Πρόλογος
Πρέπει να'μουνα πολύ μικρός όταν πρωτάκουσα αυτό το ιταλικό τραγούδι -σε εκείνες τις ηλικίες που καταγράφονται οι εντυπώσεις και διαμορφώνονται οι συνειδήσεις. Θυμάμαι πόσο πολύ μου είχε αρέσει και πόσο πάσχιζα να το απομνημονεύσω. Σε μια εποχή που έπρεπε να αποθησαυρίσεις στο μυαλό σου εκείνα που σου άρεσαν, καθώς δεν είχες τη δυνατότητα να τα ανακαλέσεις όσο και όποτε τα επιθυμούσες, όπως μπορούμε τώρα πια με τόσην ευκολία. Κι αυτή η σπανιότητά τους, αυτή η προσπάθειά σου να συγκρατήσεις μουσικές, εικόνες κι εντυπώσεις, τους προσέδιδε μιαν αξία που μάλλον ποτέ δεν θα εκτιμήσουν οι όσοι γεννιούνται στη σημερινή εποχή. Δεν πειράζει -ας έχουμε κι εμείς οι χθεσινοί τα κερδισμένα μας.
Δεν ξεύρω αν οφειλόταν στην μικρή μου ηλικία, στον τρόπο ερμηνείας ή στη χρήση της ιταλικής γλώσσας. Όποια κι αν ήταν η αιτία, η μελωδία ενεγράφη ανεξίτηλα στη μνήμη μου: η ορχηστρική εισαγωγή, οι νότες στο πιάνο και ύστερα η κελαρυστή, κοριτσίστικη φωνή που τραγουδούσε για μία αθωότητα. Με στίχους που τότες δεν μπορούσα να καταλάβω, αλλά που προσπάθησα να αποτυπώσω στην παρτιτούρα του μυαλού μου. Είναι στίχοι που τώρα πια καταλαβαίνω καλά.
Τέλος Προλόγου
Οι δρόμοι είναι γιομάτοι αυτοκίνητα και κόσμο. Όσο πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, τόσο πυκνώνει η κίνηση και το μποτιλιάρισμα. Αν λοιπόν τόχεις πάρει απόφαση να κατέβεις στο κέντρο του Σανρέμο με το αμάξι σου, θα πρέπει να οπλιστείς με υπομονή και νάχεις κάμποση τύχη στο παρκάρισμα.
Τα καταστήματα στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης -τη βία Τζάκομο Ματεότι- έχουν φορέσει τα γιορτινά τους και οι βιτρίνες έχουν στολιστεί.
Λαμπιόνια, χριστουγεννιάτικα δέντρα, πολύχρωμες μπάλες, φιόγκοι και γιρλάντες.
Ακόμα κι αν είσαι από εκείνους που αποφεύγουν να φορέσουν την εορταστική διάθεση, ακόμα κι αν κατακρίνεις τον καταναλωτισμό κι έχεις μπουχτίσει την επαναλαμβανόμενη και κάπως ψυχαναγκαστική χαρά των ημερών, δεν μπορεί παρά να παραδεχτείς πως αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για διάλειμμα από την καθημερινότητα.
Και μία αφορμή για να σταθείς και να συνειδητοποιήσεις πόσο περνάει ο χρόνος: το φέτος, το πέρσι και το πρόπερσι, με Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές μετριέται. Άντε και με καλοκαιρινές διακοπές ή τίποτις χαρμόσυνα. Ή τίποτις δυσάρεστα, χτύπα ξύλο. Τα υπόλοιπα, ένας χυλός μοιάζουν απ'τον οποίο τρως και ξανατρώς τις ίδιες, ξαναζεσταμένες κουταλιές.
Όχι, δεν ήρθα στο Σανρέμο για να μελαγχολήσω μη-χειρότερα. Για να θυμηθώ ήρθα. Ίσως βεβαίως και νάναι ταυτόσημα τα δύο τους.
Αδειάζω τις σκέψεις και τις έγνοιες μου κι αφήνομαι στο ανθρώπινο ποτάμι που χύνεται με φούρια στα πεζοδρόμια. Οικογένειες με ενθουσιώδη νήπια, καλοβαλμένα ηλικιωμένα ζευγάρια, παρέες νεαρών με μονδέρνα ντυσίματα, άνθρωποι που βολτάρουν παρέα με το σκύλο τους. Ανάμεσά τους κι εγώ. Να τους κάμω χάζι και να τους απολαμβάνω.
Έχουνε γούστο οι Ιταλοί, είναι αλλιώτικοι. Πιο έντονοι, πιο σπάταλοι στον τρόπο έκφρασής τους. Πολλές φορές, μου φαίνονται κάπως ακατέργαστοι. Σα να μην τους πελέκισε ο τεχνίτης χρόνος. Σα να παραμένουνε παιδιά, ακόμα κι όταν κατοικούνε σε σώματα ενηλίκων.
Όλα τα κάμουνε με μιαν υπερβολή: φωνάζουν, μασουλάνε, φλερτάρουν, κορδώνονται, τσιλημπουρδίζουν, γελάνε, περιφέρουν τα φανταχτερά ντυσίματά τους.
Ναι, έχουνε γούστο οι Ιταλοί. Κι ας απέχει ο βερμπαλισμός τους από τη δική μου την προτίμηση, αυτό τουλάχιστον θα πρέπει να τους το αναγνωρίσω: πως έχουν γούστο.
Στο Σανρέμο δεν έχει σπουδαία πράματα να κάμεις το χειμώνα: κακά τα ψέματα, η εποχή του είναι το καλοκαίρι. Όταν τα ξενοδοχεία της ιταλικής Ριβιέρας γιομίζουνε τουρίστες από τη Βόρεια Ευρώπη που'ρχονται να απολαύσουν τη ζεστή σαγήνη του Μεσογειακού ήλιου.
Η πόλη έγινε θέρετρο και προορισμός ευκατάστατων Ευρωπαίων ήδη από το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα. Τότες που ο τουρισμός αφορούσε μονάχα πλούσιους, αριστοκράτες, ταξιδευτές και καλλιτέχνες.
Το 1905 χτίστηκε ένα εντυπωσιακό μέγαρο σε στυλ Αρ-Νουβό για να στεγάσει το Καζίνο.
Μέχρι και σήμερα αποτελεί καύχημα, πηγή εσόδων για την πόλη και τοπόσημο.
Εδώ στο Σανρέμο είχε καταφύγει η Πριγκίπισσα Σίσυ της Αυστρίας για να ξεπλύνει τη μελαγχολία της. Εδώ απολάμβανε τις διακοπές του ο Τσάρος Νικόλαος ο Δεύτερος. Εδώ πέρασε τα τελευταία του χρόνια ο Άλφρεντ Νόμπελ, εδώ απέθανε το 1926 και ο Μεχμέτ ο Έκτος, τελευταίος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αν απομακρυνθείς λιγάκι από τους κεντρικούς δρόμους, θα σου συστηθεί μια απλή, επαρχιακή πόλη, δίχως πολλές κομψότητες και πολυτέλειες.
Μια πόλη με στενά δρομάκια και παλιά πορτοπαράθυρα.
Με μπουγάδες που κρέμονται ανάμεσα στα περβάζια και σπίτια μάλλον φτωχικά και κακοφροντισμένα.
Κάποιοι θα σου πούνε πως δεν είναι τίποτις το ιδιαίτερο το Σανρέμο. Αν το συγκρίνεις μάλιστα με άλλες πόλεις της Ιταλίας, θα διαπιστώσεις κι εσύ πως μάλλον υπολείπεται σε ομορφάδα και γραφικότητα.
Εγώ όμως το συμπαθώ όπως και να'χει. Κι ίσως περισσότερο τώρα το χειμώνα που δεν είναι ξέχειλοι οι δρόμοι του με μανιώδεις τουρίστες.
Αυτή την ώρα, αυτή τη μαγική ώρα που σουρουπώνει και τ'αγιάζι σε αναγκάζει να σηκώσεις το γιακά του παλτού σου, το τριγύρω σου μετατρέπεται σε σκηνικό.
Μιας ταινίας μελοδραματικής κι αστείας. Αν αφαιρέσεις τα χρώματα, γίνεσαι πρωταγωνιστής του Ροσελίνι, του Βισκόντι και του Φελίνι. Σε νεορεαλιστικό σενάριο. Σε κομεντί. Σε κοινωνική αλληγορία. Κάπου ανάμεσα στο ομιχλώδες όνειρο και την αγωνιώδη πραγματικότητα. Εσύ επιλέγεις τί θέλεις να μας παίξεις.
Επιστρέφω στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους. Οι βιτρίνες λάμπουν θελκτικές, οι σακούλες με τα ψώνια πληθαίνουν, δεν μένει πολύ ώρα ακόμα μέχρι να κλείσουν τα καταστήματα.
Μία κυρία στέκεται δίπλα στο άγαλμα, φτιάχνει το κασκόλ της, στρώνει το μαλλί της και ποζάρει περιχαρής για ένα ενσταντανέ.
Στάσου και φθάσαμε! Στο είπα ότι δεν ήρθαμε απλώς για να βολτάρουμε. Το ξέχασες κιόλας; Είχαμε θέσει για σκοπό μας έναν μουσικό σκοπό. Εκείνον που τραγουδούσε κείνη η κελαρυστή, κοριτσίστικη φωνή της ιδικής μου αθωότητας.
Αυτό είναι το θέατρο "Ariston". Μαζί με το Καζίνο είναι τα δύο εμβληματικότερα σημεία του Σανρέμο. Βλέπεις, εδώ διεξάγεται κάθε χρόνο το φεστιβάλ τραγουδιού -ένας μουσικός θεσμός που έχει γνωρίσει κατά το παρελθόν μεγάλες δόξες και που συνεχίζει να επιβιώνει σε καιρούς πολύ λιγότερο μουσικούς.
Ετούτον το διαγωνισμό κέρδισε o βελούδινος Σέρτζιο Εντρίγκο με το εξαίσιο "Canzone per te" το 1968! Ώχου πάνε πενηντατόσα χρόνια από τότες. Πενηντατόσα Χριστούγεννα, πενηντατόσες Πρωτοχρονιές.
Εδώ τραγούδησε για πρώτη φορά ο Ντομένικο Μοντούνιο το "Nel blu dipinto di blu", το πασίγνωστο "Volare", στα τέλη της δεκαετίας του '50! Να χαρείς, μην με βάζεις να σου ξαναμετράω Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές: είναι πολύς ο καιρός. Τί υπέροχες μελωδίες! Μα όχι, δεν είναι κάποιο από αυτά, το τραγούδι που εγώ γυρεύω.
Κατά μήκος του πεζόδρομου, έχουν τοποθετηθεί επιδαπέδιες πλακέτες με τους νικητές του Φεστιβάλ από την αρχή του έως τα σήμερα.
Τις ακολουθώ σαν να ξετυλίγω ένα νήμα προς το παρελθόν, σαν να πατάω βήματα σε μία διαχρονική χορογραφία. Κι όσο πλησιάζω, τόσο δυναμώνει μέσα μου εκείνος ο σκοπός. Όσο πλησιάζω, τόσο σβήνουν οι φωνές των γύρω μου κι ακούεται η αθώα, κοριτσίστικη φωνή που αναζητάω.
Φθάνω πάνω από την πλακέτα που γράφει το όνομά της. Gigliola Cinquetti. Και τον τίτλο του τραγουδιού της. Non ho l'eta. Χαμογελάω λες και συνάντησα έναν παλιό, αγαπημένο φίλο. Λες και αντάμωσα μια αγάπη που'χα χάσει. Τριγύρω ο κόσμος συνεχίζει να στροβιλίζεται με θόρυβο, αλλά στα δικά μου τ'αυτιά παίζει μονάχα εκείνη η μουσική. Η ορχηστρική εισαγωγή, οι νότες στο πιάνο, οι στίχοι μιας αθωότητας που μετράει το παράπονο και την ελπίδα της. Στέκομαι ακίνητος με το βλέμμα καρφωμένο για μερικές στιγμές στο δάπεδο. Κοντοστέκονται κάποιοι να ιδούνε τί κοιτάζω με τόσο ενδιαφέρον, να καταλάβουνε γιατί δείχνω τόσο συνεπαρμένος.
Δεν νομίζω ότι μπορούν να καταλάβουν. Δεν ξεύρω αν μπορώ να τους εξηγήσω. Ίσως αν άκουαν το τραγούδι που ακούω εγώ, μπορεί και να καταλάβαιναν.
Επίλογος
Κατηφορίζω προς την πλευρά της θάλασσας. Εδώ ο κόσμος είναι πολύ λιγότερος.
Είναι χειμώνας και το Σανρέμο δεν είναι καμωμένο γι'αυτή την εποχή.
Η ησυχία του παραλιακού μετώπου, μου αρέσει περισσότερο. Το ψυχρό αεράκι που φέρνει η θάλασσα, τα φώτα που αντανακλούνε μέσα στο νερό, ο ήρεμος παφλασμός καθώς σκάει το κύμα στις προβλήτες.
Το φρούριο της Αγίας Θέκλας στέκει κάπως μουτρωμένο, πάνω από το λιμάνι της πόλης.
Κοιτάζω τη θάλασσα καθώς ξεπλένει τα χρώματά της και σβήνει μέσα στη νύχτα. Σκέφτομαι όλα εκείνα τα Χριστούγεννα και όλες εκείνες τις Πρωτοχρονιές. Που βυθίζονται μέσα της. Και διαλύεται η όποια σημασία τους.
Ύστερα κοιτάζω τα καλάμια. Που χαϊδεύουνε τρυφερά τον ουρανό. Και νιώθω φχαριστημένος. Που ό,τι κι αν έχασα, αυτή τουλάχιστον την αθωότητά μου, θαρρώ την έχω ακόμα. Φυλαγμένη σε θύμησες, σε αισθήματα, σε ελπίδες, σε ενθουσιασμούς. Και σε ένα μελωδικό σκοπό που τραγούδησε για μένα κάποτες ένα κορίτσι με κελαρυστή φωνή. Που λειτουργεί και ως παρηγοριά. Και με βοηθά να χαϊδεύω κι εγώ ενίοτε τον ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου