Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024

Το Μαζί


Υπάρχουν πολλά τροπικά επιρρήματα -πάρα πολλά! Και είναι δύσκολο να τ'απαριθμήσεις. Υπάρχει το Έτσι, το Ίσως και το Αλλιώς. Υπάρχει το Όπως, το Κάπως και το Εντελώς. Υπάρχει το Γερά, το Σιγά και το Απλώς. Ναι, είναι κάμποσα πανάθεμά-τα. Μα ανάμεσά τους, υπάρχει κάποιο που θαρρώ πως είναι πιο ιδιαίτερο -που άλλοτε εύκολα σου παρουσιάζεται και άλλοτε απαιτεί προσπάθεια μεγάλη για να το κατακτήσεις.

Είναι το Μαζί. 


Ναι, σπουδαίο επίρρημα το Μαζί. Για κάποιους ακατανόητο, δύσκολο και άπιαστο. Για άλλους σωτήριο, για άλλους αναγκαίο, για άλλους απόλυτο.


Τα καταπράσινα λιβάδια αγκαλιάζονται με τα σύννεφα και χορεύουν παρέα με τα δέντρα και τους φουντωτούς θάμνους. Στο ρυθμό που δίνει το απαλό αεράκι. Με τη μουσική συνοδεία των πουλιών που τιτιβίζουν αδιάκοπα. Πράγματι, το μέρος μοιάζει μαγικό. Λες και είναι καμωμένο από τα υλικά των ονείρων. Με τα χρώματα ενός ιμπρεσιονιστή ζωγράφου -του Μονέ, του Ρενουάρ ή του Πισαρό. Με τους στίχους ενός ρομαντικού ποιητή -του Μπάυρον, του Σέλλεϋ ή του Γουέρντσγουορθ.


Ετούτη είναι η πρώτη μου εικόνα από αυτό το θαυμάσιο μέρος. Ετούτη είναι και η εικόνα που αποτυπώθηκε στην Μάργκαρετ Βόγκαν σαν πρωτοήλθε το 1852, εδώ στην Κονεμάρα. Στις βορειοδυτικές άκρες της Ιρλανδίας. 


Νιόπαντρη ήταν, στα μέλια. Κι είχε έρθει εδώ μαζί με τον νέο της σύζυγο, τον Μίτσελ Χένρι. Που ήταν τελοσπάντων γιος καθωσπρέπει οικογενείας. Με τις σπουδές του στην ιατρική, τους καλούς του τρόπους, την σταδιοδρομία του, την πολιτική του καριέρα και την δεν-ξεύρω-τι-έχω περιουσία του. Με τις καταθέσεις του, με τις μετοχές του, με τα μυριάδες ακίνητά του. Θα έλεγε κανείς ότι η Μάργκαρετ καλοπαντρεύτηκε και θα είχε δίκιο. Αλλά κυρίως για τον εξής λόγο: όταν ο Χένρι και εκείνη κοιτάζονταν στα μάτια, σμίγανε οι θάλασσές τους και γίνονταν ένας απέραντος ωκεανός. Και φαινόταν εξαρχής πως δεν εχόρταινε ο ένας τον άλλον. Και πως μία ζωή δεν θα επαρκούσε για να χωρέσει την αγάπη τους.  


Υπάρχει άραγε ιδανικότερος καμβάς για τέτοιο ειδύλλιο από την Κονεμάρα; Με τα σύννεφα και τα πουλιά; Με τις λίμνες και τα καταπράσινα λιβάδια; Δεν υπάρχει.


Ενθουσιασμένη από την επίσκεψή της στο μέρος, η Μάργκαρετ πρότεινε στον σύζυγό της, να στήσουν εδώ το σπιτικό τους. Μόνο ένας τέτοιος τόπος θα ήταν ίσως αντάξιος της αγάπης τους.


Και επειδής ο Μίτσελ δεν μπορούσε -ούτε και ήθελε- να της χαλάσει το χατήρι, τα άφησε όλα πίσω και ήρθε κι αγόρασε. Μία έκταση απέραντη. 
Που εκτεινόταν σε υπέροχους λόφους -σαν αυτούς στους οποίους κατοικούν τα ξωτικά. Που εφαπτόταν σε μία παραμυθένια λίμνη -σαν εκείνες στις οποίες λούζονται οι νεράιδες.  


Έχτισε λοιπόν εδώ ένα σπίτι. Με μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν τ'απέναντι δάση. Και με δωμάτια κάμποσα. Και με κήπους. Και με αυλές. Και το όνομασε Kylemore Castle.


Ένα σπίτι με λουλουδιαστές ταπετσαρίες και όμορφα έπιπλα. Με κεντημένα χαλιά και μεγαλοπρεπείς κουρτίνες. Με σαλόνια και τραπεζαρίες. Με πολλά υπνοδωμάτια και μία μεγάλη κουζίνα στο υπόγειο και κοιτώνες για το υπηρετικό προσωπικό.


Ένα σπίτι που ήταν προορισμένο να γιομίσει με φωνές και μελωδίες και ευτυχισμένες καθημερινότητες. Ένα σπίτι που τα καλοκαίρια λούζεται με το φως της Κονεμάρα. Και τους χειμώνες προσφέρει θαλπωρή γύρω από τα τζάκια και κάτου από τα ζεστά παπλώματα.


Ήρθαν εδώ λοιπόν και φώλιασαν. Κι απέκτησαν όχι ένα, μήτε δύο. Αλλά εννιά παιδιά. Όλα τους, παιδιά αγάπης. Κι έγνοιας και τρυφερότητας. Δεν ήταν η αγάπη τους μία υπόσχεση ή μία ψευδαίσθηση, δεν εξελίχθηκε σε μία υποχρέωση ή μία συνήθεια. Παρέμεινε ζωντανή φωτιά στα σπλάχνα τους.


Ο Μίτσελ οργάνωσε το Kylemore και αξιοποίησε τις εκτάσεις του, με καλλιέργειες και θερμοκήπια και κάμποσες παραγωγικές δραστηριότητες. Και προσέλαβε υποστατικούς. Δίνοντας δουλειές σε δεκάδες κόσμο. Σε μία εποχή δύσκολη για την Ιρλανδία, που δεν είχε ακόμα συνέλθει από το μεγάλο λιμό. Μέχρι και σήμερα, οι κάτοικοι της περιοχής μνημονεύουν εκείνους τους καιρούς, λέγοντας πως το Kylemore αποτέλεσε μία από τις ελάχιστες οάσεις ανάπτυξης σε περιόδους μεγάλης δυστυχίας.


Αλλά η ιστορία μας, επιφυλάσσει ανατροπές. Και συμφορές μεγάλες. Έφυγε για ταξίδι μακρινό η Μάργκαρετ. Στην Αίγυπτο. Κι αρρώστησε βαριά. Το 1874, πέθανε από υψηλό πυρετό.


Κι έμεινε μονάχα η μορφή της στο μεγάλο πορτραίτο που κοσμεί το κεντρικό σαλόνι.


Ο Μίτσελ επέστρεψε απαρηγόρητος στο Kylemore. Μόνο που τίποτις δεν ήταν πια το ίδιο. Μήτε το σπίτι και οι κήποι, μήτε οι λόφοι και η λίμνη. Γιατί όλα ήσανε άδεια χωρίς εκείνην. Γιατί όλα ήσανε όμορφα μέσα από εκείνην.


Τα επόμενα χρόνια, ο Μίτσελ παραδόθηκε στη μελαγχολία. Που με τον καιρό έγινε θλίψη. Και ύστερα απόγνωση. Πήρε τα παιδιά και μετακόμισε αλλού. Επέστρεφε ολοένα και πιο αραιά στο Kylemore. Δεν άντεχε την απουσία της εκεί.


Εντέλει το κτήμα και το σπίτι πουλήθηκαν σε έναν Δούκα. Που το κράτησε κάποια χρόνια κι ύστερα αναγκάστηκε να το ξαναπουλήσει λόγω χρεών. Κι ύστερα πουλήθηκε ξανά και ξανά. Δίχως να στεριώσει ιδιοκτήτης.


Ώσπου το 1920, αγοράσθηκε από τις καλόγριες του τάγματος των Βενεδικτίνων. Που δούλεψαν οι ίδιες τα κτήματα. Και φρόντισαν ξανά τους κήπους. Και προσπάθησαν να αναπαλαιώσουν το κτήριο και να το επαναφέρουν στην προτέρα κατάστασή του. Πράγματι, σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα της περιοχής και συγκεντρώνει ουκ ολίγους τουρίστες. Που έρχονται ίσαμ'εδώ για να θαυμάσουν το μαγευτικό τοπίο της Κονεμάρα και να περιηγηθούν στο Kylemore Castle και τους καταπληκτικούς κήπους του.


Πού'ναι κι αυτοί υποδειγματικοί. Με το χάρακα και το διαβήτη.


Με μία πλειάδα κηπουρών να καλλωπίζει καθημερινώς τα παρτέρια, να περιποιείται με φροντίδα τα λουλούδια, να ξεχορταριάζει τις αλέες, να πλέκει τις πέργκολες και να δίνει σχήματα στους θάμνους.


Με εξωτικά φυτά και σπάνια άνθη. Με φοίνικες και χουρμαδιές. Και με μπανανιές ακόμα.


Με ευωδιές και χρώματα που κολακεύουν τις αισθήσεις.


Αυτό εδώ είναι το σπίτι του κηπουρού. Αξιοθέατο κι αυτό, με όλα τα αντικείμενα αφημένα στη θέση τους. Λες και πάγωσε ο χρόνος πριν κάποιες δεκαετίες. Και σταμάτησαν τα ρολόγια.


Περιπλανιέμαι στα δωμάτια και περιεργάζομαι τα έπιπλα και τα μπιμπελό. Σχεδόν ακούω τη σούπα που κοχλάζει στην κουζίνα. Τα πιάτα που στρώνονται στο τραπέζι. Την σύζυγο του κηπουρού που ανοίγει το παράθυρο για να φωνάξει τον άντρα της.


Και τα πιτσιρίκια που τρέχουν στα ξύλινα πατώματα. Και κυνηγιούνται πίσω από τις πολυθρόνες.


Και το παλιό πικάπ που παίζει δίσκους της Κολούμπια. Και της Χις Μάστερς Βόις. Ένα βιεννέζικο βαλς. Χορευτικά τραγούδια με φωνές που διακόπτονται από τ'αναπηδήματα της βελόνας. Τσάρλεστον και φαξ τροτ.


Ναι, είναι υπέροχο το Kylemore Castle. Γιατί όλα του, είναι καμωμένα από αγάπη. Κι ας έφυγε εκείνη. Κι ας χήρεψε αυτός.


Έλα μαζί μου, θέλω να σου δείξω κάτι τελευταίο. Αν ακολουθήσεις αυτό το δρομάκι, παραπλεύρως της λίμνης, θα χωθείς μέσα σε ένα παραμυθένιο δάσος. 


Αν διανύσεις περίπου μισό χιλιόμετρο, θα συναντήσεις ένα υπέροχο ξέφωτο. Όπου βρίσκεται μία μικρή, αλλά κομψευάμενη εκκλησία.


Όταν η Μάργκαρετ πέθανε, ο Μίτσελ διέταξε να ταριχεύσουν το σώμα της στην Αίγυπτο για να μπορέσει να το μεταφέρει στο Kylemore. Και να το αποθέσει κάτω από τη γη της Κονεμάρα που τόσο εκείνη ηγάπησε.


Έβαλε μάλιστα να χτίσουν στη μνήμη της ένα γοτθικό ναό. Που θα εγκιβωτίζει την αγάπη του γι'αυτήν, ακόμα κι όταν εκείνος πεθάνει. 

Σ'αγαπώ πριν σε γνωρίσω. Σ'αγαπώ κι όταν δεν θα υπάρχω.


Πριν μπούμε, θα ήθελα να κοιτάξεις αψηλά. Αντίς για τερατώδη gargoyles, ο Μίτσελ θέλησε να κοσμήσει το ναό με αγγέλους. Και αντί για χρωματιστά βιτρό, επέλεξε διάφανα.


Για να διεισδύει ανεμπόδιστα το φως της Κονεμάρα. Να χαϊδεύει για πάντα τη μνήμη της. να φωτίζει για πάντα την ουσία της.


Στέκομαι για λίγο βουβός και περιεργάζομαι το χώρο. Θαυμάζω τις εσωτερικές αψίδες. Μετράω τις πεντέξι σειρές με τα στασίδια. Κοιτάζω τη μορφή του Εσταυρωμένου που αναδύεται μέσα από το φως. Κι ύστερα παρατηρώ έναν άνδρα. Που κάθεται στην πρώτη σειρά. Σιωπηλός. Κι ακίνητος για ώρα. Θα μπορούσε νάναι ο Μίτσελ. Που θυμάται την αγαπημένη του, μέσα στο ναό που έσιαξε για χάρη της. Θα μπορούσε νάναι ο κάθε Μίτσελ. Που ελπίζει, που νιώθει, που λαχταρά. Που αναπολεί, που θυμάται, που νοσταλγεί. Ο κάθε μόνος του. Ο κάθε.


Βγαίνω και προχωρώ λίγα βήματα πίσω από την εκκλησία, όπου βρίσκεται ο τελευταίος μας σταθμός. Το σημείο που αναπαύεται εκείνη. Η Μάργκαρετ.


Η αγαπημένη σύζυγος του Μίτσελ. Ετών σαράντα πέντε. Εδώ ζήτησε να ταφεί και ο ίδιος. Που πέθανε τριανταέξι χρόνια αργότερα. Κι είναι οι δυό τους Mαζί. Με την αιωνιότητα να τους ανήκει. Κάποτε θαρρούσα ότι ο έρωτας δεν μπορεί να νικήσει το θάνατο, αλλά μπορεί τουλάχιστον να νοηματοδοτήσει τη ζωή. Στεκόμενος εδώ, δίπλα στον τάφο του Μίτσελ και της Μάργκαρετ, συνειδητοποιώ ότι ο έρωτας μπορεί να νικήσει και το θάνατο. 

Μαζί. Εσύ κι εγώ. Εγώ κι εσύ.  

Μαζί. 

Πώς μπορεί κανείς νάναι πιο δυνατός από αυτό μας το Mαζί;


Η ώρα πέρασε και θα πρέπει να φύγουμε. Κοιτάζω ξανά το ναό. Αποφασίζω να μπω για μία τελευταία φορά. Θέλω να δω αν ο άντρας που είχα παρατηρήσει πριν, κάθεται ακόμα εκεί.


Χαμογελώ. Δεν είναι πλέον μόνος. Όχι, καθόλου μόνος. Ναι, χαμογελώ. Που ξεύρω κι εγώ καλά πόσο πολύτιμο είναι. 

Το Μαζί. 

Κι ας φαίνεται μία απλή λέξη. Κι ας έχει να ανταγωνιστεί τόσα και τόσα άλλα, πολύ πιο βαρύγδουπα επιρρήματα. Το Απολύτως, το Δυνατά και το Ειλικρινά. Το Αληθινά, το Εντελώς και το Αδιάκοπα. 

Όχι, εκείνο παραμένει πολύ ισχυρότερο.

Διότι όταν το επενδύσεις με όλες του τις σημασίες, τότε από επίρρημα γίνεται Ουσιαστικό. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου