Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Αρανχουέζ


Μπορείς να ακούσεις ένα μέρος, χωρίς να το έχεις δει ή να το έχεις περπατήσει; Είναι λίγο περίεργο -ή και αφελές- το ερώτημα, το ξέρω. Όταν σκέφτεσαι ένα μέρος, έρχονται στο μυαλό σου όχι ήχοι, αλλά εικόνες: τοποθεσίες, κτήρια, δρόμοι, χρώματα, τέτοια πράγματα. Αν το καλοσκεφτείς 'όμως, θα συμφωνήσεις πως στοιχείο της εντύπωσης μπορεί να είναι και οι μυρωδιές, οι γεύσεις, οι υφές -επομένως, ακόμα και τα ακούσματα δύνανται να αποτελέσουν αναγνωριστικό στοιχείο ενός μέρους. 


Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ένα από τα πιο αγαπημένα μου κονσέρτα είναι το "Aranjuez" του Joaquín Rodrigo. Εξελάμβανα πάντα τη ρομαντική του διάθεση και τη δραματική του κλιμάκωση ως ένα είδος μελωδικής μέθης για το αυτί. Ακούγοντάς το, θαρρώ πως έχει κανείς την αίσθηση ενός γλυκού και ώριμου κρασιού μακράς παλαίωσης. Που ζωγραφίζει στο πρόσωπό σου ένα σιωπηλό χαμόγελο για όσα ξαφνικά θυμάσαι υπό την επήρειά του. 


Ήξερα εγκυκλοπαιδικώς ότι το Aranjuez είναι μία ισπανική πόλη. Αλλά χωρίς να γνωρίζω τίποτα παραπάνω γι'αυτήν, αλλά ούτε και να μπορώ να την τοποθετήσω στο χάρτη, είχα πλάσει με το νου μου την αίσθησή της. Πάνω στις νότες του Rodrigo. 


Είχα φανταστεί έναν τόπο που περιγράφεται με τις χορδές μίας κιθάρας. Που λικνίζεται στα σκιρτήματα της παιγνιώδους φλογέρας. Που μελαγχολεί με το θλιμμένο όμποε. Που δοκιμάσει τις εντάσεις του με τις κορυφώσεις του βιολιού.


Έφθασα μεσημέρι -γύρω στις τρεις και κάτι. Πάρκαρα σε ένα στενό δρομάκι πίσω από μία μπαρόκ εκκλησία. Άγιος Αντώνιος της Πάδοβας, διάβασα στην ταμπέλα. Να το θυμάμαι -είπα στον εαυτό μου- για να ξαναβρώ το αμάξι. Σκέφτηκα πως θα ήταν και κάπως απρεπές να χάσω το σημείο, καθώς τον Άγιο Αντώνιο επικαλούνται οι καθολικοί για να τους φανερώσει χαμένα αντικείμενα. 


Κοιτάζοντας τριγύρω μου, επιβεβαίωσα πως οι μικρές ισπανικές πόλεις παραμένουν ευλαβικά ταγμένες στη σιέστα. 


Όλα ερημώνουν το μεσημέρι. Σαν να υποχωρούν μπροστά στην ισχύ του αυτοκράτορα ήλιου. Σαν να εξαφανίζονται οι άνθρωποι για να μην τον προκαλέσουν.


Άρχισα να περιπλανιέμαι στους άδειους δρόμους. Να κοιτάζω τα κτήρια, τα κλειστά πορτοπαράθυρα.


Στάθηκα και χάζεψα μερικές αφίσες.


Ταυρομαχίες και φλαμένκο. Αποσυνάγωγα της σύγχρονης εποχής που επιβιώνουν εδώ, χάρις τους νωχελικούς ρυθμούς της επαρχίας. Που γαντζώνεται στο παρελθόν και δεν του επιτρέπει να σβήσει τόσο εύκολα. Ίσως γιατί η επαρχία συνεχίζει να βρίσκει μεγαλύτερο νόημα στις χθεσινές αναφορές της. 


Προσπαθώντας να χαρτογραφήσω αναγνωριστικά την πόλη, βρέθηκα σε μία τεράστια εντυπωσιακή πλατεία που την πλαισίωνε ένα νεοκλασικό περιστύλιο με δεκάδες κολόνες που σχημάτιζαν όμορφες αψίδες.


Ονομάζεται Plaza de Parejas. Που πάει να πει "η πλατεία των ζευγαριών". 


Σύμφωνα με την παράδοση, ήδη από την εποχή του Βασιλιά Φίλιππου του δεύτερου, τούτη η πλατεία ήταν σημείο συνάντησης των ερωτευμένων. Που περιπατούσαν το αίσθημά τους κάτω από τις αψίδες, απολαμβάνοντας τα παιχνιδίσματα των σκιών. 


Εδώ λέγεται πως η Βασίλισσα Ισαβέλλα η Δεύτερη συναντιόνταν με τον παράνομο έρωτά της, τον Στρατηγό Francisco Armero. Όλη η χώρα μίλαγε για το σκάνδαλο και το παλάτι έγινε περίγελος για τη μοιχαλίδα Ισαβέλλα και τον ατιμασμένο σύζυγό της, Βασιλέα Φραγκίσκο της Ασίζης. 


Εντέλει, η έρμη η Ισαβέλλα οδηγήθηκε στην εξορία το 1868. Τον έρωτά της όμως δεν τον απαρνήθηκε ποτές. 


Άρχισα να μπαινοβγαίνω κάτω από τις αψίδες, πατώντας άλλοτε το φως κι άλλοτε τις σκιές. Σαν να βαδίζω πάνω στις οπές μίας μακριάς φλογέρας. Σαν να ισορροπώ πάνω τα διαστήματα της διατονικής κλίμακας. 


Ύστερα κινήθηκα προς το μεγάλο κτήριο που δεσπόζει στο ιστορικό κέντρο της πόλης.


Πρόκειται για το μεγαλοπρεπές Παλάτι του Aranjuez. Που χρησίμευε ως θερινή κατοικία των βασιλέων της Ισπανίας.


Βλέπεις, το Aranjuez ήταν για χρόνια τόπος στον οποίο οι γαλαζοαίματοι πήγαιναν για κυνήγι και αναψυχή. Ο Φίλιππος που λέγαμε πριν, ήταν εκείνος που αποφάσισε να οικοδομήσει εδώ, ένα παλάτι για να έρχεται συχνότερα.


Οι μεταγενέστεροι Ισπανοί βασιλείς πολύ εξετίμησαν το παλάτι ετούτο. Και το επέκτειναν και το εστόλισαν και το εκατοίκησαν. Και υπερηφανεύονταν ότι ήταν τόσο θαυμαστό και ειδυλλιακό που μπορούσε να συγκριθεί μόνο με τις Βερσαλλίες.  


Στις αίθουσες του περιλαπλανήθηκα για ώρα. Προσπαθώντας να σχηματίσω στο μυαλό μου τη ραστώνη των βασιλικών οικογενειών που ξόδευαν εδώ τα καλοκαίρια τους. 


Ράθυμοι βασιλείς, βαριεστημένες βασίλισσες, επίδοξοι πρίγκιπες, μελαγχολικές πριγκιποπούλες. Που περνούσαν τις ατελείωτες, θερινές μέρες τους με τους υπηρέτες, τους αυλικούς και τις κυρίες των τιμών. Και με τις βαθιές ανάσες της ζέστης να ιδρώνουν τα μεσημέρια τους.


Προσπάθησα να τους φανταστώ να γρατζουνάνε τις καθημερινότητές τους. Σαν την πένα που βαλαντώνει τις χορδές της κιθάρας. Και σιάχνει μία μελωδία που ξεκινάει αργά, λίγο απρόθυμα και ύστερα χορεύει τα πάθη της.


Ξανοίχτηκα στους κήπους. 


Τους υπέροχους κήπους του παλατιού, που απλώνονται γύρω από υδάτινα κανάλια.


Απήλαυσα τα ανθισμένα παρτέρια, εθαύμασα τις αλέες, εκύκλωσα τα σιντριβάνια.


Στάθηκα -πάντα σιωπηλός- σε αρκετά σημεία αυτού του υπέροχου μέρους. Χαμένος σε σκέψεις δικές μου. Αλλά και αναλογιζόμενος την τύχη μου. 


Που πάντρεψα τον ήχο με εικόνες. Που βρέθηκα μέσα στο κονσέρτο.


Που επιβεβαίωσα πως το Aranjuez είναι πράγματι μαγευτικό. Και ρομαντικό και αισθαντικό. Ακόμα και τις μελαγχολίες σου, μπορείς εδώ να απολαύσεις.


Τις εναλλασσόμενες διαθέσεις που ανοιγοκλείνουν σαν τα κλειδιά στο όμποε. Που εκτείνονται σε τρεις οκτάβες. Τις προσδοκίες σου, τις ματαιώσεις σου, τις απελπισίες σου.


Όλα εδώ είναι, σαν θέλεις να τ'ακούσεις.


Και οι σιγανοί σου ψίθυροι, αλλά και οι εντάσεις σου. Αυτές οι κορυφώσεις του βιολιού, καθώς το δοξάρι τραβάει τον ήχο στις ακρότητές σου. Όλες οι μουσικές σου, μαζί σου είναι -μέσα σου.


Ακολούθησα τα κανάλια και συναντήθηκα με τον ποταμό. Τον υπέροχο Τάγο. Που βρέχει εδώ και χρόνια το Aranjuez και δροσίζει τις ησυχίες του.


Σε κάποιο σημείο του, λίγο έξω από την πόλη, οι αμμώδεις όχθες σχηματίζουν παραλίες. Βάδισα πάνω στην ζεστή άμμο και πλησίασα το νερό. Η ροή ήταν απαλή, κελαρυστή, σχεδόν ψιθυριστή. Μα τα πουλιά, τα έντομα και τα γέλια μιας παρέας ανθρώπων που πλατσούριζαν χαρούμενοι μερικά μέτρα πιο πέρα συνέθεταν πολλών ειδών συμφωνίες. Αφέθηκα στη μουσική τους. Προσέθεσα το φλάουτο, το όμποε, το βιολί και την κιθάρα. Και έπαιξε μέσα μου ξανά -με έναν τρόπο αλλιώτικο- το κονσέρτο του Rodrigo. 


Ακόμα πιο τρυφερά, ακόμα πιο μελωδικά, ακόμα πιο εσωτερικά. Έκλεισα τα μάτια μου και ο Τάγος ήρθε και με πλημμύρισε. Εκκωφαντικά και εξαγνιστικά. Γιομάτος με νότες που ξεσπάνε σαν βροχή ποτιστική και ρέουν σαν δάκρυα απελευθερωτικά. Επιτρέποντας στην ψυχή να ξεδιψάσει. 


Και να ξεκουραστεί επιτέλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου