Κατά τη συνήθη τακτική μου, έφθασα στο αεροδρόμιο για την πτήση μου αρκετά ενωρίτερα. Εντάξει, υπερβολικά ενωρίτερα. Προς υπεράσπισή μου, (α) είχα να παραδώσω βαλίτσα, (β) φοβόμουν το ενδεχόμενο μεγάλης αναμονής στον έλεγχο διαβατηρίων και τελοσπάντων (γ) σκέφτηκα ότι πολλά μπορεί να πάνε στραβά στο αχανές αεροδρόμιο της Ατλάντα -δεδομένου ότι είναι άλλωστε το μεγαλύτερο του κόσμου σε επιβατική κίνηση.
Παραδόξως όλα κύλησαν εξαιρετικά γρήγορα και αφού τελείωσα με τους ελέγχους και έριξα μία σύντομη ματιά στα μαγαζιά για να επιβεβαιώσω ότι οι Τομπλερόνε είναι στη θέση τους και οι κολώνιες παραμένουν ακριβές, κατευθύνθηκα στην πύλη αναχώρησης με σκοπό να περάσω τις δύο ώρες που απέμεναν, παρέα με τα διαβάσματά μου και κανένα podcast.
Μερικά λεπτά αργότερα και ενώ είχα ήδη χαθεί στο βιβλίο μου (το “Algospeak” του Adam Aleksic, μία ενδιαφέρουσα μελέτη για την επίδραση που ασκούν τα social media στη γλώσσα), μία καλοβαλμένη κυρία γύρω στα 70, ήρθε και κάθησε απέναντι μου. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν στιγμιαία και ανταλλάξαμε ένα ευγενικό χαμόγελο, από εκείνα τα καθησυχαστικά χαμόγελα της αστικής ευγένειας που πολύ εκτιμώ. Στη φευγαλέα εκείνη επαφή, μου φάνηκε ευχάριστα συμπαθητική. Θα έλεγα και κάπως αριστοκρατική. Λεπτοκαμωμένη, με περιποιημένα ξανθά μαλλιά, λαμπερό πρόσωπο, λευκό δέρμα, κομψό και φροντισμένο ντύσιμο. Αν έπρεπε να μαντέψω εισοδηματικό επίπεδο, φαντάζομαι θα την κατέτασσα στο middle upper class -ναι, έχω κι αυτό το κακό συνήθειο να κατατάσσω ακόμα και συγκυριακές γνωριμίες, βάσει διαφόρων ταξινομήσεων που έχω στο κεφάλι μου.
Καθώς περνούσε η ώρα, ο κόσμος άρχισε να πυκνώνει. Τριγύρω μου ήρθαν και έκατσαν καναδυό οικογένειες Αμερικανών και μία παρέα με μαύρες κοπέλες που χαχάνιζαν δυνατά καθώς χάζευαν βιντεάκια στο κινητό τους. Παρά τη 11ωρη πτήση που μας περίμενε, η διάθεση ήταν αλέγκρα, καθώς ήταν προφανές ότι οι περισσότεροι έρχονταν στην Ελλάδα για διακοπές. Ναι, ο συνδυασμός της Ακρόπολης, της Σαντορίνης, της παραλίας και του πιτόγυρου δημιουργεί μία μεθυστική αίσθηση προσμονής στους ξένους επισκέπτες μας.
Λίγα λεπτά πριν την επιβίβαση, το βλέμμα μου έπεσε και πάλι στην κυρία με την οποία είχα χαιρετιστεί πριν. Διάβαζε με προσήλωση έναν οδηγό της Αθήνας και σημείωνε με το στύλο της. Είχε μία έκφραση ευχαρίστησης. Σκέφτηκα πόσο χαρούμενος είμαι κι εγώ κάθε φορά που ετοιμάζομαι να ανακαλύψω έναν νέο προορισμό και μοιράστηκα για λίγο τη χαρά της. Τυπική και συνεπής, με το που έγινε η αναγγελία επιβίβασης, έχωσε μεμιάς τον οδηγό στην τσάντα της, τοποθέτησε τα γυαλιά της στη θήκη τους και στάθηκε διακριτικά στην ουρά, βαστώντας το διαβατήριο της για να μπει στο αεροσκάφος.
Όσο ψύχραιμα κι αν αντιμετωπίζεις τις υπερατλαντικές πτήσεις, η αλήθεια είναι ότι παραμένουν αδυσώπητα κουραστικές. Ξεκινάς με τις καλύτερες προθέσεις, έχοντας οπλιστεί με υπομονή και έχοντας φορτώσει κάμποσα βιβλία και ταινίες στο ταμπλετ σου για να αντέξεις, αλλά κάπου στη μέση του ταξιδιού, σε πιάνει η απελπισία και νιώθεις ότι έχεις βρεθεί σε κάποια τρύπα του χωροχρόνου στην οποία τα λεπτά κυλούν με βασανιστική βραδύτητα.
Παρότι η Ατλάντα βρίσκεται αρκετά νότια στις ΗΠΑ, τα αεροπλάνα προς την Αθήνα ακολουθούν μία διαδρομή που εκ πρώτης σου φαίνεται παράδοξη. Πηγαίνουν βόρεια, πετούν πάνω από τις ανατολικές επαρχίες του Καναδά, εξέρχονται στον Ατλαντικό λίγο πιο νότια από τη Γροιλανδία και αφού περάσουν την Ισλανδία και τις βρετανικές νήσους, πιάνουν την ηπειρωτική Ευρώπη με κατεύθυνση νοτιοανατολικά προς τα Βαλκάνια. Λόγω της καμπυλότητας της γης, η διαδρομή αυτή είναι συντομότερη.
Είχαν περάσει ήδη οι πρώτες διόμιση ώρες και έχοντας αφήσει ξωπίσω μας την Νέα Υόρκη και τη Μασαχουσέτη, πιάσαμε το Μέιν και κατευθυνόμασταν προς τον Καναδά. Ο ουρανός ντύθηκε στα μαβί και άρχισε να σκοτεινιάζει, καθώς έπεφτε το δείλι. Οι αεροσυνοδοί μάς σέρβιραν το βραδινό γεύμα με σκοπό να κλείσουν ακολούθως τα φώτα ώστε να κοιμηθούν όσοι το επιθυμούσαν. Ω ναι, τους φθονώ εκείνους που καταφέρνουν να κερδίζουν έναν βαθύ ύπνο κατά τη διάρκεια τέτοιων πτήσεων -όσο κι αν το έχω προσπαθήσει τόσες φορές, ουδέποτε τα έχω καταφέρει. Και έχω αναγκαστικά συμφιλιωθεί με αυτή την αδυναμία μου.
Είχα αρχίσει να παρακολουθώ στο τάμπλετ ένα ντοκιμαντέρ για την εκκένωση της Σαϊγκόν από τους Αμερικανούς στο τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ, όταν αντιλήφθηκα έντονη κινητικότητα στο διάδρομο. Άκουσα ότι κάποια κυρία ένιωσε έντονο πονοκέφαλο και μια αρκετά ανήσυχη αεροσυνοδός έσπευσε να της φέρει λίγο νερό και κανένα παυσίπονο. Υψώνοντας για λίγο το βλέμμα μου, συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για εκείνη την κυρία που μου είχε χαμογελάσει στο αεροδρόμιο. Την είδα να επιχειρεί να σηκωθεί μήπως συνέλθει, αλλά το πρώτο βήμα της ήταν εξαιρετικά αδύναμο, έχασε εντελώς την ισορροπία της και παραλίγο να σωριαστεί. Ευτυχώς η αεροσυνοδός που της έφερνε το νερό, επέδειξε γρήγορα αντανακλαστικά, έτρεξε και την κράτησε για να μην πέσει και της συνέστησε να καθίσει και πάλι στην καρέκλα της. Η κυρία υπάκουσε στωικά. Συνέχισα να παρακολουθώ το ντοκιμαντέρ μου, με τους Βιετκόνγκ να προελαύνουν στη Σαϊγκόν.
Το αεροπλάνο πέταγε εδώ και ώρα πάνω από τις ανατολικές ακτές του Καναδά, όταν τα φώτα ξαφνικά άναψαν και από το μικρόφωνο η αεροσυνοδός μάς ενημέρωσε ότι προέκυψε ζήτημα υγείας με κάποια επιβάτη, ζητώντας από γιατρούς που τυχόν υπήρχαν ανάμεσά μας να προστρέξουν άμεσα σε βοήθεια. Επτά άνθρωποι, πέντε άντρες και δυο γυναίκες, σηκώθηκαν από τη θέση τους ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα -ορίστε και ένα καλό με τα θηριώδη αεροπλάνα που εκτελούν υπερατλαντικές πτήσεις: λόγω του πλήθους των επιβατών, είναι πολλές οι πιθανότητες να ταξιδεύει και κάποιος γιατρός.
Μετά από σύντομη συνεννόηση μεταξύ τους, οι δυο εξ αυτών που κρίθηκε ότι είναι πιο σχετικοί εξέτασαν την κυρία με ό,τι μέσα διέθεταν και με τους υπόλοιπους να στέκουν λίγο πιο πίσω στο διάδρομο για συμπληρωματικές γνώμες. Ένα ιατρικό συμβούλιο εξελισσόταν μερικές χιλιάδες πόδια πάνω από το έδαφος και με όλους μας να περιμένουμε σιωπηλοί τη διάγνωση.
Η κυρία -που σημειωτέον ταξίδευε μόνη- είχε πάθει οξύ εγκεφαλικό. Οι γιατροί την τοποθέτησαν ανάσκελα με το κεφάλι και τους ώμους ελαφρώς ανασηκωμένα. Η αεροσυνοδός τη βοήθησε να χαλαρώσει τη ζώνη της και κατ’εντολή των γιατρών έφυγε τρέχοντας για να φέρει μια φιάλη οξυγόνο. Τα επόμενα λεπτά ήταν αγωνιώδη: ο ένας γιατρός που είχε πέσει πάνω της, της μιλούσε ακατάπαυστα θέτοντας ερωτήσεις («What’s your name again?”, “Is it Vivian?” “Can you please remind me our exact day, Vivian?”, “Where do you live, Vivian?” κ.λπ.) και ο άλλος της τοποθετούσε το οξυγόνο, ενώ η αεροσυνοδός της κράταγε το χέρι. Όσο πέρναγε η ώρα, τόσο πιο ανήσυχοι φαίνονταν όλοι τους. Οι δύο που ήταν πιο κοντά της, αντάλλαξαν μερικές ματιές και έγνεψαν στους υπόλοιπους που έστεκαν στο διάδρομο ότι τα πράγματα είναι δύσκολα. Άκουσα τον έναν να λέει στεναχωρημένος ότι η γυναίκα έχει-δεν έχει κάνα δίωρο ακόμα πριν να είναι εγκεφαλικά νεκρή. Η αεροσυνοδός έφυγε τρέχοντας προς το πιλοτήριο.
Μερικές στιγμές αργότερα ακούστηκε μια αντρική φωνή στο μικροφωνο. Ήταν ο πιλότος. “Κυρίες και κύριοι, λόγω της σοβαρότητας του περιστατικού, θα πρέπει βάσει του πρωτοκόλλου να προσγειωθούμε άμεσα. Επειδή δεν υπάρχει περιθώριο χρόνου να επιστρέψουμε προς τις ΗΠΑ, αλλά ούτε και μπορούμε να περάσουμε τον Ατλαντικό γιατί ο χρόνος μας πιέζει αφάνταστα, θα επιχειρήσουμε αναγκαστική προσγείωση στην μόνη επιλογή που διαθέτουμε αυτή τη δύσκολη ώρα: στο τελευταίο αεροδρόμιο του Καναδά πριν τη Γροιλανδία, στο νησί St. John’s.»
Προφανώς συναισθανόμενοι την κρισιμότητα των στιγμών, μουδιασμένοι και ανήσυχοι, ανασκουμπωθήκαμε άπαντες στις θέσεις μας και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την προσγείωση. Το St John’s είναι ένα αραιοκατοικημένο νησί κοντά στον αρκτικό κύκλο και διαθέτει αεροδρομιο με μικρό αεροδιάδρομο καθώς δεν εξυπηρετεί διεθνείς πτήσεις. Επομένως ναι, η προσγείωση θα ήταν μια πρόκληση για τον πιλότο.
Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ο ουρανός είχε κάτι το μεταφυσικό: σκορπισμένα νησάκια στις ερεβώδεις παλέτες του μωβ. Σαν να έβλεπες σκηνές από το Λυκόφως των Θεών. Σαν να άκουγες συμφωνικό έργο του Βάγκνερ.
Μια νέα ανακοίνωση μας επισήμανε να δέσουμε τις ζώνες μας και μας υπενθύμισε τα μέτρα ασφαλείας (μάσκες οξυγόνου, σωσίβια, οδηγίες για τυχόν εκκένωση του αεροσκάφους).
Οι γιατροί είχαν επιστρέψει στις θέσεις τους. Εκτός από έναν. Είχε αναλάβει να μείνει δίπλα στην Vivian, καθισμένος κάτω στο διάδρομο ανάμεσα στις θέσεις για να την παρακολουθεί. Και δίπλα του, επίσης κουλουριασμένη στο διάδρομο η αεροσυνοδός που τους κρατούσε και τους δυο.
Ξέρεις, υπάρχουν στιγμες στη ζωή που υψώνονται μπροστά σου ως μνημεία ανθρωπισμού. Ως ηχηρές αποδείξεις ενός ψυχικού και συναισθηματικού μεγαλείου που αντιστέκεται στα αμέτρητα πάθη και τις μικρότητες μας. Στις εγωιστικές μας κορώνες, τις τοξικές μας επιθέσεις, τις φανατικές μας αμετροέπειες. Να, μια τέτοια σκηνή έβλεπα μπροστά μου. Τη Vivian στην κρίσιμη μάχη για τη ζωή, τον γιατρό και την αεροσυνοδό στην πιο ηχηρή απόδειξη ενός γνήσιου αλτρουισμού που υπερβαίνει το απλό επαγγελματικό καθήκον. Να, και τέτοιοι μπορούμε να είμαστε: πελώριοι, σημαντικοί, γενναίοι.
Το αεροπλάνο είχε φθάσει μερικές δεκάδες μέτρα από το έδαφος. Τα φωτάκια του αεροδιάδρομου εμφανίστηκαν από κάτω και ο πιλότος έκανε μια απότομη βουτιά. Κρατήσαμε όλοι την ανάσα μας. Γαντζώθηκα στα μπράτσα της καρέκλας. Οι πίσω ρόδες πάτησαν το έδαφος και το αεροσκάφος τραντάχτηκε. Ευθείς αμέσως ο πιλότος άρχισε να φρενάρει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τα γόνατα όλων μας έκαναν αντίσταση στις μπροστινές καρέκλες, ενώ κρατάγαμε την αναπνοή μας. Εντέλει μετά από μερικά αγωνιώδη δευτερόλεπτα, καταφέραμε να ακινητοποιηθούμε. Μερικοί από τους ελάχιστους Έλληνες που επέβαιναν στην πτήση, έκαναν το σταυρό τους.
Ο γιατρός και η αεροσυνοδός σηκώθηκαν και πάλι όρθιοι, δίπλα στη Vivian. Έξω από το παράθυρο, είδα παρατεταγμένα τα ασθενοφόρα και τα πυροσβεστικά οχήματα που μας περίμεναν -προφανώς τα δεύτερα, για να επέμβουν σε περίπτωση που δεν τα καταφέρναμε στην προσγείωση. Μερικές στιγμές αργότερα, μία ομάδα Καναδών γιατρών και διασωστών μπήκε στο αεροπλάνο. Τοποθέτησαν τη Vivian σε φορείο. Η αεροσυνοδός εντόπισε και τους έδωσε μαζί την τσάντα της -σκέφτηκα ότι εκεί μέσα βρισκόταν η θήκη με τα γυαλιά της και εκείνος ο οδηγός για την Αθήνα. Με τα σημειωμένα αξιοθέατα.
Μείναμε εκεί, καθηλωμένοι, εντός του αεροσκάφους επ’αόριστον. Πρώτον, διότι είχαμε βρεθεί σε μία τρίτη χώρα και δεν μπορούσαμε να αποβιβαστούμε. Και δεύτερον, διότι λόγω της βίαιης προσγείωσης και της τεράστιας τριβής, είχαν υπερθερμανθεί τα φρένα και οι ρόδες. Παρότι η εξωτερική θερμοκρασία ήταν αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν, χρειάστηκε εν τω μέσω της νυκτός, να επιστρατευθεί ειδικό μηχάνημα για να ψύξει τους τροχούς. Μετά από τέσσερις ώρες αναμονής και κάμποσες καθησυχαστικές ανακοινώσεις, ο πιλότος μας έδωσε εντολή να δέσουμε και πάλι τις ζώνες μας και να ετοιμαστούμε για μία εξίσου απότομη απογείωση. Χωρίς τη Vivian.
Πράγματι, το αεροσκάφος πήρε απότομη φόρα και επιχείρησε μία σχεδόν κάθετη άνοδο προς τα ψηλά. Σύντομα βρισκόμασταν και πάλι στον αέρα, με τον σκοτεινό Ατλαντικό να απλώνεται ως αίσθηση και ως σκιά από κάτω μας. Ως μια τεράστια σιωπηλή απεραντοσύνη του πουθενά και του κανένα.
Οι ώρες ως την Αθήνα κύλησαν ακόμα πιο αργά από ό,τι θα περίμενα. Θέλεις η συσσωρευμένη ένταση; Θέλεις οι κάμποσες αναταράξεις και τα συνεχή κενά που μας τράνταζαν για το υπόλοιπο της βραδιάς; Ήταν μία δύσκολη πτήση ως το τέλος της.
Έφθασα σπίτι νωρίς το πρωί. Σχεδόν τριάντα ώρες ξάγρυπνος. Άνοιξα τις μπαλκονόπορτες, έβαλα την τηλεόραση να παίζει. Δύο πολιτικοί μάλωναν για το πρόβλημα της ακρίβειας. Έφτιαξα έναν καφέ, αποφασισμένος να παλέψω τη νύστα για να προκάμω κάπως με το jet lag. Σωριάστηκα στον καναπέ κι άρχισα να αλλάζω τα κανάλια με το τηλεκοντρόλ. Δεν είχε τίποτα να δω. Ο νους μου πήγε στη Vivian. Να είναι αραγές ζωντανή; Τη σκέφτηκα να ξυπνάει σε έναν άγνωστο θάλαμο νοσοκομείου στο νησί St John’s του Καναδά. Κοντά στον αρκτικό κύκλο. Ευχήθηκα να είναι ζωντανή. Και την ευχαρίστησα θερμά. Που μου επιβεβαίωσε.
Την πολύτιμη σημασία εκείνου του χαμόγελου που ανταλλάξαμε.