αυτούς το όνομά του, το Μιστί. Άλλοι πάλι λένε πως το έσιαξαν μισθωτοί ακρίτες, κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Κι ήταν καθόπως φαίνεται οικισμός τόσο μεγάλος και σημαντικός που απετέλεσε αρχιεπισκοπική έδρα.
Τώρα βέβαια, εσύ εύλογα θα ρωτήξεις: και χάθηκε να σιάξουν οι Μιστιώτες τα κονάκια τους πάνω από το έδαφος, όπως οι υπόλοιποι κανονικοί άνθρωποι απανταχού της γης; Η ανάγκη για ασφάλεια, βλέπεις. Και η πρόνοια. Διότι σ'ετούτα δω τα μέρη, σπάνια σε βρίσκει φίλος. Μόνο οχτρός.
Κι έτσι γίνηκε το Μιστί υπόγειο. Ισορροπώντας μεταξύ ύπαρξης κι ανυπαρξίας. Μεταξύ του πάνω και του κάτω.
Έμειναν για αιώνες οι Μιστιώτες στα κελέρια τους. Μέχρις που στα τέλη του 19ου αιώνα, οι κατοικοί του απεφάσισαν επιτέλους να εγκαταλείψουν τις κατακόμβες τους και να σιάξουν για πρώτη φορά σπίτια άνωθεν.
Αλλά μη θαρρείς πως επειδής μετακόμισαν στο "πάνω χωριό" όπως το λέγανε, εγκατέλειψαν τις παλιές τους υπόγειες κατοικίες. Τουναντίον, τις κάμανε αποθήκες για να διατηρούνε εκεί σε συνθήκες χαμηλής θερμοκρασίας τα τρόφιμά τους. Είπαμε, χρειάζεται νάσαι οικονόμος αν θες να επιζήσεις στη στέπα.
Ρημαγμένα είναι σήμερα τα ελληνικά σπίτια. Αφημένα στις δυνάμεις της φύσης και της λησμονιάς. Τόσο τα πάνω, όσο και τα κάτω.
Κάποια από τα υπόγεια -λίγα, φοβούμαι- συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να λειτουργούν ως αποθήκες. Των ανθρώπων που κατοικούνε πλέον σε ετούτον εδώ τον τόπο.
Αφού έκαμα γύρους αρκετούς κι αναμετρήθηκα με τις τρύπες, εξερευνώντας όσες περισσότερες μπορούσα, απεφάσισα να πλησιάσω περισσότερο την εκκλησία.
Κι ήταν τα βήματά μου, συναισθηματικά. Καθώς αντάμωναν δύο κομμάτια μίας κοινής πατρίδας -η Μεγάλη Εκκλησιά κι εγώ- σε ένα σκηνικό αδόκιμο και ξένο.
Δεν σου κρύβω πως είχα και κάποιον φόβο. Πως βαδίζω απάνου σε καμουφλαρισμένες οροφές υπόγειων σπιτιών. Και πως αν δεν σιγουρέψω τα βήματά μου, μπορεί και να υποχωρήσει κάπου το έδαφος και να βρεθώ στο κενό.
Ακολούθησα περιμετρικά τον προαύλιο τοίχο της. Αφιερωμένη ήταν η εκκλησία στον Άγιο Βλάσιο και τον Άγιο Βασίλειο. Που συνεορτάζονταν κατά τη διάρκεια διήμερης γιορτής, στην αρχή του χρόνου.
Και πλημμύριζε ο τόπος χριστιανούς απ΄όλη την Καππαδοκία. Πούρχονταν εδώ για εγκοίμιση στο ναό. Κι αναλάμβανε το Μιστί τη φιλοξενία και το τάισμα, τους εκκλησιασμούς και τα εορτάσματα.
Και με αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον τεράστιο, καθώς ο ρυθμός της είναι μικτός και ίσως αυτοσχέδιος. Τρίκλιτος ναός με πρόναο, κεραμοσκεπή και δέκα μικρούς τρούλους εκατέρωθεν του αψιδωτού θόλου.
Δεν έχει άλλωστε και νόημα μεγάλο. Αποθήκη σιτηρών είναι σήμερα ο ναός. Όχι, δεν έχει νόημα.
Με το υστέρημά τους έχτισαν την Μεγάλη Εκκλησία οι Μιστιώτες. Μαζεύοντας χρήματα με κόπο, δουλεύοντας κάποιοι επί τούτου στην Πόλη για χρόνια καμπόσα. Πουλώντας παπλώματα και κετσέδες. Που μαζί με τη γεωργία αποτελούσαν τις λίγες πλουτοπαραγωγικές δραστηριότητες των 800 περίπου οικογενειών Ελλήνων που έμεναν εδώ.
Μέχρι το χίλια εννιακόσια εικοσιδυό. Όταν κατέρρευσε το μέτωπο, διαλύθηκε τ'όνειρο της μικρασίας κι έφθασε μέχρις εδώ η έντολη. Γι'ανταλλαγή.
Και παρότι το Μιστί ήταν μακριά από πολέμους και εχθροπραξίες, παρότι φαινόταν πως για αιώνες πολλούς αψηφούσε τους κανόνες της φύσης και της ιστορίας, παρότι κύριος, διαχρονικός οχτρός που γνώριζε ήταν αυτή η στέπα, ήρθε το μήνυμα βαρύ της προσφυγιάς.
Μα είναι άγρια η στέπα. Οχτρική. Εκτεθειμένος είσαι, ένα κάτι στη μέση του τίποτα και στο έλεος των πάντων.
Και είναι η σκόνη, λησμονιά. Που σε κυκλώνει, σε καλύπτει, τρυπώνει μέσα σου και τρώγει τα σωθικά σου. Αν αφεθείς, σε ξέκανε. Όσο θυμάσαι, ζεις.
Υστερόγραφο: Μόνο οι πνοές τ'ανέμου ενοχλούσαν την ησυχία καθώς περπατούσα το Μιστί. Και μία παρέα παιδιών που τριγυρνούσε ανάμεσα στις πέτρες και τα λαγούμια.
Καθώς επήρα το δρόμο της αναχώρησης, άρχισε το βλέμμα μου να συναντά ολοένα περισσότερες εισόδους υπόγειων κατοικιών. Μα πώς δεν τις είχα δει πριν;
Φαίνεται πως τις κοίταζα μα δεν τις έβλεπα. Αλλά τις έμαθα πλέον. Πάντα εκεί ήτανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου