Πλανάσαι αν το θαρρείς πως είναι τάχα εύκολη υπόθεση. Και πως είναι όλοι ικανοί και άξιοι. Δεν αρκεί, καημένε, ένα σπαθί κι ένα άτι. Δεν φτάνουν οι αγαθές σου οι προθέσεις και οι βαρύγδουπες δηλώσεις. Θέλει κότσια πολλά, η ιπποσύνη.
Θέλει βλέμμα καθαρό, κοψιά ανδρειωμένη. Θέλει μπράτσα ζυμωμένα μ'ανδραγαθήματα, πλάτες βασταζερές που να σηκώνουν βράχια, στήθος πετρόχτιστο που ν'αποκρούει σπάθες. Μα πάνω απ'όλα, θέλει ήθος και ευγένεια γνήσιου ευπατρίδη.
Θέλει και θάρρος αδάμαστο. Γιατί καραδοκούν παντού στο διάβα σου, διαβόλοι και τριβόλοι. Δράκοι, κλέφτες, πειρατές, κουμάσια κάθε είδους και τέρατα. Ακόμα και σ'αυτές τις απέραντες και φαινομενικά άδειες πεδιάδες της Μάντσα που πυρακτώνουν κάτω από τον σγουρό ήλιο τ' αποκαλόκαιρου. Νάχεις πάντα το νου σου, πρέπει στο διάβα σου. Στο είπα εξ αρχής πως δεν πρέπει να τα παίρνεις αψήφιστα τέτοια ζητήματα.
Αλλά αν καημένε, φανείς άξιος, αν αποδείξεις πως τον δικαιούσαι στ'αλήθεια τον τίτλο του ιππότη, αν βγεις θριαμβευτής από τις λυσσαλέες μάχες έχοντας καθυποτάξει τους οχτρούς σου, τότες ανταμοιβές σε περιμένουνε σπουδαίες.
Όλοι οι κάτοικοι της Κονσουέγκρα θε να βγουν από τα φτωχόσπιτά τους και να φωνάζουνε τ'όνομά σου.
Στους δρόμους, στα στενά και στις πλατείες, μονάχα εσέ θα συζητούν και θα ζητωκραυγάζουν. Και στην υγειά σου θα τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους με το πιο εκλεκτό κρασί από τα γλυκάμπελα της Καστίλης.
Ύμνους για σένανε θα ψέλνουν στις εκκλησιές. Και κωδωνοκρουσίες θα αντηχούν από την Ερμίτα Σαντίσιμο Κρίστο μέχρι τη Σάντα Μαρία λα Μαγιόρ.
Με λίρες χρυσές θα σε ραίνουν και με δώρα εκλεκτά. Τα πιο τρυφερά σφαχτάρια θα θυσιαστούνε για του λόγου σου, τυριά και λάδια θα σου χαρίσουνε, παπλώματα και δαντέλες θα αποκτήσεις νάχεις να καλοκοιμάσαι. Κι ό,τι άλλο αστράφτει στα έναστρα όνειρά σου -εκείνα που σ'αγκαλιάζουν σαν αποκοιμιέσαι με τις ευτυχισμένες σκέψεις της δικαίωσης και της αφθονίας.
Μα το μεγαλύτερο έπαθλο, η κορυφαία ανταμοιβή σου, δεν είναι παρά εκείνο που πιότερο λαχταρά η ψυχούλα σου. Εκείνο που σκώνει τον ήλιο κάθε πρωί στην πλάση σου. Που όπλο σου είναι πιο ισχυρό από τη λόγχη σου. Που προστασία σου είναι πιο αδιαπέραστη από την ασπίδα σου.
Γιατί υπάρχει άραγε τρόπαιο σπουδαιότερο για έναν ιππότη από την αγάπη της ακριβής του δεσποσύνης; Υπάρχει νίκη πιο σημαντική από την αγκαλιά της; Αξία μεγαλύτερη από την αφοσίωσή της; Αχ, τρισεύγενή μου Δουλτσινέα! Ανάθεμα στα μαγικά που σ'έχουν φυλακίσει!
Όμως θαρρώ στερέψανε τα λόγια, ώρα για δράση. Νάτος μπροστά ο προορισμός μας! Εφθάσαμε, καημένε μου, μπροστά στον θρίαμβό μας. Μην εφοβού στα κρίσιμα και μην λιγοψυχάς.
Κι ας φαίνονται τρομαχτικοί κι ανίκητοι τούτοι οι γίγαντες! Κι ας είναι τα χέρια τους μακριά ίσαμε δύο λεύγες! Άνανδροι είναι και δειλοί, καθόλου δεν με σκιάζουν!
Τύχη είναι που τους εσυναντήσαμε και όχι ατυχία. Σε τέτοιες μάχες κρίνεται ο γνήσιος ιππότης! Ορμώ και δεν εσκιάζομαι, καλπάζω, δεν κρατιέμαι!
Μέρος Δεύτερο: Μπορεί και νάταν γίγαντες!
Πρέπει στ'αλήθεια να πασχίσεις για να εντοπίσεις ύψωμα σε ετούτες τις απλωσιές της κεντρικής Ισπανίας. Που το μεσημέρι πυρακτώνονται κι έχεις την αίσθηση πως σε κατατρώγει η ζέστη από παντού και πως πουθενά, δεν της γλιτώνεις.
Να που εγώ όμως ουχί μόνο εντόπισα ύψωμα, αλλά βάλθηκα και να τ'ανέβω -για ζουρλό θα με νομίσαν δυο κυράδες που με κρυφοκοιτάζαν μ'απορία μέσα από τα μισόκλειστα παραθύρια τους, καθώς σκαρφάλωνα τα σκαλοπάτια.
Στα τελευταία σπίτια, αποπειράθηκε να με φοβερίσει με το βραχνό του γάβγισμα ένας σκύλος που πετάχθηκε μέσα από μιαν αυλή -ίσως να διέκοψα άθελά μου τη σιέστα του. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, του έγνεψα φιλικά να με συγχωρέσει και συνέχισα απτόητος την πορεία μου.
Εκεί που τελείωναν τα σκαλοπάτια, αρχινούσε ένα μονοπάτι. Ανηφορικό κι αυτό. Ανάμεσα σε ξερά χορτάρια, πέτρες και άγρια χώματα. Με σκέφτηκα να σωριάζομαι ξερός από καμιά θερμοπληξία μη-χειρότερα! Αλλά όχι, δεν θα δώκω στους γίγαντες την ευχαρίστηση να με ιδούν σακατεμένο! Πείσμωσα και πήρα ακόμα περσσότερη φόρα.
Παρά τον ιδρώτα που δάκρυζε στα μάτια μου και το βάρος της ανηφοριάς, σαν έφθασα στον πρώτο ανεμόμυλο, ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση. Σα να πραγματοποίησα κάποιο τάμα, σα να κατέκτησα μια ζηλευτή κορφή, σα να συνάντησα ένα μέρος δικό μου.
Δεν ξεύρω αν μπορεί -κι αν δικαιούται- κανείς να τρυπώσει στις σελίδες ενός βιβλίου. Και δη ενός βιβλίου τόσο σπουδαίου όσο είναι ετούτο. Δεν ξεύρω αν μπορεί -κι αν δικαιούται- κανείς να διεκδικήσει μία συνάντηση με μυθιστορηματικές εξοχότητες, όπως ο Δον Κιχώτης. Σε ένα μέρος τόσο αρχετυπικά σημαντικό, όσο ο λόφος αυτός με τους ανεμόμυλους, εδώ στην Κονσουέγκρα.
Αλλά να που εγώ βρέθηκα κάτω από τη σκιά τούτων των φαντασιακών γιγάντων. Των οχτρών που έπλασε ο Δον Κιχώτης στο ταραγμένο του μυαλό και εναντίον των οποίων εφόρμησε. Παρά τις αντιρρήσεις του καημένου του Σάντσο που αδίκως επέμενε πως γίγαντες, δεν ήσαν.
Άπλωσα το χέρι μου να νιώσω την υφή των καμπυλωτών τους τοίχων. Να βεβαιωθώ πως δεν ήσαν χάρτινοι, πως δεν καμώθηκαν από την πένα του Θερβάντες. Πως είχαν όγκο και υπόσταση.
Κοίταξα ψηλά, τα πτερύγιά τους. Περπάτησα τριγύρω τους. Προσπάθησα ν'αναμετρηθώ με το άνοιγμά τους. Είναι αληθινοί -πέρα για πέρα, αληθινοί. Μία ανεξήγητη χαρά με κέρδισε. Λες και κρινόταν κάτι προσωπικά δικό μου από αυτήν την επιβεβαίωση.
Αφού γνωρίστηκα με τον πρώτο, σκαρφάλωσα μερικά μέτρα παραπάνω για να φθάσω στον επόμενο.
Κι ύστερα σε εκείνους που βρισκόντουσαν ακόμα παραπέρα -δώδεκα στο σύνολο.
Λίγο πριν πάρω την κατηφοριά για να βρεθώ πίσω στο χωριό, στάθηκα για λίγο ν'αναπνεύσω αυτή την αίσθηση. Κίτρινη σκόνη και πηχτή ζέστη γέμισαν τις σελίδες του βιβλίου μου. Στ'αυτιά μου ήχησε ο καλπασμός του Ροσινάντη. Το κροτάλισμα των οπλών του καθώς τακτάριζε τις πέτρες.
Κι ύστερα ο γδούπος από την πτώση του Δον Κιχώτη που προσέκρουσε με φόρα πάνω στον ανεμόμυλο. Ένας γδούπος ανελέητος, στενάχωρος. Ένας γδούπος που ήταν εντέλει αναπόφευκτος.
Μέρος Τρίτο: Επικίνδυνοι είναι οι ανεμόμυλοι
Δεν έχει πολλά να ιδείς στην Κονσουέγκρα. Μία πλατεία με το δημαρχείο, δυοτρεις εκκλησίες, αδιάφορα στενά.
Μία σκαμμένη κοίτη που διασχίζει τον οικισμό, αλλά σπανίως ευτυχεί να ιδεί νερό.Σπίτια μάλλον άσχημα με μανταλωμένα παράθυρα και κουρτίνες έξω από τις πόρτες.
Δεν ξεύρω αν μπορεί -κι αν δικαιούται- κανείς να τρυπώσει στις σελίδες ενός βιβλίου. Και δη ενός βιβλίου τόσο σπουδαίου όσο είναι ετούτο. Δεν ξεύρω αν μπορεί -κι αν δικαιούται- κανείς να διεκδικήσει μία συνάντηση με μυθιστορηματικές εξοχότητες, όπως ο Δον Κιχώτης. Σε ένα μέρος τόσο αρχετυπικά σημαντικό, όσο ο λόφος αυτός με τους ανεμόμυλους, εδώ στην Κονσουέγκρα.
Αλλά να που εγώ βρέθηκα κάτω από τη σκιά τούτων των φαντασιακών γιγάντων. Των οχτρών που έπλασε ο Δον Κιχώτης στο ταραγμένο του μυαλό και εναντίον των οποίων εφόρμησε. Παρά τις αντιρρήσεις του καημένου του Σάντσο που αδίκως επέμενε πως γίγαντες, δεν ήσαν.
Άπλωσα το χέρι μου να νιώσω την υφή των καμπυλωτών τους τοίχων. Να βεβαιωθώ πως δεν ήσαν χάρτινοι, πως δεν καμώθηκαν από την πένα του Θερβάντες. Πως είχαν όγκο και υπόσταση.
Κοίταξα ψηλά, τα πτερύγιά τους. Περπάτησα τριγύρω τους. Προσπάθησα ν'αναμετρηθώ με το άνοιγμά τους. Είναι αληθινοί -πέρα για πέρα, αληθινοί. Μία ανεξήγητη χαρά με κέρδισε. Λες και κρινόταν κάτι προσωπικά δικό μου από αυτήν την επιβεβαίωση.
Αφού γνωρίστηκα με τον πρώτο, σκαρφάλωσα μερικά μέτρα παραπάνω για να φθάσω στον επόμενο.
Κι ύστερα σε εκείνους που βρισκόντουσαν ακόμα παραπέρα -δώδεκα στο σύνολο.
Λίγο πριν πάρω την κατηφοριά για να βρεθώ πίσω στο χωριό, στάθηκα για λίγο ν'αναπνεύσω αυτή την αίσθηση. Κίτρινη σκόνη και πηχτή ζέστη γέμισαν τις σελίδες του βιβλίου μου. Στ'αυτιά μου ήχησε ο καλπασμός του Ροσινάντη. Το κροτάλισμα των οπλών του καθώς τακτάριζε τις πέτρες.
Κι ύστερα ο γδούπος από την πτώση του Δον Κιχώτη που προσέκρουσε με φόρα πάνω στον ανεμόμυλο. Ένας γδούπος ανελέητος, στενάχωρος. Ένας γδούπος που ήταν εντέλει αναπόφευκτος.
Μέρος Τρίτο: Επικίνδυνοι είναι οι ανεμόμυλοι
Δεν έχει πολλά να ιδείς στην Κονσουέγκρα. Μία πλατεία με το δημαρχείο, δυοτρεις εκκλησίες, αδιάφορα στενά.
Μία σκαμμένη κοίτη που διασχίζει τον οικισμό, αλλά σπανίως ευτυχεί να ιδεί νερό.Σπίτια μάλλον άσχημα με μανταλωμένα παράθυρα και κουρτίνες έξω από τις πόρτες.
Εδώ ο μεγάλος μας τρόμος δεν είναι ο κλέφτης, μα ο ήλιος. Τη δική του λεηλασία, προσπαθούμε να εμποδίσουμε. Όπως και όσο μπορούμε.
Ψυχή δεν κυκλοφορεί τέτοιες ώρες στην Κονσουέγκρα. Κι είναι αυτή η ησυχία που σου δίνει την εντύπωση μίας αφόρητης μοναξιάς.
Μα μην γελιέσαι από τα καλώδια και τα τσιμέντα -είναι ετούτος ο οικισμός θεόπαλιος. Ξακουστός ήδη από τα χρόνια τα μεσαιωνικά για τους ανεμόμυλούς του. Που με τη δύναμη τ'ανέμου αλέθανε για αιώνες το στάρι που γεννούσε η χρυσή γη της Καστίλης.
Στον τόπο ετούτο ήρθε και τοποθέτησε ο Θερβάντες, τον κατά φαντασία ιππότη του. Στον τόπο ετούτο, τον έβαλε να δώκει την επική του μάχη εναντίον των γιγάντων.
Θα πεις τώρα εσύ πως είναι αυτά πασίγνωστα κι ίσως ξεπερασμένα: ποιον ενδιαφέρει ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα και κείνες οι ιστορίες που διαβάζαμε σαν ήμασταν παιδιά;
Ξεύρεις, καμιά φορά αναρωτιέμαι. Βλέπω ανθρώπους τριγύρω μου αρκετούς να ενδύονται πανοπλίες. Στο χρώμα που θαρρούν ότι τους ταιριάζει καλύτερα και τους κάμει να φαίνονται πιο σπουδαίοι στα μάτια των άλλων. Τους βλέπω -συνήθως σιωπηλός- να καβαλούν τα δύστυχα τα άλογά τους και να ξιφουλκούν κατά γιγάντων. Με πείσμα και μίσος. Κι αυτή την αίσθηση της άπληστης βεβαιότητας -πως τα πελώρια χέρια των αδίστακτων οχτρών, τους απειλούν να τους αρπάξουν. Κι αν τρώγουν τα μούτρα τους, καθόλου δεν πτοούνται. Σκαρφαλώνουν με πείσμα στ'άλογα και δώστου ξεχύνονται με μίσος προς τον επόμενο οχτρό. Ιλαροτραγικό το θέαμά τους.
Ψυχή δεν κυκλοφορεί τέτοιες ώρες στην Κονσουέγκρα. Κι είναι αυτή η ησυχία που σου δίνει την εντύπωση μίας αφόρητης μοναξιάς.
Μα μην γελιέσαι από τα καλώδια και τα τσιμέντα -είναι ετούτος ο οικισμός θεόπαλιος. Ξακουστός ήδη από τα χρόνια τα μεσαιωνικά για τους ανεμόμυλούς του. Που με τη δύναμη τ'ανέμου αλέθανε για αιώνες το στάρι που γεννούσε η χρυσή γη της Καστίλης.
Στον τόπο ετούτο ήρθε και τοποθέτησε ο Θερβάντες, τον κατά φαντασία ιππότη του. Στον τόπο ετούτο, τον έβαλε να δώκει την επική του μάχη εναντίον των γιγάντων.
Θα πεις τώρα εσύ πως είναι αυτά πασίγνωστα κι ίσως ξεπερασμένα: ποιον ενδιαφέρει ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα και κείνες οι ιστορίες που διαβάζαμε σαν ήμασταν παιδιά;
Ξεύρεις, καμιά φορά αναρωτιέμαι. Βλέπω ανθρώπους τριγύρω μου αρκετούς να ενδύονται πανοπλίες. Στο χρώμα που θαρρούν ότι τους ταιριάζει καλύτερα και τους κάμει να φαίνονται πιο σπουδαίοι στα μάτια των άλλων. Τους βλέπω -συνήθως σιωπηλός- να καβαλούν τα δύστυχα τα άλογά τους και να ξιφουλκούν κατά γιγάντων. Με πείσμα και μίσος. Κι αυτή την αίσθηση της άπληστης βεβαιότητας -πως τα πελώρια χέρια των αδίστακτων οχτρών, τους απειλούν να τους αρπάξουν. Κι αν τρώγουν τα μούτρα τους, καθόλου δεν πτοούνται. Σκαρφαλώνουν με πείσμα στ'άλογα και δώστου ξεχύνονται με μίσος προς τον επόμενο οχτρό. Ιλαροτραγικό το θέαμά τους.
Μπορεί γίγαντες να μην είναι οι ανεμόμυλοι, μα σαν πέφτεις με φόρα απάνω τους, πιο επικίνδυνοι κι από γίγαντες αποδεικνύονται. Κι έχεις εντέλει, δυο επιλογές: ή τους γίγαντές σου να πολεμάς μια ζωή με λυσσαλέα εχθροπάθεια ή στους ανεμόμυλους ν'αλέθεις το σιτάρι σου -και ίσως τα χαλάσουμε άμα σου πω πως πράγματι, το δεύτερο έχει καταλήξει πιο δύσκολο από το πρώτο. Και εμένα τουλάχιστον, μου φαίνεται πιο ηρωικό.
Πλανάσαι αν το θαρρείς πως είναι τάχα εύκολη υπόθεση. Και πως είναι όλοι γεννημένοι ικανοί και άξιοι. Δεν αρκεί, καημένε, ένα σπαθί κι ένα άτι. Δεν φτάνουν οι αγαθές σου οι προθέσεις και οι βαρύγδουπες δηλώσεις. Θέλει κότσια πολλά, η ιπποσύνη.
Πλανάσαι αν το θαρρείς πως είναι τάχα εύκολη υπόθεση. Και πως είναι όλοι γεννημένοι ικανοί και άξιοι. Δεν αρκεί, καημένε, ένα σπαθί κι ένα άτι. Δεν φτάνουν οι αγαθές σου οι προθέσεις και οι βαρύγδουπες δηλώσεις. Θέλει κότσια πολλά, η ιπποσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου