Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

1821 Πριν και Μετά


Οι επετειακοί εορτασμοί για τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 ατύχησαν πολλαπλώς. Πρώτον, διότι συνέπεσαν με την πανδημία του COVID-19 που δυσκόλεψε τις εκδηλώσεις και αναγκαστικά επισκίασε τα υπόλοιπα θέματα. Και τελοσπάντων αυτό είναι ατυχές μεν, αλλά λογικό -μπροστά στον καθημερινό κατάλογο νεκρών και την αγωνία για την εξέλιξη της πανδημίας, επόμενο είναι να ωχριούν οι οποίες συζητήσεις για το ιστορικό αντιπροχθές μας. 











Ο δεύτερος λόγος -που δεν είναι καθόλου συγκυριακός- είναι το μεγάλο έλλειμμα ιστορικής παιδείας και η παροιμιώδης άγνοια μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας που προφανώς δεν ευτύχησε να λάβει τη στοιχειώδη γνώση της ιστορίας από το -πολλαπλώς αποτυχημένο- εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά ούτε και είναι διατεθειμένο / πρόθυμο να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια να καλύψει το έλλειμμα αυτό. Είναι φοβάμαι αρκετοί εκείνοι που αρκούνται στο να αναπαράγουν απλοϊκούς μύθους, αγνοώντας ακόμα και κεφαλαιώδη κομμάτια της ιστορίας μας (πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε δει σε ρεπορτάζ της τηλεόρασης, πολλούς συμπολίτες μας να αδυνατούν να ξεχωρίσουν για παράδειγμα το 1821 από το 1940 ή να μην ξέρουν πότε έγιναν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και πότε η Μικρασιατική Καταστροφή).







Εντούτοις, υπάρχει και ένας τρίτος λόγος, κατ´ εμέ εξαιρετικά θλιβερός και απολύτως ενδεικτικός της σύνθετης παθογένειας της ελληνικής κοινωνίας: ο συμπλεγματικός και ιδεολογικά αλλήθωρος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το παρελθόν αυτής της χώρας που μας οδηγεί -νομίζω- σε τερατώδεις παρερμηνείες ή μονοδιάστατες αναγνώσεις της ταυτότητάς μας. Σε σημείο που αρκετοί σκόπιμα αποφεύγουν συζητήσεις που δεν τους είναι αρεστές, καθώς αναπόδραστα εκθέτουν μελανά σημεία ή καταρρίπτουν εθνικούς μύθους (ότι είμαστε ο καλύτερος και εξυπνότερος λαός του κόσμου και απλώς ατυχήσαμε λόγω συνομωσιών που στήνουν αλλότριες δυνάμεις εναντίον μας). Ενώ παράλληλα κάποιοι άλλοι (και είναι κι αυτοί αρκετοί) επιδεικτικά σνομπάρουν ο,τιδήποτε συνδέεται με την εθνική ταυτότητα, προσποιούμενοι ότι δεν τους αφορά καθώς παραπέμπει σε αφηγήσεις που απορρίπτουν εξ ορισμού για ιδεολογικούς λόγους. 














Ειδικά αυτοί οι τελευταίοι είχαν ξεκινήσει να κατηγορούν τους επετειακούς εορτασμούς πριν καν σχεδιαστούν, ενώ βεβαίως έσπευδαν όλη αυτή την περίοδο να ειρωνεύονται την προσπάθεια, εστιάζοντας εμμονικά στις όποιες λάθος επιλογές ή τις τυχόν αστοχίες της. Και πράγματι, θα υπήρχαν (και υπήρξαν) και λάθος επιλογές και αστοχίες. Όμως θεωρώ ότι όποιος παρακολούθησε τις δράσεις που αναλήφθηκαν χωρίς παρωπίδες, θα ευτύχησε να επισκεφθεί επιστημονικά άρτιες εκθέσεις ανά την Ελλάδα, να παρακολουθήσει ενδιαφέρουσες ομιλίες και θεματικές εκδηλώσεις και να απολαύσει πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό (ιστοσελίδες, ντοκιμαντέρ κ.λπ.). Το μεγαλύτερο -κατ'εμέ- κέρδος αυτής της χρονιάς βεβαίως είναι η εντυπωσιακή βιβλιογραφική παραγωγή που ήρθε με την ευκαιρία της επετείου να φωτίσει με σύγχρονο τρόπο και πιο διεισδυτική (και κριτική) ματιά την κρίσιμη εκείνη περίοδο της παλιγγενεσίας, η οποία παραμένει σημαντική για την κατανόηση της εξέλιξης του ελληνικού κράτους και αποτελεί αναπόδραστο βίωμα της ελληνικής κοινωνίας.













Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις είναι η μεγαλειώδης έκθεση "1821 Πριν και Μετά" που διοργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη. Και χρησιμοποιώ απολύτως συνειδητά τον χαρακτηρισμό "μεγαλειώδης", διότι τόσο η έκτασή της (καταλαμβάνει σχεδόν όλους τους εκθεσιακούς χώρους στο μεγάλο κτήριο της Πειραιώς) όσο και η αξία των εκθεμάτων, συνθέτουν μία από τις πιο ολοκληρωμένες και κατά την ταπεινή μου γνώμη, άρτιες αφηγήσεις για την περίοδο της ελληνικής επανάστασης.













Χίλια διακόσια αντικείμενα (πίνακες, στολές, όπλα, λάβαρα, προσωπικά αντικείμενα των πρωταγωνιστών κ.λπ.) ξεδιπλώνουν περισσότερα από εκατό χρόνια ιστορίας, μέσα από τρεις χρονικές ενότητες: (α) η πρώτη ενότητα αφορά στην προ-επαναστατική περίοδο (1770-1821) και αναφέρεται σε όλες εκείνες τις εξελίξεις και ζυμώσεις στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο (από την Οδησσό, τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και την Κωνσταντινούπολη ως τα νησιά του Αιγαίου και τον Μωριά) που οδήγησαν στο ξέσπασμα της επανάστασης, (β) η δεύτερη αφορά στην εξέλιξη του πολέμου της ανεξαρτησίας, τις νίκες αλλά και τις ήττες που υπέστη ο αγώνας μέχρι την ολοκλήρωσή του και την ίδρυση του Ελληνικού κράτους (1821-1831) και (γ) η τρίτη αφορά στις πρώτες δεκαετίες του νέου κράτους, τις δυνατότητες και τις φιλοδοξίες του, τις εξαρτήσεις και τις καθηλώσεις του, τις αδυναμίες και τις ανάγκες του (1831-1870).














Και είναι πράγματι τόσο μεγάλη αυτή η έκθεση και τόσα πολλά αυτά που μπορεί κανείς να μάθει κοιτάζοντας τα εκθέματα, που ο επισκέπτης θα πρέπει να είναι διατεθειμένος να αφιερώσει πολλές ώρες, αν θέλει στ'αλήθεια να μεγιστοποιήσει το μαθησιακό του όφελος. Ίσως δε, να χρειαστεί και δεύτερη ή τρίτη επίσκεψη -αν βεβαίως προλαβαίνει, καθώς η έκθεση θα διαρκέσει λίγες ακόμα εβδομάδες.












Υπάρχουν πολλά που μου έκαμαν εντύπωση, υπάρχουν πολλά στα οποία θα ήθελα να σταθώ και να εξετάσω παραπάνω, υπάρχουν πολλά που μου άνοιξαν την όρεξη για περαιτέρω έρευνα και μελέτη. Φαίνεται ελπίζω και από τις κάμποσες φωτογραφίες που τράβηξα για το προσωπικό μου αρχείο. Ευτυχώς η έκθεση συνοδεύεται από έναν πολύ αναλυτικό τόμο που παρά το (αρκετά) υψηλό του κόστος, έχει μεγάλο ενδιαφέρον και αποτελεί απαραίτητο βοήθημα, για να ανατρέχει κανείς σε αυτόν ξανά και ξανά, στο μέλλον.











Φοβάμαι ότι μέσα στον θόρυβο των ημερών (αλλά -ας μου επιτραπεί να πω- και στο θόρυβο που υπάρχει μέσα στο κεφάλι μας) δεν αξιοποιήσαμε την ευκαιρία αυτού του εορτασμού, όπως της έπρεπε. Διακόσια χρόνια μετά, έχουμε αποφασίσει μάλλον ότι η Ελληνική Επανάσταση είναι ανεπίκαιρη, δεν μας αφορά, μας ενοχλεί (για διάφορους λόγους), δεν εκπληρώνει εντέλει τους εθνικούς μας μύθους ή τα ιδεολογικά μας αφηγήματα. Αλλά η Ελληνική Επανάσταση παραμένει σημαντική. Όχι απλώς διότι αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος μία ανέλπιστη επιτυχία (αν στοιχειωδώς δεχθούμε ότι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης ενός λαού και δη σε ιστορικά δυσμενείς συνθήκες, αποτελεί επιτυχία), αλλά και διότι εν πολλοίς διαμόρφωσε τις κατευθύνσεις στις οποίες κινήθηκε το ελληνικό κράτος και το πλαίσιο εντός του οποίου ζούμε, σκεφτόμαστε και αυτοπροσδιοριζόμαστε σήμερα. Για να μπορούμε να αναπτύσσουμε τους εθνικούς μας μύθους και τα ιδεολογικά μας αφηγήματα. Ή ακόμα και για να αναστοχαζόμαστε πάνω σε αυτά.












Αυτή η πορεία που ξεκίνησε από τις πρώτες μάχες στην Πελοπόννησο και τους ξεσηκωμούς στα νησιά ως την Ελλάδα του 21ου αιώνα, την ευρωπαϊκή Ελλάδα, την Ελλάδα των κρίσεων, την Ελλάδα των εσαεί διχασμών και των ανεκπλήρωτων ονείρων, την Ελλάδα της μίζερης εσωστρέφειας και της κοσμοπολίτικης εξωστρέφειας, την Ελλάδα που καταρρέει και ανυψούται, είναι μία ενιαία πορεία. Και επειδή σε αυτή την πορεία, περιπατούμε όλοι μαζί -παρά τις ηθελημένες ή αθέλητες διαφορές μας, παρά τα οξύμωρα σχήματα εντός των οποίων αναπνέουμε ή τα ιστορικά μας απωθημένα- είναι μία πορεία που παραμένει κοινή και εντέλει κυτταρική. Διότι από πολλά μπορεί να ξεφύγει κανείς, αλλά όχι από το παρελθόν του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου