Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Αλλοτινές μου εποχές

Όσο μεγαλώνω, τρέφω μεγαλύτερη αδυναμία στις λεπτομέρειες. Μ'αρέσει να τις συλλέγω, να τις τοποθετώ στον δικό μου τον καμβά, να τις ντύνω με νοήματα και να σιάχνω ιστορίες με αυτές.


Τέτοιες ιστορίες παραμονεύουν σε κάθε βήμα σου. Σε μια κουρτίνα π'ανεμίζει σε μισάνοιχτο παράθυρο, σε μερικές σελίδες που λείπουν από το περιοδικό που ξεφυλλίζεις στο χώρο αναμονής ενός ιατρείου. Ή σε μία παλιά ταμπέλα που στέκει κάπως αμήχανη σε ένα κλειστό και για καιρό παρατημένο μαγαζί, εδώ στο Άργος. Με την αφορμή της, συνάντησα νοητά τους πάλαι ποτέ ιδιοκτήτες του. Τον κάματο και το μεράκι τους, τους πελάτες που μπαινοβγαίνανε για χρόνια στο κατάστημα, την πραμάτεια πούχανε αραδιασμένη στα ράφια τους, τ'αλισβερίσι των καθημερινών τους συναλλαγών.


Χωρίς να το πολυκαταλάβω αρχίνησα ν'αναζητώ τέτοιες ταμπέλες σ'ολάκερη την πόλη. Ταμπέλες μισοσβησμένες και παλιές. Με γραμματοσειρές από τ'αντιπροχθές.


Με φίρμες που ίσως και να μην είναι πια εμπορευάμενες. Με τηλεφωνικούς αριθμούς χωρίς το πρόθεμα και με λιγότερα ψηφία. Από τα τότες που σχηματίζαμε από μνήμης τους πεντέξι τηλεφωνικούς αριθμούς της καθημερινότητάς μας στο στρογγυλό καντράν της συσκευής. Και που'χαμε συνηθίσει το ρυθμό κείνου του στριφογυρίσματος σαν αφήναμε τη ροδέλα από το δάχτυλο.


Που'χαμε τον δικό μας τον χασάπη για να μας δίνει τα καλά τα κρέατα. Διότι πάνω σε σχέσεις μακροχρόνιας εμπιστοσύνης κοβόντουσαν τότες οι κιμάδες -κι ας γράφονταν ακόμα με ύψιλον κι ας περνάγανε με δυσκολία και σπρώξιμο από την κιμαδομηχανή.


Τότες που το κόντρα νουά και το μπον φιλέ ήταν το απόγειο του οικογενειακού μας τραπεζιού. Που το κουτί με τα γλυκά που μας εφέρναν οι μουσαφίρηδες, έκρυβε πάστες σεράνο και σοκολατίνες ποντικάκια.


Που ρώταγες αν ήταν σε φόρμα ο Παχατουρίδης για να παίξεις τη Δόξα Δράμας με δυάρι στο εκτός έδρας της στο Αλκαζάρ. 


Δεν ξεύρω γιατί, αλλά βρίσκω μία τρυφερότητα σε ετούτες τις ταμπέλες. 


Μου μυρίζουν παλιοκαιρισμένα βαριά αρώματα -βασιλικό και περγαμόντο. Μου τραγουδούνε Καζαντζίδη και Πόλυ Πάνου. Μου ανοίγουν μουσικά κουτιά σε ανήλιαγες σαλονοτραπεζαρίες με σεμεδάκια στο σύνθετο και φοντανιέρες στα τραπέζια. Με σοκολατάκια Τζοκόντα. Σε πολυκατοικίες που μοσχομύριζαν μαγειρεμένο φαγητό το μεσημέρι και είχαν για θυρωρό την κυρά Ευτέρπη που βγαζε κάθε απόγεμα την καρέκλα δίπλα στο κλιμακοστάσιο κι έπλεκε καθώς περίμενε να στεγνώσουν τα νερά απ'το σφουγγάρισμα. 


Μου φέρνουν στο μυαλό μιαν άλλη Ελλάδα που μοιάζει να χάθηκε ξωπίσω μας κάπου κει που πάτησε γκάζι η ιστορία και χύθηκε με φόρα στην κατηφοριά. Αλλά την κουβαλάμε κι αυτή στα μπαγκάζια μας -άλλοτε μας βαραίνει, άλλοτε μας ξαποσταίνει. Μιαν Ελλάδα που'ναι ακόμα παρούσα τριγύρω μας και μέσα μας, ακόμα κι όταν αθόρυβα μας υπομένει.


Έχουν κάτι το βαθιά νοσταλγικό αυτές οι ταμπέλες. Ναι, ίσως νάναι μοναχά η δική μου η αίσθηση και να με κοιτάς τώρα περίεργα.


Άλλα δεν βαριέσαι... 


Άλλοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι συλλέγουν ψευδαισθήσεις, ας μείνουμε και κάποιοι να συλλέγουμε τις αλλοτινές μας εποχές. Ο καθείς με το χαβά του.


2 σχόλια:

  1. Κάτι μου θυμίζει, κάτι μου θυμίζει.... :)
    Φιλιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ο,τι κι αν σου θυμίζει, καλό είναι! :)
      Έτσι κι αλλιώς για θύμησες μιλάει.
      Την καλησπέρα μου!

      Διαγραφή