Αν με ρωτούσες να διαλέξω τις πιο αγαπημένες μου ιταλικές πόλεις, θα δυσκολευόμουν να σου σιάξω μία λίστα. Ειλικρινά στο λέω, δεν θα πήγαινε η καρδιά μου να αφήσω κάποια έξω -ακόμα κι εκείνες τις λιγότερο γνωστές που δεν τις πολυσυμμερίζεται ο τουρίστας και δεν τις βάνει στο μυαλό του ή στο πλάνο του: τις μικρές πόλεις που βρίσκονται σκαρφαλωμένες σε κάποιο ύψωμα ή βόσκουνε στην ησυχία κάποιας πεδιάδας, δίχως τα στίφη τουριστών να ξεσηκώνουν την πιάτσα γκράντε τους και να καταλαμβάνουν το ντουόμο τους.
Όχι, δεν θα μπορούσα να σου κάμω τέτοια λίστα με ιταλικές πόλεις. Ίσως μια καλύτερη άσκηση θα ήταν να σου πω γιατί αγαπώ την καθεμιά τους. Για ποιους λόγους, της έχω αδυναμία. Να σου μιλήσω για τη σχέση μου μαζί της. Να προσπαθήσω να σου εξηγήσω γιατί έχει κερδίσει έκαστη εξ αυτών περίοπτη θέση στη συναισθηματική μου μνήμη.
Να, όπως καλή ώρα ετούτη. Καλωσόρισες στη Μόντενα.
Σφαλισμένη μεταξύ δύο παραπόταμων του Πάδου, η πόλη κατοικείται από αρχαιοτάτων χρόνων με τους Ετρούσκους να φέρονται ως πρώτοι οικιστές στην περιοχή. Τους οποίους διαδέχθηκαν οι Κέλτες -δίχως να υπολογίζουν οι άμοιροι ότι λίγο νοτιότερα, ξημέρωνε η πανίσχυρη Ρώμη.
Πράγματι, για αρκετούς αιώνες, η κοιλάδα του Πάδου εκατοικείτο από κέλτικους πληθυσμούς που καθόλου πρόθυμοι δεν ήτο να υποταχθούν στη μιλιτέρ νοοτροπία των Ρωμαίων και να μάθουν τις κλίσεις στα λατινικά. Εντούτοις οι Ρωμαίοι που ορέγονταν τις εύφορες αυτές εκτάσεις, επιδώθηκαν σε λυσσαλέους κατακτητικούς πολέμους.
Το θυελλώδες πέρασμα του Αννίβα από την περιοχή τον 3ο αιώνα π.Χ. προκάλεσε μεγάλη αναμπουμπούλα και διέκοψε τη ρωμαϊκή εξάπλωση, καθώς μάλιστα πολλές από τις φυλές που αντιμάχονταν τους Ρωμαίους, όπως οι Ίνσουβροι και οι Βόιοι, ενώθηκαν με τους Καρχηδόνιους.
Αλλά εντέλει οι Ρωμαίοι επικράτησαν. Ο Ιούλιος Καίσαρ ενσωμάτωσε την περιοχή στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπό την ονομασία "Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία" και τα επόμενα χρόνια εκχωρήθηκε στους κατοίκους ο τίτλος του "Ρωμαίου πολίτη" -όχι τίποτ'άλλο, να μπορούν να βγάζουν ένα διαβατήριο οι άνθρωποι και κάνα πιστοποιητικό στα ΚΕΠ.
Η Μόντενα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της εν λόγω επαρχίας και άρχισε να μεγαλοπιάνεται λόγω κυρίως της στρατηγικής θέσης της: βλέπεις, βρισκόταν στο σταυροδρόμι μεταξύ της Αιμιλίας Οδού που ένωνε την Πιατσέντσα με το Ρίμινι και του δρόμου που κατέληγε στην Βερόνα. Επομένως μια στάση την έκαμες για να τσιμπήσεις το κατιτί σου, να γρασάρεις το άρμα ή να ποτίσεις το άλογο.
Όπως ίσως γνωρίζεις, οι Ρωμαίοι όταν κατακτούσαν μια περιοχή, πρώτα σιάχνανε το δρόμο και ύστερα θεμελίωναν οικισμούς κατά μήκος του. Κάπου τότε ιδρύθηκαν και οι άλλες πόλεις της περιοχής: η Πάρμα, το Ρέτζιο νελλ'Εμίλια και η Μπολόνια.
Η Μόντενα όμως ξεχώρισε από νωρίς: εξελίχθηκε σε πόλη ωραιοτάτη και ποθητή, γεγονός που επιβεβαιώνει και ο Κικέρωνας χαρακτηρίζοντάς την "splendidissima". Δεν προκαλεί λοιπόν εντύπωση η προσπάθεια καμπόσων να την καταλάβουν, μεταξύ των οποίων και ο Mark Antony (όχι της JeLo -της Κλεοπάτρας).
Την περίοδο που ξεκίνησε η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Μόντενα μετατράπηκε σε προκεχωρημένο φυλάκιο και κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις σφοδρές επιθέσεις των βαρβάρων που κατηφόριζαν κατά κύματα την ιταλική χερσόνησο. Το'χουμε να το λέμε πάντως ότι ο Αττίλας, ουδέποτε την κατέλαβε, διότι έπεσε μία παχιά ομίχλη στην περιοχή και οι ορδές των Ούνων την επροσπέρασαν χωρίς να την εδούνε. Μου έχει τυχεί κι εμένα με χαμηλή ορατότητα πηγαίνοντας για Τρίκαλα, να φθάσω Καλαμπάκα.
Η εν λόγω ομίχλη (της Μόντενα, όχι των Τρικάλων) αποδόθηκε τότες στον Άγιο Τζεμινιάνο που είναι τελοσπάντων προστάτης της πόλης και του αφιερώσαμε τον καθεδρικό.
Μαζί με το υπέροχο καμπαναριό του -που είναι γνωστό ως Πύργος της Τζιρλαντίνα, καθώς φέρει δύο όμορφες, μαρμάρινες γιρλάντες στην κορφή του- ο καθεδρικός αποτελεί μνημείο της UNESCO.
Όχι τυχαία, αποτελεί εδώ και χρόνια το σύμβολο της πόλης και το κλασικό σημείο συνάντησης για τους κατοίκους της.
Η κεντρική πύλη φυλάσσεται από δύο πολύ ζοχαδιασμένα λιοντάρια.
Και η πόρτα κοσμείται από υπέροχες, περίτεχνες διακοσμήσεις.
Αν είσαι λιγάκι υποψιασμένος πάντως, θα στριφογυρίσεις τον καθεδρικό ώσπου να εντοπίσεις την κάπως πιο κρυμμένη Porta della Pescheria. Η οποία φέρει γλυπτές απεικονίσεις της ιστορίας του Αρθούρου. Ναι, με τη Γκουίνεβιρ και τον Λάνσελοτ. Μέχρις εδώ, στο Βορρά της Ιταλίας, ήταν διαδεδομένη εκείνη η σαγηνευτική αφήγηση, στην οποία έχω μεγάλη αδυναμία.
Η οικοδόμηση του καθεδρικού τον 12ο αιώνα ήταν -μεταξύ άλλων- μία βροντερή απάντηση στον Αρειανισμό που είχε κάμει αισθητή την παρουσία του στη Μόντενα, ενώ συνέπεσε χρονικά και με την περίοδο των Σταυροφοριών που έφερε λογής λογής αναστατώσεις στον μεσογειακό χώρο.
Ακριβώς αντικρυστά με τον καθεδρικό ναό, βρίσκεται το δημαρχείο. Με τις υπέροχες καμάρες του -στοιχείο που όπως έχεις καταλάβει χαρακτηρίζει πολλά από τα κτήρια της πόλης- και το παλιό του ρολόι.
Τα δύο κτήρια με τις αρχές που εκπροσωπούν -θρησκευτική και κοσμική- απλώνουν μπροστά τους την κεντρική πλατεία της Μόντενα.
Το 1288, η Μόντενα πέρασε υπό την εξουσία της πανίσχυρης οικογένειας των Έστε, η οποία με τους κάμποσους δούκες, μαρκησίους και πρίγκιπες που μας χάρισε, πρωταγωνίστησε στις γαλαζοαίματες σαπουνόπερες των επόμενων αιώνων.
Ανατρέχοντας στις αλλεπάλληλες γενεές των Έστε, ίσως αξίζει κανείς να σταθεί στον Αλφόνσο Β' που πέθανε ο δύστυχος το 1597 δίχως απογόνους και επομένως άφησε τη Μόντενα και τη Φερράρα ακέφαλες. Τότες ο Πάπας Κλήμης Η' -που κάτι τέτοιες ευκαιρίες ζητούσε για να επεκτείνει το παπικό κράτος- δοκίμασε να καταλάβει την περιοχή και όντως βούτηξε τη Φερράρα.
Η Μόντενα όμως παρέμεινε υπό μίαν έννοια στην οικογένεια των Έστε, καθώς την ανέλαβε ως δούκας ο νόθος ανεψιός του εκλιπόντος ονόματι Τσέζαρε, ο οποίος παντρεύτηκε την Βιργινία των Μεδίκων.
Το ζευγάρι απέκτησε δέκα παιδιά, μα η δύστυχη Βιργινία φαίνεται πως έπασχε από κάποια ψυχική ασθένεια -που επιδεινώθηκε με τις συνεχείς απιστίες του άντρα της. Όταν ο εξομολογητής της, ισχυρίστηκε πως την είχε καταλάβει ο διάολος, εκείνη άρχισε να τον βαράει με ένα ξύλο και οριακά τον σώσαμε από την οργή της. Κατόπιν αυτού του συμβάντος και επειδής δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα το Ζάναξ, αποφασίστηκε να της γίνει μία σειρά εξορκισμών.
Ως αποτέλεσμα, αποτρελάθηκε, κλονίστηκε ακόμα περισσότερο η υγεία της και εντέλει άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία σαράντα έξι ετών. Οι κακές γλώσσες της πόλης έλεγαν πως της είχε βάλει κάτι ο άντρας της στο φαγί για να την ξεκάμει.
Μία από τις δισέγγονες του ζεύγους, η Μαρία Βεατρίκη ντ'Έστε έμελε να νυμφευθεί τον Φερδινάνδο Κάρολο των Αψβούργων και να ενώσει τους δύο οίκους, υπάγοντας την Βόρεια Ιταλία στον έλεγχο της Αυστρίας.
Και πού μένανε όλοι ετούτοι οι ευγενείς, θα ρωτήσεις. Από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα, έδρα της οικογένειας των Έστε ήταν το υπέροχο Δουκικό Παλάτι που δεσπόζει στη βόρεια άκρη του ιστορικού κέντρου.
Η μπαρόκ πρόσοψη, το κάμει ιδιαιτέρως μεγαλοπρεπές.
Και φωτογενές.
Σήμερα στεγάζει τη Στρατιωτική Ακαδημία, ενώ διαθέτει και μία ωραιότατη συλλογή παλαιών βιβλίων και αρχειακού υλικού της πόλης.
Είναι ενδιαφέρουσες και πάντοτε χρήσιμες οι ιστορικές αναδρομές, αλλά στο αρχικό ερώτημα δεν έχω ακόμα απαντήσει. Για ποιο λόγο αγαπώ λοιπόν αυτή την πόλη;
Μα νομίζω είναι προφανές με το που την αντικρίζει κανείς για πρώτη φορά. Με το που αρχίζει να περιπλανιέται στους δρόμους της.
Και βουτάει το βλέμμα του στα κόκκινα, στα κίτρινα, στα καστανά και τις ώχρες.
Στις γαιώδεις αποχρώσεις μιας παλλόμενης αστικής σκηνοθεσίας.
Στις μονοχρωμίες.
Στις διχρωμίες.
Στις πολυχρωμίες.
Στις σύνθετες και πλουμιστές διακοσμήσεις.
Στα απλά και ξεκάθαρα καδραρίσματα.
Στις υπέροχες γωνίες που χαράσσουν γραμμές στους ουρανούς.
Ή που στριφογυρίζουν χορεύοντας στα σταυροδρόμια.
Η ματιά σου κολακεύεται με παραμυθώδεις εικονογραφήσεις. Με ήρωες που στήνουν ενθουσιώδεις αφηγήσεις.
Με χαρακτήρες που κατοικούν σε όνειρα.
Οι περίπατοι μου στη Μόντενα δεν παραδίδονται ποτέ στη μονοτονία του επαναλαμβανόμενου ή του γκρίζου. Η φαντασία μου ενδύεται συνεχώς διαφορετικά πέπλα. Η αισθητική μου απολαμβάνει τις τολμηρές εκρήξεις εντυπώσεων.
Την Μόντενα πολλοί τη γνωρίζουν από τη σχέση της με την αυτοκινητοβιομηχανία. Είναι η πατρίδα της Φεράρι, της Λαμποργκίνι και της Μαζεράτι. Αλλά νομίζω πως μόνο αν κάποιος έρθει ως εδώ, καταλαβαίνει γιατί αυτά τα εντυπωσιακά αμάξια έχουν έντονα χρώματα: κόκκινα και κίτρινα.
Ναι, διότι εξεγείρουν το πνεύμα και σου δημιουργούν ένταση. Αλλά και γιατί σε κρατούν σε μία εγρήγορση.
Να χαρείς, ας μην αρχίσουμε τις συγκρίσεις και τις αναγωγές με ελληνικές πόλεις -είναι μία σύνθετη, θλιβερή και ίσως λίγο άδικη συζήτηση, αν δοκιμάσεις να αντιπαραβάλεις ιταλικές πόλεις με αντίστοιχες ελληνικές. Δεν μας χωρίζει μόνο μία θάλασσα, αλλά κυρίως μία Αναγέννηση.
Αλλά τη διαπίστωση, μπορείς να την εκάμεις.
Πως η αισθητική είναι σημαντικό κομμάτι της ποιότητας ζωής: επηρεάζει την καθημερινότητά σου, την αντίληψή σου, τον τρόπο σκέψης σου, τη σχέση σου με τον εαυτό σου και με τους άλλους. Ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνεις. Κυρίως όταν αδυνατείς να το καταλάβεις.
Επέτρεψέ μου μία τελευταία στάση.
Αυτή είναι η Όπερα της Μόντενα.
Άνοιξε το 1841 και έχει φιλοξενήσει λογής λογής παραστάσεις. Έργα του Ντονιτσέτι, του Μπελίνι και του Ροσίνι.
Μα αξίζει λίγο να σταθείς στη μία της πλευρά για να συναντηθείς με τον Λουτσιάνο. Στις 12 Οκτωβρίου 1935, εδώ στη Μόντενα, γεννήθηκε ο Παβαρότι. Παιδί ενός φούρναρη και μίας εργάτριας, έμελε να γίνει ένας από τους σπουδαιότερους τενόρους που γνώρισε ο κόσμος.
Εκρηκτικός, μεγαλόσχημος, οξύμωρος, αδιαπραγμάτευτα προικισμένος. Πολύχρωμος, σαν την πόλη που τον γέννησε.
Ελπίζω πια να την έχεις, την απάντηση που σου έταξα στην αρχή.
Είναι μουσικά αυτά τα χρώματα που απολαμβάνω στους δρόμους της Μόντενα. Δεν τα βλέπω μονάχα: τα ακούω. Να τραγουδάνε άριες και καντσονέτες.
Να πάλλονται στον καμβά ενός πενταγράμμου συναισθηματικού και παθιασμένου. Να γίνονται νότες και μελωδίες. Να γίνονται ανάσες και χτυποκάρδια. Να γίνονται ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου