Είναι ενδιαφέρουσα άσκηση να επανέρχεται κανείς σε βιβλία, ταινίες ή μουσικές μετά την πάροδο χρόνων και να τα αντιμετωπίζει με πιο ώριμη ματιά. Απορροφημένος από τη μεγάλη παραγωγή περιεχομένου των τελευταίων ετών, δυστυχώς σπάνια ανατρέχω πια στις παρελθούσες δεκαετίες (με εξαίρεση τα ακούσματά μου που αφορούν αποκλειστικά σε μουσικές του 20ου αιώνα και μόνο αραιά τσαλαβουτούν σε πιο πρόσφατες εσοδείες). Παρασυρμένος όμως από μια κάπως νοσταλγική διάθεση και επ΄ευκαιρίας της εορταστικής περιόδου, αποφάσισα εχθές το βράδυ να ξαναδώ -μετά από πολλά, πολλά χρόνια- την "Υπέροχη Ζωή" (It's a Wonderful Life) του Φρανκ Κάπρα -ομολογώ, χωρίς μεγάλες προσδοκίες. Θυμόμουν πως μου είχε αρέσει όταν την είχα πρωτοδεί πριν καμιά τριανταριά χρόνια, αλλά διατηρούσα τις αμφιβολίες μου περί της δυνατότητάς της να συνεχίσει να αντέχει στο πέρασμα του χρόνου (που τείνει να φέρεται άσπλαχνα ακόμα και σε αριστουργήματα).
Εντούτοις όχι μόνο βυθίστηκα και πάλι στην αριστοτεχνική αφήγησή της, αλλά νομίζω μου μίλησε με διαφορετικό τρόπο και εξέλαβα το μήνυμά της πολύ ουσιαστικότερα. Η υποδειγματική ερμηνεία του James Stewart, οι αρχετυπικές σκηνές (όπως η ομαδική πτώση στην πισίνα και το τηλεφώνημα που καταλήγει στο φιλί μεταξύ του πρωταγωνιστικού ζεύγους), οι σημειολογικές αναφορές (το κοράκι, τα φτερά του αγγέλου κ.λπ.) και βεβαίως ο τρόπος που ενορχηστρώνει το σύμπαν των χαρακτήρων του ο Κάπρα, κατατάσσουν πράγματι την "Υπέροχη Ζωή" στη λίστα με τις σπουδαιότερες ταινίες του κλασικού αμερικανικού κινηματογράφου. O ήρωας George Bailey δεν κατάφερε ποτέ να πραγματοποιήσει το όνειρό του να αποδράσει από τη μικρή πόλη στην οποία μεγάλωσε και από τη δουλειά του πατέρα του, υποτασσόμενος στις συγκυρίες και φέροντας αυτή την κατάρα του ανεκπλήρωτου. Στην ύστατη ώρα της καταστροφής, όταν ένα χρέος τον οδηγεί στην απόγνωση και την προοπτική της αυτοχειρίας, ένας άγγελος επεμβαίνει σωτήρια, δείχνοντάς του πώς θα ήταν ο κόσμος αν ο George Bailey δεν είχε υπάρξει ποτέ και δεν είχε ευεργετήσει με την παρουσία του, τους ανθρώπους γύρω του. Μετά από μία κάθοδο στα σκοτεινά μονοπάτια της δυστυχίας, έρχεται ευτυχώς το συναισθηματικά έντονο φινάλε να λειτουργήσει λυτρωτικά και συνάμα διδακτικά: σκοπός και αποθέωσή μας είναι η προσφορά στους άλλους και η ευεργετική σχέση μαζί τους.
Γυρισμένη το 1946, η ταινία απευθύνεται σε μία Αμερική που φέρει έντονο το τραύμα του πολέμου, υπενθυμίζοντας ότι η προσπάθεια και η προσωπική θυσία αποκτούν νόημα όταν αφορούν την επιδίωξη ενός ανώτερου σκοπού. Και ότι εντέλει εκείνο που μας απελευθερώνει είναι η αφοσίωση στους αγαπημένους μας ανθρώπους, για τους οποίους αξίζει να πασχίζουμε. Παρότι η ταινία αναπαράγει πολλές στερεοτυπικές απεικονίσεις που φαίνονται σήμερα παρωχημένες (π.χ. η γυναίκα-νοικοκυρά που ετεροπροσδιορίζεται από τον σύζυγο-κουβαλητή, η μαύρη υπηρέτρια που υποτάσσεται στο ρόλο της και υφίσταται στωικά ακόμα και την παρενόχληση χωρίς να την συνειδητοποιεί ως τέτοια κ.λπ.), είναι ταυτόχρονα και αρκετά προοδευτική για την εποχή της: η ιστορία στρέφει τα βέλη της κατά των αδηφάγων κεφαλαιοκρατών που συσσωρεύουν πλούτο και τάσσεται σαφώς υπέρ του New Deal, προκρίνει την ομαλή ενσωμάτωση μεταναστών (η αναφορά σε "garlic-eaters" παραπέμπει στα εκατομμύρια Ιταλών που αποτελούσαν τότε μια μεγάλη πληθυσμιακή ομάδα που υφίστατο συστηματικό ρατσισμό και περιθωριοποίηση στις ΗΠΑ), ενώ ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι εντέλει εκείνη που διασώζει τον άντρα της είναι η σύζυγός του, Μαίρη. Μπορεί τα ασπρόμαυρα πλάνα του Κάπρα να μην μπορούν να συγκριθούν με τις σύγχρονες τεχνικές κινηματογράφησης, μπορεί κάποια στοιχεία της αφήγησης να φαίνονται ξεπερασμένα (ή και ενοχλητικά) για τα πιο σύγχρονα κοινά, αλλά η ουσία παραμένει διαχρονικά σημαντική και πάντοτε επίκαιρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου