Τυχαία σταμάτησα. Αλήθεια. Δεν το ήξευρα το μέρος, ούτε καν πρόσεξα την πινακίδα με τ'όνομά του. Ένα κάποιο μέρος. Καμπίσιο, κάπως βαρετό -όπως τα περσσότερα καμπίσια μέρη.
Ένας κεντρικός δρόμος με μαγαζιά και μερικοί παράλληλοι εκατέρωθεν.
Σπίτια παλιά -διώροφα ως επί το πλείστον- και μερικές πολυκατοικίες.
Κάτι να πάρω ήθελα από ένα φαρμακείο. Είδα το σταυρό ν'αναβοσβήνει και πάρκαρα απέξω. Είχε κόσμο, δυοτρεις πελάτες. Αποφάσισα να κόψω έναν περίπατο στο τετράγωνο και να επανέλθω. Για να μην περιμένω. Βαριόμουν να περιμένω.
Έστριψα τη γωνία και άρχισα να περπατάω ένα στενό.
Προσπέρασα έναν μελαμψό άντρα. Ινδός ή Πακιστανός, δεν πολυπρόσεξα. Κι ύστερα, δεύτερος. Και τρίτος. Μπα, είπα από μέσα μου, μάλλον έτυχε.
Άρχισα όμως να παρατηρώ πιο προσεκτικά τριγύρω. Τα απλωμένα ρούχα στις αυλές και στα μπαλκόνια.
Τα μαγαζιά που πουλούσαν ρύζι μπασμάτι και ινδικές πίτες. Που'χαν ονόματα κάπως δυσανάγνωστα. Και διαφημίσεις κολλημένες στα τζάμια τους, για τρόπους αποστολής χρημάτων στην αλλοδαπή.
Κι άρχισα να μυρίζω. Κάρι. Από παντού μύριζε κάρι. Μ'αρέσει πολύ το κάρι.
Πήγα και παρακάτω, είδα με την άκρη του ματιού μου μέσα από μισάνοιχτες πόρτες. Στρωσίδια πολλά, το ένα δίπλα στ'άλλο κατάχαμα. Κι άκουσα. Ερωτιάρικα ινδικά τραγούδια να κλαίνε σε στερεοφωνικά παλιάς τεχνολογίας. Για ανεκπλήρωτους πόθους και για καημούς.
Και βίντεο-κλάμπ συνάντησα. Με αφίσες ταινιών από το Μπόλιγουντ.
Και προχώρησα κι άλλο, φθάνοντας στα όρια του οικισμού -που'ναι μακρόστενος και δεν τελειώνει εύκολα. Κι είδα ανθρώπους πολλούς, μελαμψούς να βγαίνουν μέσα από τις καλαμιές. Να περπατανε στην άκρη των αγροτικών δρόμων, να μιλούν στο κινητό, να τριγυρνούν με το ποδήλατο.
Για ένα τετράγωνο κίνησα, καμιά ώρα περπατούσα. Έναν μεγάλο κύκλο έκαμα και επέστρεψα εντέλει στο σημείο από όπου είχα ξεκινήσει. Στο φαρμακείο. Και ρώτησα. Αλήθεια, ποιο μέρος ήταν αυτό που βρίσκομαι; Η φαρμακοποιός με κοίταξε με μια κάποια απορία.
Στη Σκάλα Ευρώτα είστε, μου απάντησε πολύ ευγενικά.
Μπήκα στο αυτοκίνητο κάπως προβληματισμένος.
Υπάρχουν τόποι που δεν αρκεί το τζι πι ες ή οι εφαρμογές στο κινητό για να τους εντοπίσεις. Τόποι που αν προσπαθήσεις να τους προσεγγίσεις με πυξίδα τα στερεότυπά σου ή τα μεγάλα αφηγήματα, δεν θα καταφέρεις ποτέ να τους βρεις. Γιατί είναι τόποι δύσκολοι, αχαρτογράφητοι.
Καμιά φορά κρύβονται σε κεντρικές γειτονιές της Αθήνας, άλλοτε στις όχθες ενός ποταμού στη Λακωνία. Για τους περισσότερους, άγνωστοι θα παραμείνουν. Ανεξερεύνητοι, ασήμαντοι, αδιόρατοι. Θαρρώ πως και για κάποιους από όσους καμώνονται πως τους γνωρίζουν ή τους συμπάσχουν, πάλι άγνωστοι παραμένουν. Γιατί δεν τους βλέπουν στ'αλήθεια, μήτε τους ζουν. Τα στερεότυπα και τα μεγάλα αφηγήματά τους ζουν. Τον εαυτό τους πάλι κοιτάνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου