Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

Οι Πατατοφάγοι

Το Νούενεν είναι από κείνα τα χωριά της Ολλανδίας που θαρρείς πως ξεπήδησαν από πίνακα ζωγραφικής. Στα οποία δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις τα καλαίσθητα σπίτια, τους φροντισμένους κήπους, τις καλοσυντηρημένες εκκλησιές, τα λουλουδιασμένα παρτέρια, τα πεντακάθαρα πεζοδρόμια.

Κι αυτή την αίσθηση ευταξίας που στερούμαστε εμείς τόσο πολύ στις δικές μας τις ζωές -τη σημασία της οποίας, νομίζω πως ουδέποτε καταλάβαμε και εκτιμήσαμε ειλικρινώς. 

Είναι μία απόλαυση πολύτιμη, ο περίπατος εδώ. Εξού και κάθε μερικά βήματα, σταματώ και αφήνομαι. Για να επιτρέπω στον εαυτό μου να εισπνέει όσες περισσότερες εικόνες γίνεται. Να τις απομνημονεύει και να τις αποθησαυρίζει. 

Το δυνατό δροσερό αεράκι του φθινοπώρου αλλάζει γοργά τους ουρανούς και τα χρώματα. Σήμερις δεν έβρεξε ούτε σταγόνα, πράγμα σπάνιο για τους άστατους καιρούς που ροβολάνε στις επίπεδες υπαίθρους της χώρας. Ούτε σταγόνα! 

Κάθε φορά μάλιστα που ξεμένει χώρος ανάμεσα στα σύννεφα, ο ήλιος χύνεται γενναιόδωρα και αστράφτει μεγαλοπρεπώς τις επιφάνειες.

Γυαλίζει το φως του στα μεγάλα παράθυρα των σπιτιών, απλώνονται οι φυλλωσιές για να τον εμαζέψουν. Λες κι όλα έχουν βαλθεί να σε σαγηνεύσουν.

Ανασκουμπώνομαι και προχωρώ. Βρίσκομαι εδώ για συγκεκριμένο λόγο και δεν πρέπει να λοξοδρομήσω. Έχω έρθει για να περπατήσω στα βήματα του πιο διάσημου κατοίκου του Νουένεν. Να ιδώ με τα μάτια μου τα ίδια τοπία, τα ίδια σπίτια και τους ίδιους δρόμους. Παράτολμο ως προσπάθεια, αλλά ήρθα αν γίνεται να αντικρίσω ακόμα και τα ίδια εκείνα χρώματα.

Βλέπεις, πριν εκατόν σαράντα χρόνια, το 1882, κατέφθασε στο μέρος αυτό ο Θεόδωρος Βαν Γκογκ ως διορισμένος πάστορας και εγκαταστάθηκε με τη γυναίκα του, Άννα Κορνέλια και τα νεαρότερα παιδιά τους στην ενοριακή κατοικία. Ένα χρόνο αργότερα, ο τριαντάχρονος γιος του, Βίνσεντ ήρθε κι αυτός στο Νούενεν για να μείνει μαζί τους, χολοσκασμένος από την αφόρητη μοναξιά της περιόδου που πέρασε στο Ντρέντε.

Ήδη από τους πρώτους μήνες εγκατάστασής του στο Νούενεν, το μέρος αποτέλεσε την έμπνευση για πολλά σκίτσα και πίνακες του Βίνσεντ. Τα ήσυχα τοπία, τα φτωχικά αγροτόσπιτα, οι φράκτες, οι στάβλοι, οι ανεμόμυλοι και τα εξοχικά καλντερίμια. Αλλά και οι υφαντές, οι γεωργοί, οι χειρώνακτες, οι νεκρές φύσεις -τούτο το χωριό παρά το μικρό του μέγεθος, αποδείχθηκε πως χωρούσε αμέτρητα ζωγραφικά θέματα.

Ναι, μπορώ να το καταλάβω και σήμερα: αμέτρητα! 

Ανάμεσά τους και η ίδια η ενοριακή κατοικία στην οποία διέμεναν οι Βαν Γκογκ. Νάτη μπροστά μου! Πέντε παράθυρα απάνου, τέσσερα κάτω εκατέρωθεν της πόρτας.

Ορίστε και ο πίνακας.

Όχι πολύ μακριά, βρίσκεται μια μικρή, πολυγωνική εκκλησία με κωνική στέγη ανάμεσα σε δέντρα.

Νάτη κι αυτή στον πίνακα. 

Ο Βίνσεντ έπαιρνε τα σύνεργά του, στηνόταν μπροστά στο εκάστοτε θέμα και εν συνεχεία κυμάτιζαν από τα πινέλα του τα χρώματα απάνου στον καμβά -σκούρα τα περσσότερα, σκιερά γκριζοπράσινα και βαθιά καφετιά. Αργούσαν ακόμα κείνες οι μέρες που έβαλε στην παλέτα του τα έντονα κόκκινα, τα ανοιχτά γαλάζια και τα νευρώδη πορτοκαλιά.

Κι έτσι περνούσαν οι μέρες, με τον Βίνσεντ να αποτυπώνει με μεθοδικότητα, τις στιγμές του Νούενεν και των κατοίκων του. Τις στιγμές που συλλέγω κι εγώ, ακολουθώντας τα βήματά του.

Από τον Αύγουστο του 1884, απέκτησε και παρέα: τη Μάργκοτ Μπέγκεμαν, κόρη ενός γείτονα, που άρχισε να τον ακολουθεί στις εξορμήσεις του. Σύντομα εκείνη τον ηγάπησε, παρότι δέκα χρόνια μεγαλύτερή του. Λιγότερο ενθουσιώδης εκείνος, εντέλει ανταποκρίθηκε και αποφάσισαν να παντρευτούνε. 

Μα εμπόδιο στάθηκαν οι γονείς τους που -σχώρνα τους, μα είχαν κάποια δίκια- μπήκαν στη μέση και τους χώρισαν. Θες η διαφορά ηλικίας, θες η έλλειψη βιοποριστικών μέσων, θες οι κακές οι γλώσσες του χωριού, δύσκολο ήταν πολύ ν'ανοίξουν οι δυο τους σπιτικό.

Η Μάργκοτ την επήρε βαριά, τούτη την καταδίκη και θέλησε ν'αυτοκτονήσει. Κατάπιε μεγάλη δόση στρυχνίνης και ευτυχώς να λες που τη μετέφερε εγκαίρως ο Βίνσεντ σε κοντινό νοσοκομείο, διότι θα την εχάναμε. Γλίτωσε μεν, αλλά τον αγαπητικό της δεν τον ενυμφεύθη.

Την άνοιξη του 1885, ο Βίνσεντ εργάστηκε πάνω σε μία πολυπρόσωπη σύνθεση με αγρότες που κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και τρώγουν πατάτες. Σε ένα γράμμα προς τον αδελφό του, Τεό, ανέφερε πως σκόπιμα οι φυσιογνωμίες των αγροτών που εικονίζονται είναι χοντροκομμένες και κάπως δύσμορφες για να φανεί πως "αυτοί οι άνθρωποι, που τρώνε τις πατάτες τους υπό το φως της μικρής λάμπας τους, έχουν καλλιεργήσει μόνοι τους τη γη τους, με αυτά τα χέρια που βάζουν μες το πιάτο και μαρτυρούν την χειρωνακτική εργασία τους". 

Φαίνεται πως έβρισκε συναρπαστικές αυτές τις φυσιογνωμίες των απλών ανθρώπων της υπαίθρου. Τις χωριατοπούλες που σκάλιζαν τα χωράφια, τις νοικοκυράδες που κεντούσανε καθήμενες δίπλα στο παραθύρι. 

Για κακή του τύχη, μια νεαρά εξ αυτών που του πόζαραν, έμεινε έγκυος το Σεπτέμβρη του 1885 και διαδόθηκε στο χωριό πως την είχε βατέψει ο Βίνσεντ. Ο νέος πάστορας που είχε προσφάτως αναλάβει, απαγόρεψε στους ενορίτες να ποζάρουν πλέον για τον αλαφροΐσκιωτο νεαρό με τα κόκκινα μαλλιά, κλείνοντας τούτο το κεφάλαιο της ζωής του. 

Δύο μήνες αργότερα, ο Βίνσεντ εγκατέλειψε το Νούενεν για να εγκατασταθεί στην Αμβέρσα.


Μπορεί ποτέ να μην ξαναγύρισε, μα είναι εδώ. Με έναν τρόπο εντελώς συναισθηματικό. 


Έχω δει έργα του σε πολλά μουσεία του κόσμου, έχω επισκεφθεί εκθέσεις για τη ζωή και το έργο του, έχω μελετήσει -όσο μπορώ- τις πινελιές του. Μα τούτη τη φορά, νομίζω πως τον εκατάλαβα λίγο παραπάνω. Μπαινοβγαίνοντας στους πίνακες και στην καθημερινότητά του. Κάμοντας τις ίδιες διαδρομές, θωρώντας από τις ίδιες οπτικές γωνίες. Ναι, τον εκατάλαβα καλύτερα.  

Υπάρχει όμως κάτι τελευταίο που θέλω να σου δείξω, λίγο πιο έξω από το κέντρο του χωριού.


Τούτον τον ανεμόμυλο. Στο σπιτάκι που βρίσκεται δίπλα του, είναι που ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ ζωγράφισε τους Πατατοφάγους του. Στέκομαι μερικά βήματα μακριά, χαμογελώντας. Μπορεί να πέρασαν τόσα και τόσα χρόνια από τότες, μα στη δική μου τη φαντασία είναι ακόμα εκεί. Τη νιώθω την παρουσία του. Με τα πινέλα του, τις μπογιές του, τις εμπνεύσεις του. Κι εκείνες τις πέντε φιγούρες που τρώγουν τις αχνιστές πατάτες κάτω από τη λάμπα, νομίζω πως τις ακούω να μετακινούν τα πιάτα και να κουβεντιάζουν.

Υπάρχει ακόμα ένας λόγος που χαμογελώ.


Ο "υφαντής" είναι ένα έργο που ζωγράφισε ο Βαν Γκογκ το 1884. Η φιγούρα είναι σοβαρή, το βλέμμα σκοτεινό, τα χέρια σκαμμένα. Μα από το φωτεινό παράθυρο, φαίνεται ένας ανεμόμυλος. Που γυρνάει τους ανέμους και αλλάζει τους καιρούς. Ναι, καλά τα συνδύασες: είναι ο ίδιος ανεμόμυλος που στέκω κι εγώ μπροστά του. Αν παρατηρήσεις πολύ προσεκτικά, ίσως και να με δεις παραδίπλα του. Εγώ πάντως νομίζω πως με βλέπω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου