Σου αρέσει η έντονη νυχτερινή ζωή, τύπου κλαμπάκια, μπαράκια, συρτάκια; Απολαμβάνεις την κίνηση και την πολυκοσμία στους δρόμους; Λατρεύεις τους έντονους ρυθμούς της μεγαλούπολης και η φρενίτιδα είναι το αγαπημένο σου σπορ; Ε τότες σίγουρα τούτο δω το μέρος θα το βρεις εξωφρενικά απωθητικό.
Διότι στη δική μας την πόλη, δύο είναι οι ταχύτητες με τις οποίες κινούνται τα πράγματα. Το ήρεμο και το ρελαντί. Για να σου δώσω να καταλάβεις, θυμάσαι εκείνη τη γιαγιά που οδηγούσε ένα κανελί ντε-σε-βό στην εθνική προημερών και σου είχε σπάσει τα νεύρα διότι πήγαινε με σαράντα χιλιόμετρα; Εδώ της δίνει κλίση η τροχαία για υπερβολική ταχύτητα και τη φωνάζουμε γκάγκστερ της ασφάλτου.
Αν θα έπρεπε να μας ταγκάρεις, οι λέξεις κλειδιά είναι "γαλήνη", "ησυχία", "ασφάλεια", "δεν-ακούγεται-κιχ-λέμε" και "κοίτα-ρε-φίλε-πού-ζει-ο-κόσμος".
Ακολουθεί ξενάγηση που θα σε οδηγήσει στην απελπισία, ανεξαρτήτως της ιδιοσυγκρασίας σου: αν είσαι πάρτι-άνιμαλ, θα φρίξεις με τη μακαριότητα αυτού του μέρους. Αν είσαι μπουχτισμένος από τη ζωή σου, θα σε πιάσει η μαύρη κατάθλιψη που δεν ζεις εδώ.
Ας αρχίσουμε από τα βασικά. Βρισκόμαστε στη Νορβηγία, μία χώρα όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα ισοδυναμεί με δικό σου πεντάρι στο Τζόκερ. Εσένα δεν σου τυχαίνει ποτέ, στο μέσο Νορβηγό, τυχαίνει σταθερά και κάθε χρόνο.
Και ναι, είμαστε βόρεια. Πιο βόρεια από το Όσλο, πιο βόρεια από το Μπέργκεν, πιο βόρεια και από το βόρειο σέλας -αν θες να προχωρήσεις από εδώ και πάνω, είναι προτιμότερο να παρκάρεις το αμάξι και να πάρεις παγοθραυστικό. Επειδή δεν είσαι και συνηθισμένος, πέτα καλού-κακού ένα ζακετάκι πάνω σου. Και ένα παλτουδάκι, μια γούνα, μια βελέντζα, ένα σώμα καλοριφέρ.
Εδώ, στα τέσσερα νησιά που αγκαλιάζουν έναν όμορφο κόλπο απλώνεται η πόλη μας, το Κρίστιανσουντ.
Και ίσως το πρώτο πράγμα που θα παρατηρήσεις στην εικόνα είναι ετούτη η μεγάλη και πανύψηλη γέφυρα. Που ζωγραφίζει μία ωραιότατη καμπύλη στη θέα σου, ενώνοντας τα δύο από τα νησιά. Ω, πρέπει να τη δεις να λάμπει, φωτισμένη στο σκοτάδι: απερίγραπτη ομορφιά!
Ο πληθυσμός της πόλης δεν ξεπερνά τις είκοσι χιλιάδες -περίπου δηλαδή όσους έχει το Αίγιο ή η Λιβαδειά (περιλαμβανομένων των σαράντα παλικαριών). Εντούτοις, επειδή το κεντρικό νησί είναι κάπως μικρό και αρκετά χτισμένο, το Κρίστιανσουντ θεωρείται από τις πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις της χώρας -για τα νορβηγικά δεδομένα, διότι με τα δικά σου τα δεδομένα, το λες και σκορποχώρι.
Αυτό είναι το λιμάνι μας για το οποίο είμαστε πολύ υπερήφανοι. Από εδώ έβγαιναν για αιώνες τα ψαράδικα για να ανοιχτούν στη Βόρεια Θάλασσα και να γυρίσουν φορτωμένα με τόνους (και δεν εννοώ "τόνους" όπως λέμε "γραμμάρια, κιλά, τόνοι", ούτε όπως λέμε "οξείες, περισπωμένες, τόνοι", αλλά όπως λέμε "Ρίο Μάρε, πιο τρυφερό από την καρδιά ενός μαρουλιού"). Μιλάμε για τόνους από τόνους. Και βακαλάους.
Στο φυσικό λιμάνι και τις καλές ψαριές οφείλει αυτό το μέρος την πρώτη του ανάπτυξη. Το Μεσαίωνα υπήρχε ήδη εδώ οργανωμένος οικισμός, ενώ τον 17ο και τον 18ο αιώνα, άρχισε η εξαγωγή βακαλάου προς πολλές χώρες του νότου.
Όλα αυτά μέχρι την ανακάλυψη των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου. Όπου -όπως καταλαβαίνεις- αφήσαμε τα δίχτυα και στήσαμε εξέδρες ανοιχτά των ακτών μας.
Κι εκεί που μας θεωρούσαν οι λοιποί Σκανδιναβοί, φτωχομπινεδιάρικους ψαράδες, ξεπεσμένους Βίκινγκς και μεγάλα βλαχαδερά, τώρα μήτε στο μικρό μας δαχτυλάκι δεν μας φτάνουν. Διότι και ως γνωστόν, η ψαρόσουπα είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο.
Αυτό είναι το κέντρο της πόλης. Ναι, θυμάμαι πολύ καλά που σου είπα πως είναι πυκνοκατοικημένο, αλλά η αλήθεια είναι πως τρομάζεις να συναντήσεις άνθρωπο. Βεβαίως για τα εδώ δεδομένα, η εικόνα που βλέπεις θεωρείται εντελώς πήχτρα -τύπου Παναγιά-μου δεν θα βρούμε τραπέζι να κάτσουμε!
Κατά μήκος της θάλασσας απλώνεται ένας ευχάριστος περίπατος. Με μεγάλα πεζοδρόμια, παγκάκια, λουλούδια και κάμποσα μαγαζιά.
Σε μιαν άκρη βρίσκεται το μολ. Δεν είναι πολύ μεγάλο, αλλά εγώ εδώ βρίσκω όσα χρειάζομαι. Σινιέ πουκαμισάκια, φλάφι πουλοβεράκια, ωραιότατα παντελονάκια. Στολές, αδιάβροχα, παγούρια.
Βιβλία μαγειρικής γιομάτα συνταγές για τον βακαλάο (τηγανητό, ψητό, στα κάρβουνα, γιαχνί, σιροπιαστό).
Αλλά και μυθιστορήματα, κόμικς και λοιπές χαριτωμενιές.
Και βεβαίως, τη μεγάλη μας αδυναμία: βιβλία για το πλέξιμο.
Η σχετική κατηγορία στο βιβλιοπωλείο είναι τεράστια και αν είσαι άσσος στη βελόνα, μπορείς να σιάξεις από σκουφάκι μέχρι κάλυμμα για τ'αυτοκίνητο.
Διότι δεν ξεύρω αν στο είπα: εδώ έχουμε λύσει τα περισσότερα από τα προβλήματα που απασχολούν εσένα, με αποτέλεσμα να έχουμε άπειρο ελεύθερο χρόνο για να ασχοληθούμε με τον εαυτό μας και το κοπανέλι.
Τώρα αν εσύ αναρωτιέσαι πώς διάολο συμβαίνει αυτό, κάτσε να σου περιγράψω την καθημερινότητά μας. Το λοιπόν, σκωνόμαστε το πρωί κατά τις επτά με επτάμισι. Πάμε για ένα τζόκινγκ, έναν περίπατο, μία ποδηλατάδα. Παίρνουμε το πρωινό μας στην ζούπερ μονδέρνα ίνοξ κουζίνα μας, χαζολογώντας στο άι-παντ και παρακολουθώντας στη φλατ-σκριν υπερυψηλής ανάλυσης τηλεόρασή μας τις ειδήσεις (που αφορούν τα διεθνή θέματα και ενίοτε καμία τοπική είδηση, τύπου η πυροσβεστική έσωσε γατάκι που είχε ανεβεί στο δέντρο και ο Δήμος διοργανώνει βραδιά καραόκε το επόμενο Σάββατο). Κατά τις εννιά πάμε στη δουλειά (εάν δεν τηλεργαζόμαστε, που συνήθως τηλεργαζόμαστε): η διαδρομή είναι συνήθως ενάμισι λεπτό, εκτός αν θες να το πας με τα πόδια, οπότε μπορεί και να σου πάρει και δυόμισι λεπτά.
Στη δουλειά, χαλαρά και δίχως άγχος ασχολούμαστε με τα όσα μας έχουν αναθέσει, κάμουμε τις συναντήσεις μας για μπόντινγκ και μπρέιν-στόρμινγκ, χαζολογάμε και πάλι λίγο στο άι-παντ και κατά τις δώδεκα και μισή βγαίνουμε για λαντς μπρέικ.
Όπου γυρνάμε σπίτι μας, πάμε για ένα τζόκινγκ, έναν περίπατο, μία ποδηλατάδα. Κάμουμε και τίποτις ψώνια, νάχουμε τ'αυριανό πρωί ν'αλείφουμε το ψωμί με φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα μύρτιλο.
Εν συνεχεία ξαναγυρνάμε στη δουλειά και συνεχίζουμε το μπόντινγκ, τα μπρέιν-στόρμινγκ και το χαζολόγημα στο άι-παντ, μέχρι τις τεσσεράμισι περίπου που σχολάμε. Και το τονίζω αυτό το τεσσεράμισι, διότι κατά τις πέντε δεν βρίσκεις άνθρωπο σε γραφείο και δηλαδής απορώ που έχεις το θράσος και ρωτάς.
Όπως καταλαβαίνεις, το άγχος και η πίεση απλώς δεν υφίστανται ως έννοιες στην καθημερινότητά μας. Λέξεις όπως "δεύτερη απασχόληση", "απογευματινό φροντιστήριο" ή "υπερωριακή εργασία" δεν μας είναι καθόλου κατανοητές και θα πρέπει να μας τις εξηγήσεις.
Και εάν σε όλο αυτό προσθέσεις την απίθανη οργάνωση στις δημόσιες υπηρεσίες (όλα ψηφιακά, επομένως μήτε που ξεύρεις πού είναι το κτήριο της εφορίας, μήτε που σε νοιάζει και καθόλου), την απόλυτη τήρηση των νόμων και την εμπεδωμένη ασφάλεια και εμπιστοσύνη, δεν είναι ν'απορείς που οι Νορβηγοί κυκλοφορούν με το προσωπάκι φράπα ως τα βαθιά τους γεράματα. Διότι και πώς να σε βρει η ρυτίδα, όταν ζεις μακαρίως με θέα το φιορδ; Και για να σου καταρρίψω και το άλλο, τα ποσοστά αυτοκτονιών βαίνουν μειούμενα και υπάρχουν μεσογειακές χώρες που μας ξεπερνούν κατά πολύ.
Για να σου ολοκληρώσω την εικόνα, έλα σε παρακαλώ να βγούμε από τους -κάπως άχαρους- πεντέξι δρόμους του κέντρου και πάμε στις γειτονιές με τα σπίτια.
Δίπατα, απλά, μίνιμαλ, χρωματιστά.
Με τους κήπους τους.
Τα λουλουδάκια τους.
Τα τραμπολίνα τους.
Τα μεγάλα παράθυρα και τις ξύλινες στέγες τους.
Στην Ελλάδα, ένα τέτοιο σπίτι, το περιμένεις στην Κηφισιά και αναρωτιέσαι ποιός διάολος έχει τόσα εκατομμύρια και μένει εκεί. Στη Νορβηγία, αυτό είναι το μέσο σπίτι και όταν βλέπεις ντοκιμαντέρ για την Αθήνα στο Τράβελ Τσάνελ, αναρωτιέσαι πώς διάολο μένουν στοιβαγμένοι οι Έλληνες σε γειτονιές όπως το Παγκράτι, η Κυψέλη και τα Πατήσια με ανύπαρκτο πεζοδρόμιο και πέντε γλάστρες για υποψία πρασίνου.
Αν θέλεις να κλάψεις, έχω μαντηλάκι.
Τί άλλο έχω να σου δείξω; Α ναι, τις εκκλησιές μας! Εντάξει, οφείλω να σου παραδεχτώ ότι δεν είμαστε ιδιαίτερα θρήσκοι -προς το καθόλου, μπορώ να σου πω. Επομένως, έχουμε ελάχιστους ναούς. Πεντέξι. Τώρα που το ξανασκέφτομαι μπορεί νάναι και λιγότεροι.
Ο πιο διάσημος είναι ετούτος. Αν αναλογιστείς ότι χτίστηκε τη δεκαετία του εξήντα, τον ελές και μονδέρνο!
Ναι, είναι στραβός και γέρνει, αλλά αυτό είναι η όλη μαγκιά του. Εξαιρετικά τολμηρό οικοδόμημα για την εποχή του.
Τον βλέπεις μάλλον έρημο, διότι σου ξαναλέω ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά. Σπανίως τελείται λειτουργία, οι περισσότεροι γάμοι είναι πολιτικοί και το Πάσχα δεν ευχόμαστε Χριστός Ανέστη. Μάλιστα θα το βρεις μάλλον περίεργο, αλλά οφείλω επίσης να σε πληροφορήσω ότι το Πάσχα συγκεκριμένα, διαβάζουμε ιστορίες με εγκλήματα και βλέπουμε θρίλερ. Που είναι λίγο ακατανόητη συνήθεια (θα σου το εξηγήσω άλλη στιγμή), αλλά συνιστά πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξαναδείς ωραιότατες παραγωγές όπως ο Εφιάλτης στο Δρόμο με τις Λεύκες, ο Τσάκι και ο Εξορκισμός. Επομένως αν περιμένεις να παρακολουθήσεις στην τηλεόραση βιβλικά δράματα, τον Ιησού από τη Ναζαρέτ του Τζεφιρέλι ή νησιώτικο γλέντι με τους Κονιτοπουλέους, σε περιμένουνε εκπλήξεις. Σπλάτερ εκπλήξεις.
Αρκετά κεντρικά, πέντε λεπτά πιο πέρα από το ναό, βρίσκεται ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα μας. Που το λες και δάσος, διότι ουσιαστικά βγαίνει από την πόλη και σε οδηγεί σε ένα δίκτυο φυσιολατρικών διαδρομών.
Η σχέση των Νορβηγών με τη φύση είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Η φύση δεν είναι μία κατ'εξαίρεση εκδρομή στο βουνό κάθε-όποτε μπορέσουμε να ξεφύγουμε για ένα διήμερο. Η φύση είναι μία μόνιμη παρουσία από το πρωί που θα ξυπνήσουμε ως το βράδυ που θα κουκουλωθούμε κάτω από το πάπλωμα και θα βάλουμε στο φουλ την ενδοδαπέδια θέρμανση.
Τη φύση τη σεβόμαστε, την αγαπάμε και την επιζητούμε.
Κι έχουμε μάθει να είμαστε κομμάτι της και να απολαμβάνουμε τις εναλλαγές των εποχών της. Τα χρώματά της, τους ανέμους της, τις ατελείωτες παγωμένες διαθέσεις της.
Εδώ θα συναντήσεις αρκετούς κατοίκους του Κρίστιανσουντ -από παιδιά μέχρι ανθρώπους μεγάλης ηλικίας- να περιπατούν αμέριμνοι και να απολαμβάνουν. Με τα σκυλάκια τους, τα μπαστουνάκια περιπάτου τους, τα Νορθ-φέις μπουφανάκια τους, τα Κολούμπια παπουτσάκια τους.
Αρκετοί ανηφορίζουν σε ένα λόφο που βρίσκεται λίγο παραπέρα. Στην κορφή του δεσπόζει ο παλιός φάρος της πόλης.
Δεν είναι τίποτις σπουδαίος, αλλά είναι φροντισμένος και ανοιχτός, επομένως μπορείς να μπεις και ν'ανέβεις πάνω για ν'ατενίσεις τη θέα.
Φαντάζομαι ότι ένας τέτοιος φάρος, ανοιχτός και αφύλαχτος κάπου οπουδήποτε στην Ελλάδα, θα είχε βανδαλισμένη την πόρτα του, κατεστραμμένους και πανβρώμικους τους εσωτερικούς του χώρους και βεβαίως, καταζωγραφισμένους με γκραφίτι τους εσωτερικούς και εξωτερικούς τοίχους του.
Λυπάμαι αλλά εδώ δεν τα σηκώνουμε κάτι τέτοια: δεν θα ασχημονήσεις σε δημόσια περιουσία, δεν θα παρκάρεις παράνομα, δεν θα ζωγραφίσεις στον τοίχο, δεν θα κολλήσεις χαρτάκια στην κολόνα, δεν θα ακούσεις τον αγαπημένο σου τράπερ στη διαπασών και δεν θα κάμεις πάρτι σε ώρες κοινής ησυχίας. Και αν τυχόν διανοηθείς να μας χαλάσεις τη μανέστρα, να μας σκονίσεις τον κουραμπιέ, να μας ανακατέψεις τη σούπα, κούνια που σε κούναγε καημένε μου, θα κρεμάσουμε τη φάτσα σου ως αφίσα επικηρυγμένου σε τουλάχιστον δώδεκα κοντινά φιορδ. Και ένα σου λέω, τρέχα και εξαφανίσου στα δάση, διότι καλύτερα να σε βρει ο τάρανδος, παρά το αυστηρό χέρι του νόμου.
Αλλά μην χολοσκάς και ιδιαίτερα. Αν -λέμε αν- παρανομήσεις και συλληφθείς, το πιο πιθανό είναι να πληρώσεις ένα τεράστιο πρόστιμο (θα σου το κόψουμε από το μισθό σου!) ή να κάμεις εθελοντική δουλειά στο κομιούνιτι (τύπου να ταΐζεις τους γλάρους ή να ποτίζεις τις ορχιδέες) ή στη χειρότερη των περιπτώσεων, να βρεθείς σε μία μεταμονδέρνα φυλακή με ντιζαϊνάτη εσωτερική διακόσμηση και υποδομές τετράστερου ξενοδοχείου, να μιλάς με ψυχολόγους και να κάμεις τάι-τσι.
Αλλά είπαμε, εδώ είναι Νορβηγία, δεν είναι παίξε-γέλασε. Την ποιότητα ζωής μας τη μετράμε αλλιώς. Σε ελεύθερο χρόνο, σε ασχολίες αυτοπραγμάτωσης, σε γαλήνη και κοινωνική υπευθυνότητα. Ναι, είναι μία πραγματικότητα εντελώς διαφορετική από αυτή στην οποία έχεις εσύ συνηθίσει. Χωρίς τις πολιτικές και κοινωνικές τοξικότητες και τις ανοησίες που σε κατατρέχουν στο απαξιωμένο και δυσλειτουργικό πλαίσιο αναφοράς της δικής σου της ζωής.
Μία πραγματικότητα την οποία ο μέσος Έλληνας περιέργως θα λοιδορήσει, θα σνομπάρει και θα σπεύσει να χαρακτηρίσει αφόρητα πληκτική, καθώς θα την απευχόταν ως λάιφστάιλ ακόμα και για την ενενηντάχρονη γιαγιά του. Αλλά είναι μία πραγματικότητα που συντελεί σε μία αίσθηση ηρεμίας και μακαριότητας που μάλλον ποτέ δεν θα απολαύσει αυτός ο μέσος Έλληνας στη χώρα του (τουλάχιστον όχι στα μεγάλα αστικά της κέντρα). Μία πραγματικότητα πολύ μακριά από τις δικές μας αυτάρεσκες και βολικές ψευδαισθήσεις.
Μία πραγματικότητα στην οποία οι χριστοπαναγίες που ανταλλάσσουμε εμείς στους δρόμους, στις δουλειές και στα σόσιαλ μίντια, η συνεχής δικαιολόγηση της παραβατικότητας και της ανομίας που χαρακτηρίζει τις ζωές μας και οι τοξικοί πολιτικοί καβγάδες με τις υπερφύαλες και περισπούδαστες αναλύσεις, μοιάζουν εκτός τόπου και χρόνου. Αν πάρεις απόσταση και δεις με τι (ή με ποιους) ασχολούμαστε, πραγματικά θα σε πιάσει η απελπισία.
Βεβαίως, θα πεις ωραία και άγια όλα αυτά, αλλά οι όποιες συγκρίσεις με την Ελλάδα είναι τουλάχιστον άστοχες. Διότι (α) εδώ ήμαστε στη Σκανδιναβία και όχι στα Βαλκάνια, (β) έχουμε εμπεδωμένη κοινωνική και πολιτική συνείδηση συλλογικότητας και (γ) τελοσπάντων διαθέτουμε πετρέλαιο! Που μόνο αυτό το τελευταίο να υπολογίσεις, φθάνει για να συντριβεί κάθε διάθεσή σου για συγκρίσεις. Πράγματι, μιλάμε για το τζάκποτ της τύχης. Αλλά για να φθάσεις σε αυτό το επίπεδο ευημερίας, θέλει κι άλλα πράγματα: είναι ζήτημα νοοτροπίας και -θα μου επιτρέψεις να πω κι ας μου κακιώσεις- συλλογικής ευφυίας.
Αλλά κάπου εδώ θα πρέπει να σε αφήσω. Έχω να συναντηθώ με την ομάδα ανάγνωσης στη βιβλιοθήκη και μετά λέω να πάω να μαζέψω μανιτάρια. Αν δεν βαρεθώ, μπορεί να πάω και για ποδήλατο. Ίσως πάλι να αφήσω την ποδηλατάδα, για να έχω να κάμω κάτι και αύριο -έχω τελειώσει εκείνο το πουλόβερ που έπλεκα και όπως καταλαβαίνεις, δεν ξεύρω πώς να γεμίσω τα απογεύματά μου. Ίσως να ασχοληθώ με τον κήπο. Ή να κάμω τραμπολίνο. Ή να φτιάξω χομπίστικα μια ιστοσελίδα με συνταγές. Ή να αρχίσω διαδικτυακά μαθήματα για εκμάθηση όμποε. Γιατί φωνάζεις και αναψοκοκκινίζεις; Μα τι σε έπιασε έτσι ξαφνικά. Α, καθόλου καλά δεν είναι τα νεύρα σου, να το κοιτάξεις σε παρακαλώ. Μήπως να πήγαινες καμία βόλτα στο φιορδ να ηρεμήσεις;
Μα πόσο ωραίο κείμενο! Θέλω να πάω να μείνω στο Κρίστιανσουτ.
ΑπάντησηΔιαγραφή