Αυτή η ώρα, αυτή η μαγική ώρα. Της σιωπηλής, κατανυκτικής και άνευ όρων παράδοσης στο σκοτάδι. Αυτή η ώρα, αυτή η μαγική ώρα.
Οι φανοί στις δημοσιές ανάβουν πλέον πιο νωρίς. Κι ακόμα πιο νωρίς. Καλπάζει βλέπεις, ασυγκράτητη η νύχτα, σαν δέσει το φθινόπωρο. Κι όλο μεγαλώνει, τρώγοντας με βουλιμία το φως.
Με ζωγραφιά μοιάζουν θαρρείς τα σπίτια γύρω από τον κόλπο του Kristiansund, λίγο πριν υποκύψουνε κι αυτά στην παγωμένη νύχτα.
Μονάχα οι κραυγές απ'τα γλαρόπουλα σκίζουν την υγρασία. Κι αυτό το ψύχος, άτρωτο, κανέναν δεν λυπάται.
Θε να με πεις τρελό; Θε να με πεις περίεργο; Μα τ'αγαπώ με έναν τρόπο, αυτό το ψύχος. Την απολαμβάνω την ησυχία του.
Περιπατώ μαζί της και προσπαθώ -όσο μπορώ- να μην την ενοχλήσω. Σιγανά τα βήματά μου, μετρημένη η ανάσα μου που γίνεται χνώτο και σβήνει. Δεν θέλω να'μαι παρείσακτος, εισβολέας, εκμαυλιστής.
Μέρος της θέλω να'μαι, σιωπή μες τη σιωπή της.
Κοιτάζω απέναντι το ένα από τα τέσσερα νησιά που απαρτίζουνε την πόλη. Ξανά και ξανά. Κάθε στιγμή που περνάει είναι αλλιώς. Σε άλλη παλέτα ομορφιάς -πώς περιμένεις να χορτάσω τέτοιαν εικόνα; Κλείνω τα μάτια, τα ανοίγω και πάλι αλλιώς είναι στολισμένος ο καμβάς.
Ύστερα κοιτάζω προς την πλευρά της γέφυρας. Τινάζει ο ουρανός τα πινέλα του και τα βουτάει μέσα στη θάλασσα. Μπλε, κίτρινα, κόκκινα, μαβιά -μήτε που ξεύρω πόσα χρώματα ανακατεύονται και χύνονται αντάμα. Νερομπογιές που αλλάζουνε διαρκώς το αριστούργημα.
Και οι σκιές; Οι αντανακλάσεις; Τα φώτα που λαμπυρίζουν; Αν είσαι αμάθητος στα κάλλη του Βορρά, πάει σαστίζεις.
Αυτή την ώρα οι περισσότεροι είναι πια στα σπίτια τους. Σπάνια συναντάς άνθρωπο έξω -ίσως κανέναν που αθλείται ή κάποιον που κάμει τον περίπατό του με το σκύλο. Με ένα νεύμα χαιρετιέσαι ή ανταλλάσσεις ένα χαμόγελο. Κι ύστερα πάλι μόνος. Μα δεν με νοιάζει.
Γιατί αυτή την ώρα αγαπώ περσσότερο απ'όλες. Κουμπώνω σφιχτά το μπουφάν μου, κατεβάζω πιο χαμηλά στο μέτωπο το σκούφο μου κι αφήνομαι στην περιπλάνηση. Ανεβοκατεβαίνω τους λόφους του Kristiansund, περνώ τις γέφυρες, σεργιανάω στ'ακρωτήρια.
Ξεκλέβω καθημερινότητες από τα μεγάλα φωτισμένα παράθυρα.
Άνθρωποι που κάμουν αυτά που κάμεις κι εσύ, αυτά που κάμω κι εγώ. Μαγειρεύουν, τρώνε, διαβάζουν, βλέπουνε τηλεόραση, συζητούν, γελάνε, μιλάνε στο τηλέφωνο, σιδερώνουν, παίζουν, χαίρονται, στεναχωριούνται.
Τα ίδια κάμουν -γιατί μού φαίνονται αλλιώς; Ναι, εκείνη η μυστήρια γυναικεία μορφή που μοιάζει με ακρόπρωρο και με κοιτάζει με νόημα από ψηλά, μου ψιθυρίζει πως είναι πράγματι αλλιώς.
Μπορούμε για ώρα να συζητούμε -εγώ, εσύ και το ακρόπρωρο- τα πώς και τα γιατί.
Αλλά επέτρεψέ μου, τούτην την ώρα να μην την μαγαρίσουμε με άλλες αναλύσεις.
Μονάχα να τη ντύσουμε με εικόνες και μ'αισθήσεις.
Σκαρφαλώνω σε ένα ύψωμα και κοιτάζω τα σπίτια. Με σκηνικό παραμυθιού, μοιάζουν. Με εικονογράφηση παιδικού βιβλίου.
Κι ύστερα κατηφορίζω στην πίσω πλευρά, πάλι προς τη θάλασσα. Νόμιζα πως ξεύρω από θάλασσες -μα δες που κι αυτή ακόμα, αλλιώτικη μου φαίνεται εδώ. Κοιτάζω πέρα μακριά τα λιγοστά φωτάκια που τρεμοπαίζουν ανάμεσα στα βουνά, τους κόλπους και τα σύννεφα. Κατάμονα τα δύστυχα, μα τόσο τυχερά.
Θαρρώ πως πρέπει να γυρίσω, αλλά δεν θέλω. Άσε με λίγο ακόμα, άσε με.
Το δειλινό διαρκεί περσσότερο εδώ. Όπως και το ξημέρωμα. Κι όλα τα φαινόμενα δεν είναι όπως τα ξεύρεις. Σαν στέκεις μπροστά σε αυτές τις ποικιλίες, πιο ταπεινός γίνεσαι. Πιο γνωστικός, μπορεί.
Κοίτα ξανά τη γέφυρα πώς μούντεψε! Χρυσάφι απλώθηκε στον ουρανό και χύθηκε στη θάλασσα.
Τώρα θα πεις βεβαίως πως χρυσάφι που δεν πιάνεται, πλούτος είναι χαμένος. Θαρρώ όμως πως χρυσάφι που το χαίρεσαι, ειν'πλούτος κερδισμένος.
Σε μερικές εβδομάδες, η μέρα θα'χει τόσο συρρικνωθεί που θα μοιάζει πια με φευγαλέα εντύπωση. Κι έτσι οι τόποι αυτοί θα'ναι αφημένοι σε ένα συνεχές σκοτάδι.
Αν λογαριάσεις μαζί το κρύο, το χιόνι, την αντάρα, τότες θα πεις στα σίγουρα πως μεγάλο κόστος καταβάλλουν οι άνθρωποι που ζουν εδώ. Πράγματι, έτσι είναι.
Δεν είναι εύκολο πράμα ο Βορράς. Δεν σου χαρίζεται, δεν σε καλομαθαίνει.
Κι έχει έναν τρόπο να επιβάλλεται. Να θέτει τους κανόνες, να απαιτεί, να ορίζει.
Θέλει δύναμη για να τον αντιμετωπίσεις, θέλει σθένος. Μα έχεις και τα οφέλη σου.
Μαθαίνεις να εκτιμάς. Τη φύση, τους άλλους, τον εαυτό σου.
Είναι που λείπει ο θόρυβος. Είναι αυτή η υπέροχη, εκκωφαντική σιωπή.
Αυτή η σιωπή που παύει τα πάντα. Και σου επιτρέπει -όχι απλά σου επιτρέπει, αλλά σου επιβάλλει- ν'ακούσεις το μέσα σου.
Ακούς, δεν ακούς; Κάποτε το θόρυβο της πλημμύρας -από τη δική σου καταιγίδα που μαίνεται βαθιά σου. Κάποτε τη γαλήνη της λιακάδας -από τον δικό σου ήλιο που αστράφτει στα τοπία σου. Και κάποτε τον παφλασμό των κυμάτων -από τη δική σου θάλασσα όπου αρμενίζει το σκαρί σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου