Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

Φιλοξενούμενος του Santiago Calatrava


Από τους starchitects του β' μισού του 20ου αιώνα, εκείνον που εκτιμώ μάλλον λιγότερο είναι τον Santiago Calatrava. Ναι, τον δικό μας τον άνθρωπο, που μας έχτισε κοτζαμάν Ολυμπιακό Κέντρο με κινούμενες κατασκευές που δεν κουνιούνται, σκέπασε το Ολυμπιακό μας το Στάδιο με εκείνη την απερίγραπτη στέγη κι έσιαξε την πιο άκυρη πεζογέφυρα της Αθήνας στο σταθμό του μετρό στην Κατεχάκη.


Ναι, το κατάλαβες, δεν τον εσυμπαθώ. Και δεν είναι ότι δεν το έχω προσπαθήσει. Στ'ορκίζομαι πως κάθε φορά προσεγγίζω τα αρχιτεκτονήματά του με την πιο καλοπροαίρετη διάθεση. Θέλω να μου αρέσουν. Διαβάζω γι'αυτά, χαζεύω προσχέδια, επιζητώ να καταλάβω τη συλλογιστική και να συναισθανθώ την έμπνευση. 


Αλλά -πέραν δυοτριών εξαιρέσεων- η τελική αίσθηση που αποκομίζω όταν βρεθώ μπροστά τους, είναι συνήθως απελπιστικά απογοητευτική.


Και πράγματι έχω δει από κοντά, πολλά έργα του σε διάφορες χώρες του κόσμου. Κτήρια γραφείων και κατοικιών, στάδια, μουσεία, οβελίσκους, πεζογέφυρες (κάποιες χειρότερες και από αυτήν της Κατεχάκη). Έχω περπατήσει δίπλα τους, επάνω τους ή μέσα τους. Τα έχω αγγίξει, τα έχω φωτογραφήσει, έχω κάτσει κι έχω πιάσει κουβέντα μαζί τους. 


Το μόνο που δεν είχα ως εμπειρία ήταν να διαμείνω σε κάποιο εξ αυτών, μη-χειρότερα.


Μέχρις που ήρθα εδώ. 


Βρισκόμαστε στο Οβιέδο, μία απίθανα ενδιαφέρουσα πόλη στον Βορρά της Ισπανίας. Αν δεν την έχεις ματακούσει, θα σου πρότεινα να την τοποθετήσεις στο bucket list σου ψηλά-ψηλά. Το ιστορικό κέντρο του Οβιέδο είναι ένα αριστούργημα και δεν θα προλαβαίνεις να εκπλήσσεσαι από τα υπέροχα κτήρια, τις πλατείες, τους δρόμους και τις εκκλησίες. Δεν είναι της παρούσης, αλλά υπόσχομαι να επανέλθω.


Λίγο πιο έξω από το ιστορικό κέντρο, σε μια πιο ήσυχη γειτονιά της πόλης, βρίσκεται ετούτο.


Ένα κτήριο ογκώδες και επιβλητικό που ακούει στο καθόλου ταπεινό όνομα El Palacio de Exposiciones y Congresos. Το Εκθεσιακό και Συνεδριακό Παλάτι. 


Ναι, έχει σχεδιαστεί από τον Calatrava.


Το αντιλαμβάνεσαι με το που το βλέπεις. Είναι εύκολα αναγνωρίσιμη η υπογραφή του, γεγονός που οπωσδήποτε προσθέτει πόντους στο έργο ενός αρχιτέκτονα: μεγάλο πράμα η συνεπής και διακριτή ταυτότητα. Να βλέπουν ένα κτήριο σου και να λένε "σίγουρα τό'χει σχεδιάσει ο Calatrava".


Το οικοδόμημα καταλαμβάνει μία τεράστια έκταση στην οποία κάποτες βρισκόταν ένα στάδιο ποδοσφαίρου. Και είναι τέτοια τα μεγέθη του που επιβάλλεται με τρόπο απόλυτο και εκκωφαντικό -ειδικά αν το συγκρίνεις με τα τριγύρω κτήρια που το κοιτάζουν σχεδόν σαστισμένα. Κι ας έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότες που εγκαινιάστηκε, το 2007-8. 


Το Εκθεσιακό και Συνεδριακό Παλάτι εκτείνεται σε τρεις ορόφους, περιλαμβάνοντας τη μεγάλη κύρια αίθουσα με επιφάνεια 2.300 τ.μ., μία άλλη αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, καμιά δωδεκαριά αίθουσες διασκέψεων και τεράστιους βοηθητικούς χώρους.


Αλλά για να σε προσγειώσω και στις εδώθε κακοτοπιές, η κύρια αίθουσα συνεδριάσεων έπαυσε να χρησιμοποιείται μόλις τέσσερα χρόνια μετά τα εγκαίνιά της (λόγω της οικονομικής κρίσης), ενώ και οι λοιποί χώροι που προορίζονταν για εμπορικές χρήσεις έκλεισαν το 2019. Ναι, μία μιζέρια και μία κατάντια, την ενιώθεις. 


Τώρα βέβαια θα μου πεις, τι φταίει ο καψερός ο αρχιτέκτονας, αν το δημιούργημά του κακόπεσε σε χέρια ανάξιων μάνατζερς που δεν κατάφεραν να το διοικήσουν καθόπως του έπρεπε. Πόσο δίκαιο είναι να του προσάψουμε ευθύνες που μάλλον δεν του αναλογούν; Τελοσπάντων, σου υποσχέθηκα να είμαι καλοπροαίρετος μαζί του.


Μα είναι όμως κι εκείνα τα σκάνδαλα με τα κατασκευαστικά λάθη που δεν μπορώ να σου τα αποκρύψω. Οι ανάδοχοι που είχαν αναλάβει το έργο οικοδόμησης, είχαν προειδοποιήσει για σημαντικά προβλήματα στο σχεδιασμό και ειδικά στο υδραυλικό σύστημα που υποτίθεται πως θα εξασφάλιζε κάποια κίνηση στο κάλυμμα του κεντρικού τμήματος του κτηρίου. Η κίνηση δεν επιτεύχθηκε, οι υπερβάσεις κόστους ήταν απερίγραπτες, τα προβλήματα και οι καθυστερήσεις έφτασαν να εξοργίσουν τις τοπικές αρχές και κάμποσες οργανώσεις πολιτών. 


Στις 6 Αυγούστου 2006, ένα κομμάτι σίδερο και σκυρόδεμα κατέρρευσε από ύψος δεκαπέντε μέτρων και τραυμάτισε (ευτυχώς ελαφρά) τρεις εργάτες. Ακολούθησε αγωγή και ο Calatrava βρέθηκε στα δικαστήρια, όπου αναγκάστηκε εντέλει να καταβάλει αποζημιώσεις τρεισήμισι εκατομμυρίων ευρώ. 


Το 2014, ο ανάδοχος του έργου και ο Calatrava αντάλλαξαν νέες μηνύσεις επιρρίπτοντας ο ένας στον άλλον την ευθύνη για σημαντικά κατασκευαστικά λάθη. 


Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο Calatrava και το αρχιτεκτονικό του γραφείο επέδειξαν ολιγωρία και δεν κατεύθυναν αποτελεσματικά τις εργασίες στο κτήριο και επομένως, του επέβαλε την καταβολή άλλων τριών εκατομμυρίων ευρώ. 


Για να σου κάμω μία σούμα, διότι πέφτουν τα εκατομμύρια βροχή και δεν τα προλαβαίνεις, να σου πω ότι ο αρχικός προϋπολογισμός για την κατασκευή του έργου ήταν εβδομήντα έξι εκατομμύρια ευρώ και εντέλει μας στοίχισε τριακόσια εξήντα εκατομμύρια ευρώ. Σχεδόν πενταπλάσια δηλαδή.


Και να πεις ότι λειτουργεί; Τζίφος! Ουδέποτε εντέλει αξιοποιήθηκε συστηματικά, ενώ σήμερα χάσκει σχεδόν σαν ένα υπερμεγέθες φάντασμα που στοιχειώνει με την παρουσία του αυτό το σημείο της πόλης.


Μία από τις ελάχιστες χρήσεις του είναι ένα τετράστερο ξενοδοχείο που στεγάζεται στο νότιο τμήμα του κτηρίου. 


Και στο οποίο απεφάσισα να διαμείνω εις πείσμα της αντιπάθειας και ορμώμενος από τη συνήθη μου ασίγαστη περιέργεια.


Η εσωτερική αισθητική του ξενοδοχείου προφανώς δεν μπορεί να πιστωθεί στον Calatrava, αλλά μου φάνηκε αρκετά συνεπής στην αρχιτεκτονική ταυτότητα του κτηρίου. Προφανώς οι άνθρωποι προσπάθησαν να προσαρμοστούν στο περιβάλλον που τους στεγάζει.


Λευκές επιφάνειες, έντονες γραμμές, ελάχιστα μεμονωμένα διακοσμητικά στοιχεία. 


Χωρίς να αποφεύγονται όμως και οι κιτς επιλογές, όπως κάτι ανεκδιήγητες καρέκλες-πρόσωπα που αναρωτιέσαι ποιο διεστραμμένο μυαλό τις σκέφτηκε.


Ή κάποια φωτιστικά από εκείνα που συναντάς σε αίθουσες δεξιώσεων της επαρχίας, στο δέκατο έκτο χιλιόμετρο της εθνικής οδού ανάμεσα στα αμπλελοχώραφα. 
  

Το δωμάτιο ήταν μάλλον λιτό και αρκετά ψυχρό, όπως και οι περισσότεροι κοινόχρηστοι χώροι του ξενοδοχείου.


Τα κομοδίνα με τον εσωτερικό φωτισμό θα τα περίμενες σε κάποια κουκέτα του Γκαλάκτικα ή του Έντερπράιζ. Άνετα θα μπορούσα να φανταστώ εδώ τον Ζαν Λουκ Πικάρντ να κάθεται και να γράφει το ημερολόγιο καπετάνιου της αστρικής ημέρας 41.153 μνημονεύοντας μία μάχη με τους Κλίγκον.


Με ενδιαφέρον χάζευα τα αρχιτεκτονικά τμήματα του κτηρίου από τα μέσα του και πραγματικά αναρωτιόμουν πώς κατάφερε ο άτιμος να σιάξει ένα τόσο χοντροκομμένο μεγαθήριο σε μία τόσο κομψή και όμορφη πόλη όπως το Οβιέδο. Και κυρίως, γιατί του επιτράπηκε. 


Μόνο τα τσούρος και οι τοπικές λιχουδιές που σερβίρονταν στο πρωινό κατάφεραν κάπως να εξισσοροπήσουν αυτή την παγωμάρα και την αίσθηση ότι με είχε καταπιεί ένα κακό ειδικό εφέ από ταινία επιστημονικής φαντασίας δεύτερης διαλογής.


Για να μην σου τα πολυλογώ, η εμπειρία της διαμονής σε ένα έργο του Calatrava ουχί μόνο δεν ανέτρεψε την άποψη που είχα για του λόγου του, αλλά την ενίσχυσε έτι περαιτέρω. Και με βοήθησε να καταλάβω για ποιο λόγο δεν μου αρέσουν τα περισσότερα δημιουργήματά του.


Διότι μοιάζουν πρόχειρα και στηρίζονται σε εξαιρετικά επαναλαμβανόμενες φόρμες, είναι υπερφύαλα και ογκώδη χωρίς λόγο, απαξιώνονται γρήγορα και κακογερνάνε.


Αλλά κυρίως διότι αποτυγχάνουν σε δύο βασικά κριτήρια: εντέλει δεν είναι λειτουργικά και δεν επικοινωνούν με το τριγύρω τους. Είτε βρίσκεσαι στην Ισπανία, είτε στην Ελλάδα, είτε στη Σουηδία, ο Calatrava θα σου προτείνει το ίδιο σχέδιο και στα ίδια τεράστια μεγέθη, λες και δεν έχει μπει στον παραμικρό κόπο να προσαρμόσει το πατρόν του στις ιδιαιτερότητες κάθε μέρους και στην ειδική του ταυτότητα. 


Δυστυχώς, οι αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις του στην Αθήνα παραμένουν -κατ'εμέ- μία ακόμα αποτυχημένη απόπειρα να συνομιλήσει η πολύπαθη πρωτεύουσα με τις σύγχρονες τάσεις και να αποκτήσει ο δημόσιος χώρος πιο ενδιαφέρουσες όψεις. 


Και πραγματικά λυπάμαι, διότι περπατώντας τον κόσμο, βλέπω τις πόλεις να αλλάζουν και να εξελίσσονται. Ενώ εμείς συνεχίζουμε να συντριβόμαστε υπό το βάρος κακών επιλογών που εντέλει υπονομεύουν την όποια προσπάθεια (κατεπείγουσας) ανανέωσης και ενισχύουν την επιχειρηματολογία των όσων βλέπουν με κακό μάτι τη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Οι στέγες και οι γέφυρες του Calatrava, τους δικαιώνουν. Και μας καταδικάζουν στην κακότεχνη πλατεία, στη γερασμένη πολυκατοικία, στην ανέμπνευστη γέφυρα, στο στραβοχυμένο πεζοδρόμιο και στο τσιμεντένιο στάδιο. 

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

Το κάστρο της Οσάκα

Λίγοι επηρέασαν τούτη τη χώρα περισσότερο από τον Τογιοτόμι Χιντεγιόσι. Μην μπερδεύεσαι με το όνομα: δεν εγκαθιστούσε κλιματιστικά ο άνθρωπος, μήτε του οφείλουμε τίποτις ψηφιακές καινοτομίες. Πρόκειται για έναν από τους πιο ονομαστούς σαμουράι που έχει μείνει ονομαστός διότι κατάφερε έναν άθλο: να ενώσει την Ιαπωνία. 

Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι γεννήθηκε στην Ναγκόγια το 1537, παιδί μίας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Όταν μεγάλωσε, βρέθηκε στην υπηρεσία του σπουδαίου πολέμαρχου και νταϊμιο (=μεγαλοακτήμονα, φεουδάρχη) Όντα Νομπουνάγκα. Διακρίθηκε για τις ικανότητές του και σύντομα έγινε ένας από τους πιο σημαντικούς στρατηγούς του Νομπουνάγκα, ο οποίος μάλιστα τον αποκαλούσε "μαϊμού" (), λόγω των χαρακτηριστικών του προσώπου του: ναι, Μάρλον Μπράντο δεν τον έλεγες με τίποτα.

Για την Ιαπωνία, ήταν μία περίοδος που θυμίζει το Game of Thrones, καθώς οι νταϊμιο επιδίδονταν σε συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις για να επεκτείνουν την εξουσία τους και να εξοντώσουν ο ένας τον άλλον. Ο Όντα Νομπουνάγκα αποδείχθηκε από τους πλέον επιτυχείς, καθώς κατάφερε να επιβληθεί σχεδόν σε ολόκληρο το Χονσού, το κεντρικό και μεγαλύτερο γιαπωνέζικο νησί. 

Εντούτοις, το 1582 δολοφονήθηκε υπό κάπως περίεργες συνθήκες (μπορεί να έβαλε το χεράκι της και κάποια "μαϊμού") και ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι κατέλαβε τη θέση του: τιμώρησε τους δολοφόνους του Νομπουνάγκα, υπέταξε τους υπόλοιπους νταϊμιο και αναδείχθηκε σε απόλυτο νικητή της παρτίδας. 

Βρισκόμαστε στην Οσάκα. Και τούτο δω είναι το περίφημο κάστρο του Τογιοτόμι Χιντεγιόσι. Αποτελεί ένα από τα πολλά κάστρα που χτίστηκαν από τα μέσα του 16ου ως τις αρχές του 17ου αιώνα στην Ιαπωνία, αλλά ίσως το πιο ονομαστό. Κι αν τυχόν το'χεις απορία γιατί οι Γιάπωνες βάλθηκαν τότες να χτίζουν κάστρα, η απάντηση είναι απλή: εκείνη την περίοδο, είχε αρχίσει να αξιοποιείται στους πολέμους η πυρίτιδα, επομένως η ανάγκη για πιο γερά οικοδομήματα που θα μπορούσαν να αντέξουν στα σφυροκοπήματα των αντιπάλων, ήτο επιτακτική. 

Το κάστρο της Οσάκα αποπερατώθηκε το 1590 και αποτελούσε στην εποχή του ένα εντυπωσιακό επίτευγμα: το αγκάλιαζαν οχυρωματικοί τάφροι με πλάτος 100 μέτρα και αδιαπέραστα τείχη από συμπαγή λιθοδομή, ενώ το κεντρικό οικοδόμημα διέθετε οκτώ ορόφους και υψωνόταν δεκάδες μέτρα από το έδαφος ώστε να επιτρέπει τη θέαση όλης της γύρω περιοχής. Αλλά και το εσωτερικό του, σε άφηνε έκπληκτο: ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι είχε διακοσμήσει τα δωμάτια και τις αίθουσες με εξαίσια έργα τέχνης, ενώ λέγεται πως οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με χρυσάφι για να κάμει εντύπωση στους επισκέπτες.

Παρατήρησες ότι χρησιμοποιώ παρελθόντα χρόνο; Όπως ίσως κατάλαβες: το αρχικό εκείνο κάστρο δεν υπάρχει πια. Κατά τη διάρκεια μίας σφοδρής καταιγίδας το 1660, ένας κεραυνός προκάλεσε φωτιά στην πυριταποθήκη και το κάστρο έγινε φλαμπέ. 

Αφού παρέμεινε για δύο περίπου αιώνες σε αθλία κατάσταση, το 1843 επιχειρήθηκε μία ανακατασκευή του. Όμως μερικά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια των έντονων εμφύλιων συγκρούσεων που οδήγησαν στη Μεταρρύθμιση Μεϊτζί (μεγάλη ιστορία, θα επανέλθω κάποια στιγμή), στο κάστρο διεξήχθη μία από τις συγκρούσεις των αντιμαχόμενων δυνάμεων που οδήγησε στην καταστροφή του.

Το 1931 ξεκίνησε νέα προσπάθεια ανάταξής του, αυτή τη φορά με χρήση τσιμέντου για να είμαστε τελοσπάντων βέβαιοι ότι θα αντέξει μερικά χρονάκια. Ευτυχώς, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου δεν προξενήθηκαν παρά περιορισμένης κλίμακας ζημιές στο κτήριο, επομένως αυτό που βλέπεις σήμερα είναι το οικοδόμημα του 1931. Με κάποιες εσωτερικές αναμορφώσεις και ένα λίφτινγκ που επιχειρήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '90. Το εσωτερικό του κάστρου -που φιλοξενεί το μουσείο με την ιστορία του- είναι απογοητευτικό: τοίχοι από τσιμέντο, δάπεδα με πλακάκια, σκάλες πολυκατοικίας, απαίσια ασανσέρ. 

Ο μόνος λόγος για τον οποίο ίσως αξίζει να μπεις, είναι για να ανέβεις στους ψηλότερους ορόφους και να θαυμάσεις τη θέα προς την πόλη. 

Αυτή τη σαγηνευτική, δύσκολη, απέραντη, πολυπρόσωπη πόλη που αν έπρεπε να επιλέξω, θα έλεγα ότι μάλλον είναι η πιο ενδιαφέρουσα της χώρας.

Μιας χώρας που πρέπει να προσπαθήσεις πολύ για να την καταλάβεις. Και στην οποία, θα δεις πολλά πράγματα που εκ πρώτης θα σε απογοητεύσουν ή θα σε προβληματίσουν. Να, όπως ας πούμε αρκετά από τα μνημεία της που είναι λιγότερο εντυπωσιακά από κοντά και μπορεί να σου φανούν ευτελή ή κακότεχνα -τουλάχιστον στις ανακατασκευασμένες εκδοχές τους.

Μα αν θελήσεις να τη μελετήσεις παραπάνω, κερδισμένος θα βγεις. Ανακαλύπτοντας πτυχές της ιστορίας της που μήτε φανταζόσουν, αλλά και τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς που θα σε ξενίσουν και θα σε προβληματίσουν.

Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, κυρίαρχος πλέον ολάκερης της Ιαπωνίας, έφερε μεγάλες αλλαγές στον τόπο αυτό: απαγόρευσε τη δουλεία, καθιέρωσε μία νέα κοινωνική ιεραρχία, βελτίωσε τις συνθήκες εμπορίου περιορίζοντας τα μονοπώλια, εμπόδισε τη διάδοση του χριστιανισμού διώκωντας τους προσύλητους και θανατώνοντας κάποιους εξ αυτών και ίσως το πιο σημαντικό, αφόπλισε τους χωρικούς (με μία εκστρατεία που ονομάστηκε "Κυνήγι των Σπαθιών") επιτρέποντας μόνο στους σαμουράι να φέρουν οπλισμό. Οι αλλαγές αυτές διαμόρφωσαν το πλαίσιο εντός του οποίου πορεύθηκε η Ιαπωνία για τα επόμενα τρακόσια περίπου χρόνια. 

Η πιο τολμηρή του όμως απόφαση ήταν η εκστρατεία για την κατάκτηση της Κορέας που έφερε τους Ιάπωνες αντιμέτωπους με τους Κινέζους της δυναστείας των Μινγκ, οι οποίοι έσπευσαν να υποστηρίξουν τους Κορεάτες. Ο θάνατος του Τογιοτόμι Χιντεγιόσι το 1598 οδήγησε στην απόσυρση των Ιαπώνων από την κορεατική χερσόνησο (αφού πρώτα είχαν αφανίσει περίπου 2 εκατομμύρια Κορεάτες, ήτοι το 20% του πληθυσμού -προκαλώντας τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα τραγωδία που γνώρισε η πολύπαθη Κορέα) και στην απόφαση να κλειδωθεί η χώρα σε έναν αυστηρό απομονωτισμό. Μερικά χρόνια αργότερα, η γυναίκα του (η περίφημη Λέιντι Τσάτσα) και ο γιος του και διάδοχος, θα έβλεπαν το κάστρο να πέφτει στα χέρια σφετεριστών και θα προχωρούσαν σε αυτοκτονία. 

Περπατώντας δίπλα στην τάφρο, τούτο το ζεστό απομεσήμερο, άφησα τη σκέψη μου να ταξιδέψει πίσω στους αιώνες. Στις σκληρές εποχές των σογκούν και των σαμουράι. Στις αδυσώπητες μάχες για επιβίωση και επιβολή. Όσο γερό και στέρεο κι αν είναι το κάστρο που χτίζεις, όσο φιλόδοξα και μεγαλεπίβολα κι αν είναι τα σχέδιά σου, τίποτα δεν παραμένει απόρθητο και αιώνιο. Γιατί οι καιροί αλλάζουν και οι γεωγραφίες μετατοπίζονται.

Ίσως εντέλει, αυτό είναι που κάμει τα κάστρα τόσο συγκινητικά: η τραγική, ανέλπιδη και καταδικασμένη προσπάθειά τους να υπάρξουν.